Η δημοκρατικά διοικούμενη νήσος της Ταϊβάν, εκεί όπου διασταυρώνονται τα στρατηγικά συμφέροντα Ηνωμένων Πολιτειών και Κίνας και ο κίνδυνος σύγκρουσης ελλοχεύει, ψηφίζει σήμερα στην πλέον κρίσιμη και αμφίρροπη αναμέτρηση αφότου στήθηκαν οι πρώτες κάλπες το 1996. Ο αντίκτυπος ξεπερνά κατά πολύ τα σύνορά της· πρόκειται για μία εκ των πιο σημαντικών αναμετρήσεων στο υπερ-εκλογικό έτος του 2024 τόσο για το γεωπολιτικό περιβάλλον, όσο και για την παγκόσμια οικονομία.
Η έκβαση των προεδρικών και κοινοβουλευτικών εκλογών θα δείξει «εάν η επαρχία που θα επανενωθεί αναπόφευκτα», κατά την πάγια γραμμή και ρητορική του καθεστώτος Σι Τζινπίνγκ, «θέλει ειρήνη ή πόλεμο», προειδοποιεί το Πεκίνο. Ως επιλογή ανάμεσα στην δημοκρατία και τον αυταρχισμό ορίζει από την πλευρά του το διακύβευμα της κάλπης το Δημοκρατικό Προοδευτικό Κόμμα (DPP), «κόκκινο πανί» για την Κίνα, διεκδικώντας την παραμονή του στην εξουσία.
Για τους κατοίκους της Ταϊβάν, ωστόσο, το παραδοσιακό ζήτημα της ταυτότητας και η Κίνα δεν είναι ούτε ο μόνος, ούτε ο κυρίαρχος παράγοντας, αυτών των εκλογών, και δη όσον αφορά τους νέους.
Στην προεκλογική εκστρατεία κυριάρχησε η κινεζική απειλή προσάρτησης της Ταϊβάν, όμως όλες οι έρευνες και όλα τα ρεπορτάζ διεθνών μέσων κατέδειξαν ότι είναι τα οικονομικά ζητήματα που απασχολούν κυρίως τους ψηφοφόρους. Κόστος ζωής, στασιμότητα στους μισθούς, έλλειψη οικονομικά προσιτής στέγασης, ενεργειακή ανασφάλεια και πληθωρισμός. Το 2022, οι πραγματικοί μισθοί παρουσίασαν την πιο απότομη ετήσια μείωση κατά την τελευταία δεκαετία, ενώ η στέγαση σε ορισμένες πόλεις της Ταϊβάν συγκαταλέγεται μεταξύ των πιο ακριβών στον κόσμο σε σχέση με το διαθέσιμο εισόδημα.
Ο πληθωρισμός στη «χώρα που δεν είναι χώρα» των 23,5 εκατομμυρίων κατοίκων ήταν χαμηλότερος συγκριτικά με πολλές άλλες χώρες το 2023 (2,48%), αλλά μια σειρά ακραίων αυξήσεων των τιμών σε μεμονωμένα προϊόντα, όπως τα αυγά, επιδείνωσε την αντίληψη για το κόστος ζωής. Η φροντίδα για τα παιδιά και τους ηλικιωμένους, η διαφθορά, η δικαστική μεταρρύθμιση, η εκπαίδευση και τα δικαιώματα των μειονοτήτων αποτελούν επίσης άμεσες ανησυχίες του εκλογικού σώματος.
To 63% των κατοίκων αυτοπροσδιορίζονται σήμερα μόνο ως Ταϊβανέζοι, κυρίως οι νεότερες γενιές που έχουν μάθει και συμφιλιωθεί να ζουν υπό την απειλή της Κίνας και σε μεγάλο βαθμό πιστεύουν ότι το καθεστώς της νήσου δεν πρόκειται να αλλάξει. Δεν θεωρούν ρεαλιστική ούτε την προοπτική ανεξαρτησίας, ούτε την προοπτική επανένωσης. Μια επίσημη ανακήρυξη της ανεξαρτησίας θα προκαλούσε σχεδόν σίγουρα πόλεμο, και δεν υπάρχει μεγάλη υποστήριξη για οποιαδήποτε συνολική μεταβίβαση της εξουσίας στο Πεκίνο.
