Ενώπιον ιστορικής δοκιμασίας και ιστορικής ευθύνης το Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών, στην κρίση του οποίου επαφίεται εάν ο Ντόναλντ Τραμπ νομιμοποιείται να παραμείνει στα ψηφοδέλτια της κούρσας για το ρεπουμπλικανικό χρίσμα -και υπό ποιο σκεπτικό. Διατάξεις που ανάγονται από την εποχή του Εμφυλίου, και διχάζουν ως προς την ερμηνεία και το πεδίο εφαρμογής τους νομικούς και συνταγματολόγους, ήλθαν για πρώτη φορά στα χρονικά ενώπιον του Δικαστηρίου, το οποίο δείχνει να κλίνει προς μία απόφαση υπέρ του πρώην προέδρου που μένει στο περίγραμμα και όχι στην ουσία.
Η απόφαση-ορόσημο της πολιτειακής Δικαιοσύνης του Κολοράντο να αποκλείσει τον Τραμπ από τις προκριματικές του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος βάσει της μετεμφυλιακής ρήτρας περί εξέγερσης, καθιστώντας τον υπόλογο για τα λόγια και τα έργα του πριν και κατά τη διάρκεια της εισβολής της 21ης Ιανουαρίου 2021 στο Καπιτώλιο, ήταν ο καταλύτης για να βρεθεί το Ανώτατο Δικαστήριο στο επίκεντρο της προεκλογικής εκστρατείας και μπροστά στην πρόκληση να αποφανθεί επί νομικών ζητημάτων για τα οποία δεν υπάρχει προηγούμενο στη σύγχρονη Ιστορία και διακλαδώνονται με τις δικλείδες ασφαλείας για την ίδια τη Δημοκρατία.
Υποκίνησε και έλαβε μέρος ο Ντόναντ Τραμπ σε εξέγερση; Και τι συνιστά «εξέγερση» κατά το εδάφιο 3 της 14ης Τροπολογίας του 1858; Διεκδικεί κάποιος αξίωμα που δεν μπορεί να κατέχει με την προοπτική μετεκλογικής «δικαίωσης» από το Κογκρέσο; Μπορούν τελικά οι συνέπειες του αποκλεισμού του επικρατέστερου υποψηφίου για το ρεπουμπλικανικό χρίσμα να βαρύνουν περισσότερο από το να του επιτραπεί να διεκδικήσει εκ νέου το αξίωμα αφότου προσπάθησε να υπονομεύσει την έκβαση προηγούμενων εκλογών;
Αυτός είναι ο πυρήνας της υπόθεσης που ήλθε ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου, ωστόσο η «αποκωδικοποίηση» της στάσης του συνόλου των εννέα δικαστών -έξι συντηρητικών διορισθένων από Τραμπ και τριών φιλελεύθερων- και των ερωτημάτων που απηύθυναν στις δύο πλευρές κατά τη χθεσινή ακροαματική διαδικασία παραπέμπει σε μία ετυμηγορία σε πολύ στενότερο πλαίσιο: Μεμονωμένες πολιτείες δεν μπορούν να αποκλείουν υποψήφιο για την προεδρία, δεδομένου του προηγούμενου που εγείρεται και δίχως να έχει προηγηθεί η θέσπιση νομοθεσίας από το Κογκρέσο.
Οι δικαστές διαφαίνεται ότι θα αποφανθούν (θετικά) επί της έφεσης Τραμπ κατά της Δικαιοσύνης του Κολοράντο χωρίς να γνωμοδοτήσουν ρητά για το ζήτημα της εξέγερσης, κίνηση που θα έκλεινε τη διαμάχη οριστικά και αμετάκλητα.
Για το κατά πόσο το προεδρικό αξίωμα εμπίπτει στη μετεμφυλιακή ρήτρα περί εξέγερσης, και αν μπορεί να γίνει επίκλησή της για να απαγορευτεί δικαστικά η συμμετοχή υποψηφίου σε εκλογικές διαδικασίες, νομικοί και ιστορικοί εκφράζουν έντονα αποκλίνουσες απόψεις που δεν ακολουθούν πάντα ιδεολογικές γραμμές και πολιτικές προτιμήσεις, αντανακλώντας τη γενικότερη πόλωση και στην πραγματικότητα το λόγο για τον οποίο το Ανώτατο Δικαστήριο επιδιώκει να παρακάμψει το ζήτημα και να μην εμπλακεί σε μία τόσο πολιτικά φορτισμένη διαμάχη.