Πολλοί θεωρούν ότι η μόνη εφικτή επιλογή είναι η διατήρηση του σημερινού status quo -η Ταϊβάν παραμένει αυτοδιοικούμενη, με το τελικό καθεστώς της να μην έχει καθοριστεί. Συνεπώς «βλέπουν» το Δημοκρατικό Προοδευτικό Κόμμα και το αντίπαλο Κουομιτάνγκ, που τάσσεται υπέρ ορισμένου βαθμού προσέγγισης με την Κίνα, να ανταγωνίζονται μόνο σε ένα ιδεολογικό επίπεδο, χωρίς αντίκτυπο στην καθημερινότητα των κατοίκων. Ως εναλλακτική λύση απέναντι στους δύο παραδοσιακούς σχηματισμούς ήλθε να προβάλλει το νεοϊδρυθέν Λαϊκό Κόμμα (TPP) υπό τον χειρουργό και πρώην δήμαρχο της Ταϊπέι Κο Γουέν-τζε. Είναι ο «αντισυστημικός», τρίτος υποψήφιος για την προεδρία και διατηρεί και την τρίτη θέση στις δημοσκοπήσεις.
Η μεγάλη μάχη, που ίσως και να κριθεί στο νήμα, κρίνεται ανάμεσα στον 64χρονο νυν αντιπρόεδρο Λάι Τσενγκ-τε, διάδοχο της απερχόμενης προέδρου Τσάι Ινγκ-γουεν του Δημοκρατικού Προοδευτικού Κόμματος (DPP) και τον Χιου Γιου-Γι του Κουομιτάνγκ. Ο τελευταίος, πρώην διοικητής της αστυνομίας, ακολουθεί με λίγες μονάδες διαφορά στις δημοσκοπήσεις τον Λάι Τσενγκ-τε. Κουομιτάνγκ και Λαϊκό Κόμμα της Ταϊβάν επιχείρησαν να κατέβουν στην κάλπη με κοινό προεδρικό υποψήφιο, χωρίς ωστόσο να συμφωνήσουν στο όνομα. Όπως και το Πεκίνο, το Κουομιτάνγκ υποστηρίζει ότι η ψήφος για το DPP είναι ψήφος για σύγκρουση, και ίσως ακόμη και πόλεμο, με την Κίνα.
Το χειρότερο δυνατό σενάριο σαφώς για την Κίνα είναι μία νίκη του Δημοκρατικού Προοδευτικού Κόμματος. Το Πεκίνο λέει ότι ο Λάι Τσενγκ-τε είναι «εγκληματίας αυτονομιστής» και «σοβαρός κίνδυνος», και καλεί τους κατοίκους της Ταϊβάν να κάνουν τη «σωστή επιλογή». Ο πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ διαμηνύει σε κάθε περίσταση και προς όλους τους αποδέκτες -και πρωτίστως την κυβέρνηση Μπάιντεν- πως «η επανένωση είναι αναπόφευκτη». Εν όψει της κάλπης, η πολιτική, στρατιωτική και οικονομική πίεση του Πεκίνου προς την Ταϊπέι κλιμακώθηκε, όπως και η εκστρατεία προπαγάνδας και παραπληροφόρησης, καθώς και οι τακτικές εκφοβισμού των ψηφοφόρων μίας νήσου που εδώ και οκτώ δεκαετίες το καθεστώς της δεν έχει διευκρινιστεί, αλλά η οικονομία της και η πρωτοκαθεδρία της διεθνώς στην κατασκευή ημιαγωγών, και το σημείο που καταλαμβάνει στον χάρτη, της προσδίδουν τεράστια γεωπολιτική σημασία.
Για τον Λάι Τσενγκ-τε η επιλογή είναι μεταξύ του δημοκρατικού πολιτεύματος και του αυταρχισμού. Ο ίδιος κινείται στη γραμμή της προκατόχου του Τσάι Ινγκ-γουεν για την περαιτέρω ενίσχυση της στρατιωτικής συνεργασίας με τις Ηνωμένες Πολιτείες απέναντι στην κινεζική απειλή, δίχως όπως και εκείνη να αναφέρεται ρητώς σε «ανεξαρτησία», υποδεικνύοντας πως η Ταϊβάν είναι ήδη ντε φάκτο ανεξάρτητη ασχέτως αν το αναγνωρίζει ή δεν τον αναγνωρίζει το Πεκίνο. Το 1999, ο ίδιος εισήλθε στο Κοινοβούλιο ως «πολιτικός εργάτης για την ανεξαρτησία της Ταϊβάν». Έγινε πιο προσεκτικός μετά την ανάληψη κυβερνητικών ευθυνών, και προ ημερών ενώπιον του διεθνούς Τύπου, επισήμανε: «Δεν υπάρχει βούληση να κηρύξουμε ανεξαρτησία, το νησί μας είναι ήδη ντε φάκτο κυρίαρχο και το status quo στο Στενό εξυπηρετεί το συμφέρον της παγκόσμιας σταθερότητας. Η ειρήνη είναι ανεκτίμητη και ο πόλεμος δεν θα είχε νικητές», επειδή θα κατέστρεφε την παγκοσμιοποιημένη οικονομία.
Ο Λάι προσφέρει διάλογο στο Πεκίνο «στη βάση της ισότητας και της αξιοπρέπειας», αλλά λέει ότι δεν θα αφήσει την Ταϊβάν να καταλήξει όπως το Χονγκ Κονγκ, στο οποίο υποσχέθηκαν πενήντα χρόνια ημι-δημοκρατικής αυτονομίας το 1997 και αντ' αυτού βρίσκεται ασφυκτικά περιορισμένο από τον κινεζικό νόμο περί εθνικής ασφάλειας.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες από πλευράς τους έχουν ανακοινώσει ότι θα αποστείλουν «ανεπίσημη αντιπροσωπεία» στην Ταϊβάν μετά την ψηφοφορία, τονίζοντας ότι η Ουάσινγκτον αντιτίθεται σε οποιαδήποτε απόπειρα εξωτερικής «παρέμβασης» στην εκλογική διαδικασία στην Ταϊβάν, μια διαδικασία στην οποία οι ΗΠΑ έχουν «πλήρη εμπιστοσύνη». Αυτό που εισέπραξαν ως απάντηση ήταν η προειδοποίηση του Πεκίνου να μην ανακατεύονται οι ίδιες στη διαδικασία. Η Κίνα ξεκαθαρίζει στην Ουάσινγκτον ότι «ποτέ δεν θα συμβιβαστεί» στο ζήτημα της Ταϊβάν και καλεί την κυβέρνηση Μπάιντεν να σταματήσει να εξοπλίζει τη νήσο και να λάβει «σοβαρά» υπόψη τις δικές της ανησυχίες. Αυτό το μήνυμα διαβίβασε ο Κινέζος υπουργός Άμυνας στην προ ημερών πρώτη συνομιλία με τις ΗΠΑ αφότου αποκαταστάθηκαν οι δίαυλοι επικοινωνίας μεταξύ των στρατιωτικών επιτελείων των δύο χωρών που παρέμεναν κλειστοί από το 2021.
Η γενική εικόνα κάθε άλλο παρά παραπέμπει σε προοπτική αποκλιμάκωσης στις σχέσεις Πεκίνου-Ταϊπέι. Κατά τους αναλυτές η Ταϊβάν θα παραμείνει η σοβαρότερη εστία που μπορεί να οδηγήσει σε ανάφλεξη τις σινο-αμερικανικές σχέσεις, όμως εκτιμάται ότι ενδεχόμενη εκλογή του Λάι Τσενγκ-τε δεν θα συνοδευτεί με κινήσεις που θα δυναμιτίσουν το κλίμα και θα μεταβάλλουν τις ισορροπίες σε τέτοιο βαθμό που θα καταστεί πιθανή μία ένοπλη σύγκρουση που θα μπορούσε να συμπαρασύρει και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ένα τέτοιο σενάριο είναι το τελευταίο που η Ουάσινγκτον επιθυμεί, ούσα ήδη απέναντι σε δύο ανοιχτά μέτωπα σε Ουκρανία και Μέση Ανατολή, αλλά ούτε και η Κίνα δεδομένης της κατάστασης της οικονομίας της, και όχι μόνο.
Η ένταση, που αναμένεται να παραμείνει υψηλή, μπορεί να κινητοποιήσει χώρες όπως η Ιαπωνία και Νότια Κορέα να εμβαθύνουν ακόμη περισσότερο τις σχέσεις τους με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Με μία μεθοδική εδραίωση περιφερειακών συμμαχιών, με αιχμή Ινδία, Ιαπωνία και Νότια Κορέα, κινήθηκε η κυβέρνηση Μπάιντεν εντός του 2023 για να υψώσει «ανάχωμα» στο καθεστώς Σι. Η αντιμετώπιση μίας ολοένα και πιο επεκτατικής και παρεμβατικής Κίνας αποτελεί διακηρυγμένη προτεραιότητα για τις ΗΠΑ, και έτσι θα παραμείνει είτε σε περίπτωση νίκης των Δημοκρατικών, είτε των Ρεπουμπλικανών, στις προεδρικές εκλογές της 5ης Νοεμβρίου.