Ουδέποτε στην αμερικανική Ιστορία έχει αποκλειστεί δικαστικά υποψήφιος πρόεδρος στη βάση της 14ης Τροπολογίας (1868), η οποία αποκλείει από το Κογκρέσο, το στρατό και ομοσπονδιακά και πολιτειακά αξιώματα αξιωματούχους που είχαν λάβει όρκο για την υπεράσπιση του Συντάγματος και κατόπιν ενεπλάκησαν σε εξέγερση ή στάση.
«Κανένα άτομο δεν μπορεί να είναι Γερουσιαστής ή Αντιπρόσωπος στο Κογκρέσο, ή εκλέκτορας για τον Πρόεδρο και τον Αντιπρόεδρο, ή να κατέχει οποιοδήποτε αξίωμα, δημόσιο ή στρατιωτικό, στις Ηνωμένες Πολιτείες ή σε οποιαδήποτε Πολιτεία, το οποίο, έχοντας στο παρελθόν ορκισθεί, ως μέλος του Κογκρέσου ή ως αξιωματούχος των Ηνωμένων Πολιτειών ή ως μέλος οποιουδήποτε Πολιτειακού κοινοβουλίου ή ως εκτελεστικός ή δικαστικός αξιωματούχος οποιασδήποτε Πολιτείας, να υποστηρίζει το Σύνταγμα των Ηνωμένων Πολιτειών, ενεπλάκη σε εξέγερση ή στάση εναντίον του ή παρείχε βοήθεια ή άσυλο στους εχθρούς του. Το Κογκρέσο ωστόσο μπορεί, με ψήφο δύο τρίτων κάθε Σώματος, να ακυρώσει αυτή την απαγόρευση» ορίζει το άρθρο 3 της 14ης Τροπολογίας.
Για την πολιτειακή Δικαιοσύνη του Κολοράντο η 6η Ιανουαρίου ήταν εξέγερση, ο Τραμπ ήταν ο υποκινητής της και απαγορεύεται διά του Συντάγματος να διεκδικήσει ξανά την προεδρία, εξ ου και τον απέκλεισε από τα ψηφοδέλτια στη ρεπουμπλικανική κούρσα, δίνοντας αναστολή στην εφαρμογή της απόφασης έως ότου αποφανθεί το Ανώτατο Δικαστήριο. Οι προκριματικές των Ρεπουμπλικανών στο Κολοράντο λαμβάνουν χώρα την 5η Μαρτίου, στο πλαίσιο της Σούπερ Τρίτης, και η ταχύτητα με την οποία ξεκίνησε τις ακροάσεις το Ανώτατο Δικαστήριο σηματοδοτεί ότι θα έχει εκδώσει πιθανότατα την απόφασή του έως τότε για να μην διαταραχθεί περαιτέρω η προεκλογική εκστρατεία.
Οι συνήγοροι του Τραμπ, οι οποίοι και ανέπτυξαν χθες την επιχειρηματολογία τους ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου, υποστηρίζουν ότι η περίπτωση του Ντόναλντ Τραμπ δεν υπόκειται στη διατύπωση περί αποκλεισμού, επειδή ένας πρόεδρος δεν είναι «αξιωματούχος των Ηνωμένων Πολιτειών», η διάταξη δεν μπορεί να εφαρμοστεί από τα δικαστήρια δίχως να έχει προηγηθεί παραπομπή και νομοθεσία στο Κογκρέσο, και δεν συμμετείχε σε εξέγερση.
Η 6η Ιανουαρίου παρακάμπτεται
Ο Τραμπ αντιμετωπίζει συνολικά 91 κατηγορίες σε τέσσερις υποθέσεις, δύο εκ των οποίων σχετίζονται με την απόπειρα ανατροπής της εκλογικής έκβασης του 2020. Όμως η εξέγερση δεν περιλαμβάνεται στις κατηγορίες, ενώ απαλλάχθηκε από τη Γερουσία κατόπιν της ψήφου της Βουλής των Αντιπροσώπων υπέρ της παραπομπής του με κατηγορίες που περιλάμβαναν την υποκίνηση εξέγερσης. Ο Τραμπ και οι υποστηρικτές του επιμένουν ότι η απουσία των κατηγοριών για εξέγερση από το κατά τα άλλα βαρύ κατηγορητήριο με το οποίο βρίσκεται αντιμέτωπος τόσο στη Τζόρτζια, όσο και σε ομοσπονδιακό επίπεδο, καταδεικνύει ότι τέτοιο ζήτημα δεν υφίσταται και όλα σχετίζονται με την προσπάθεια των αντιπάλων του να τον θέσουν εκτός μάχης. Το Ανώτατο Δικαστήριο θα μπορούσε να δώσει την απάντηση, αλλά ως φαίνεται δεν θα το πράξει.
Ειδικοί του εκλογικού δικαίου έχουν καλέσει τους δικαστές να απαντήσουν επί της ουσίας στο βασικό ερώτημα αν ο Τραμπ αποκλείεται ή δεν αποκλείεται βάσει του άρθρου 3 της 14ης τροπολογίας, διευθετώντας κατ’ αυτό τον τρόπο το ζήτημα σε εθνικό επίπεδο προκειμένου η ετυμηγορία να κλείσει το ζήτημα και για άλλες πολιτείες, όπου επίσης αμφισβητείται η υποψηφιότητά του επί αυτής της βάσης. Πολλοί προειδοποιούν για πολιτική αστάθεια που δεν έχει παρατηρηθεί από την εποχή του Εμφυλίου Πολέμου, εάν το Δικαστήριο ανατρέψει την απόφαση του Κολοράντο, αλλά αφήσει ανοιχτό το ενδεχόμενο το Κογκρέσο να προσπαθήσει να αποκλείσει τον Τραμπ αργότερα στη διαδικασία, ακόμη και μετά τις προεδρικές εκλογές εφόσον έχει κερδίσει τον Τζο Μπάιντεν.
Οι δικαστές -τρεις εκ των οποίων διορίστηκαν από τον Τραμπ, εδραιώνοντας μια συντηρητική πλειοψηφία- θα μπορούσαν να αποφανθούν υπέρ του χωρίς να απαντήσουν αν η εισβολή της 6ης Ιανουαρίου ήταν εξέγερση ή αν ο Τραμπ είναι υπόλογος γι’ αυτήν. Το δικαστήριο θα μπορούσε να αποφύγει αυτά τα ερωτήματα κρίνοντας ότι ο Τραμπ δεν έδωσε ποτέ όρκο που εμπίπτει στη συγκεκριμένη ρήτρα του Συντάγματος που αποκλείει εμπλεκόμενους σε εξέγερση από δημόσιο αξίωμα -καταλήγοντας ότι η προεδρία δεν καλύπτεται από αυτή τη διάταξη- ή αποφασίζοντας ότι το Κογκρέσο, και όχι η δικαστική εξουσία, αποφασίζει ποιος αποκλείεται από δημόσιο αξίωμα.
Στην τελευταία εκδοχή, οι δικαστές θα έχουν την επίγνωση ότι το ζήτημα θα μπορούσε να «επιστρέψει» σε αυτούς, ίσως μετά τις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου και εν μέσω μιας ανοιχτής συνταγματικής κρίσης.
Η υπόθεση έχει εγείρει εξαιρετικά δύσκολα ερωτήματα -που δεν αγγίζουν μόνο τον Τραμπ- σχετικά με το ποιος καθορίζει τι θεωρείται εξέγερση και πότε κάποιος υπόκειται στο άρθρο 3. Μια διασταλτική ερμηνεία του άρθρου 3 από το Ανώτατο Δικαστήριο θα μπορούσε να οδηγήσει σε πληθώρα προσφυγών κατά υποψηφίων για την προεδρία και άλλα αξιώματα. Πρόσφατα, τέσσερις ψηφοφόροι στο Ιλινόι ζήτησαν από την πολιτειακή εκλογική επιτροπή να διαγράψει τον Τζο Μπάιντεν από το ψηφοδέλτιο για τη μεταναστευτική πολιτική, ισχυριζόμενοι ότι παραβίασε το Αρθρο 3 παρέχοντας βοήθεια στους εχθρούς της χώρας.
Η μία άποψη αντικατοπτρίζεται στη δήλωση του Σαμουέλ Ισακάροφ, καθηγητή στο New York University, ο οποίος λέει στην Washington Post ότι ο ίδιος αντιτίθεται στον Τραμπ και πιστεύει ότι συνιστά κίνδυνο για τη δημοκρατία, όμως θεωρεί ότι σαφής ορισμός για την εξέγερση δεν υπάρχει και τον προβληματίζει βαθιά το ενδεχόμενο τα δικαστήρια ή εκλεγμένοι αξιωματούχοι να μπορούν να αποκλείουν υποψηφίους. «Εκτιμώ ότι αυτός είναι ένας άλλος κίνδυνος για τη δημοκρατία, ο αποκλεισμός των υποψηφίων που ο λαός θέλει να ψηφίσει», αναφέρει.
Στον αντίποδα βρίσκονται όσα επισημαίνει η Τζιλ Λαπόρ, καθηγήτρια Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ. Τονίζει ότι οι γερουσιαστές θα έπρεπε να είχαν εμποδίσει τον Τραμπ να θέσει εκ νέου υποψηφιότητα, όταν εξέταζαν το ενδεχόμενο παραπομπής του. Τώρα, αυτό εναπόκειται στα δικαστήρια. «Οι Ρεπουμπλικανοί στο Κογκρέσο έχουν ουσιαστικά αποποιηθεί του συνταγματικού τους καθήκοντος. Εύχομαι να μην το είχαν κάνει; Ναι. Αλλά αυτό δεν αλλάζει την απλή γλώσσα της 14ης Τροπολογίας, η οποία αποκλείει τον Τραμπ. Μπορεί να μην σας αρέσει. Μπορεί να μη μου αρέσει. Ποιος ξέρει, μπορεί να μην αρέσει στην πλειονότητα της χώρας. Αλλά το ότι δεν αρέσει στην πλειονότητα της χώρας ή ακόμη και το ότι δεν έχει ακούσει γι' αυτό, δεν αποτελεί αντεπιχείρημα».
Η υπόθεση συνιστά την πιο άμεση εμπλοκή του Ανώτατου Δικαστηρίου σε προεδρικές εκλογές μετά την υπόθεση Μπους κατά Γκορ, όταν η απόφασή του σταμάτησε την ανακαταμέτρηση των ψήφων στη Φλόριντα και ουσιαστικά «έδωσε» τον προεδρία στον Ρεπουμπλικανό Τζορτζ Ο.Μπους.
Και προτού να έχει καν εκδοθεί η ετυμηγορία για την υποψηφιότητα Τραμπ, ενώπιον του Ανώτατου Δικαστήριο είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα έχει έλθει και η έτερη προσφυγή του με την οποία θα ζητά έκτακτη διαταγή για να «παγώσει» η δίκη του στην Ουάσινγκτον αναφορικά με το ομοσπονδιακό κατηγορητήριο για υπονόμευση των εκλογών, ώστε να μπορέσει να ασκήσει έφεση κατά της τελευταίας δικαστικής απόφασης που απορρίπτει και εξ ολοκλήρου αποδομεί το επιχείρημα ότι χαίρει ασυλίας από ποινική δίωξη διότι οι εις βάρος του κατηγορίες για συνωμοσία προς ανατροπή των εκλογών του 2020 συνδέονται με ενέργειές του όταν ήταν εν ενεργεία πρόεδρος.
Ποτέ το ζήτημα της προεδρικής ασυλίας δεν είχε έλθει ενώπιον δικαστηρίου διότι κανένας πρώην πρόεδρος δεν είχε ποτέ διωχθεί ποινικά πριν τον Ντόναλντ Τραμπ. Κατά τους δικηγόρους Τραμπ πρώην πρόεδρος μπορεί να διωχθεί ποινικά μόνο εφόσον πρώτα παραπεμφθεί και καταδικαστεί από το Κογκρέσο ακόμη και αν έχει διατάξει τη δολοφονία πολιτικού αντιπάλου, όπως ακριβώς δήλωσαν οι συνήγοροι απαντώντας σε ερώτηση των δικαστών κατά την πρόσφατη ακροαματική διαδικασία στο Εφετείο της Ουάσινγκτον.
Σε αυτή την υπόθεση είναι μάλλον προφανές ότι δεν αναμένται γνωμοδότηση του Ανώτατου Δικαστηρίου υπέρ του Τραμπ. Αλλά δεν είναι και ακριβώς αυτό το ζητούμενο του πρώην προέδρου. Το ζητούμενο είναι μέσω προσφυγών και κάθε νομικής διαδικασίας είναι να καθυστερήσει πάση θυσία τις δίκες που εκκρεμούν εις βάρος του. Να ξεκινήσουν όσο πιο κοντά στις εκλογές του Νοεμβρίου ώστε να αποδώσει καλύτερα η τακτική της θυματοποίησης, και ιδανικά να τις «προλάβουν» οι κάλπες και η επανεκλογή του είτε για να διορίσει έναν υπουργό Δικαιοσύνης που θα «κλείσει» τις υποθέσεις, είτε ακόμη και για να δώσει χάρη στον εαυτό του.