«Μία Κίνα» και στρατηγική ασάφεια
Για την Κίνα η δημοκρατικά αυτοδιοικούμενη νήσος της Ταϊβάν είναι «ιερή» επαρχία της, προορισμένη προς επανένωση ακόμη και με στρατιωτικά μέσα. Σταθερά το Πεκίνο απειλεί με προσφυγή στη βία εάν η Ταϊβάν ανακηρύξει επισήμως την ανεξαρτησία της, ενώ έχει απειλήσει και τις ίδιες τις Ηνωμένες Πολιτείες με πόλεμο εάν ενθαρρύνουν την ανεξαρτησία.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες αναγνώρισαν επίσημα την Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας το 1979, διακόπτοντας αντίθετα τους διπλωματικούς δεσμούς και καταργώντας τη διμερή αμυντική συνθήκη με τη Δημοκρατία της Κίνας, όπως είναι το επίσημο όνομα της Ταϊβάν. Ωστόσο, η Ουάσινγκτον διατηρεί ισχυρή ανεπίσημη σχέση με την αυτοδιοικούμενη νήσο και εξοπλίζει το στρατό της προκαλώντας συστηματικά την οργή του Πεκίνου.
Η προσέγγιση των ΗΠΑ διέπεται από την πολιτική της «μίας Κίνας» και αποτυπώνεται σε σειρά εγγράφων, ανάμεσά τους τρία κοινά ανακοινωθέντα ΗΠΑ-Κίνας που εκδόθηκαν το 1972, το 1978 και το 1982, ο νόμος για τις σχέσεις με την Ταϊβάν που ψηφίστηκε από το αμερικανικό Κογκρέσο το 1979, και οι πρόσφατα αποχαρακτηρισμένες «Έξι διαβεβαιώσεις», τις οποίες ο πρόεδρος Ρόναλντ Ρέιγκαν μετέφερε στην Ταϊβάν το 1982.
Τα έγγραφα ορίζουν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες «αναγνωρίζουν την κινεζική θέση ότι υπάρχει μόνο μία Κίνα και ότι η Ταϊβάν είναι μέρος της Κίνας» και ότι η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας είναι η «μόνη νόμιμη κυβέρνηση της Κίνας. Ορισμένοι Αμερικανοί αξιωματούχοι έχουν τονίσει ότι η χρήση της λέξης «αναγνωρίζουν» υπονοεί ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν αποδέχονται απαραίτητα την κινεζική θέση. Παράλληλα, απορρίπτουν χρήση βίας οποιασδήποτε μορφής για τη διευθέτηση της διαφοράς.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεσμεύοναι για την πώληση όπλων στην Ταϊβάν για σκοπούς αυτοάμυνας και διατηρούν τη δυνατότητα να προσέλθουν προς υπεράσπισή της εφόσον δεχθεί επίθεση, χωρίς να δεσμεύονται στην πραγματικότητα και ότι θα τον πράξουν. Πρόκειται για τη γνωστή στρατηγική ασάφεια όσον αφορά την Ταϊβάν, μέσω της οποίας διαδοχικές αμερικανικές κυβερνήσεις έχουν επιχειρήσει επί δεκαετίες να διατηρήσουν μια λεπτή ισορροπία μεταξύ της υποστήριξης της Ταϊβάν και της αποτροπής ενός πολέμου με την Κίνα.
Ο Αμερικανός πρόεδρος, Τζο Μπάιντεν, έχει φαινομενικά απορρίψει την πολιτική αυτή, ανάβοντας «φωτιές» με την Κίνα εξαιτίας δημόσιων δηλώσεών του ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα υπερασπιστούν στρατιωτικά την Ταϊβάν σε περίπτωση εισβολής. Λευκός Οίκος, Στέιτ Ντιπάρτμεντ και Πεντάγωνο έσπευδαν κάθε φορά ακολούθως να μετριάσουν τη βαρύτητα των δηλώσεων Μπάιντεν και να αποσαφηνίσουν πως δεν αντικατοπτρίζουν αλλαγή πολιτικής έναντι του Πεκίνου.
Ωστόσο, σε ώρα κρίσης είναι ο πρόεδρος και μόνο που θα αποφασίσει πώς θα αντιδράσει, και σε περίπτωση επανεκλογής του Τζο Μπάιντεν στις κάλπες του 5ης Νοεμβρίου 2024, η απόφαση θα ανήκει στον ίδιο. Αρκετά μέλη του αμερικανικού Κογκρέσου και ορισμένοι εμπειρογνώμονες έχουν χαιρετίσει τη στάση Μπάιντεν υποστηρίζοντας ότι η αυξημένη επιθετικότητα της Κίνας απαιτεί σαφήνεια. Άλλοι πολιτικοί και αναλυτές έχουν διαφωνήσει κάθετα.
Όπως διάσταση έχει υπάρξει κατά καιρούς και στις εκτιμήσεις Αμερικανών στρατηγών και αξιωματούχων για το εάν και πότε θα μπορούσε να εκδηλωθεί μία κινεζική επίθεση κατά της Ταϊβάν, σε σημείο που η όλη φημολογία έχει προκαλέσει την αντίδραση της ηγεσίας του Πενταγώνου, το οποίο διαμηνύει πως στρατηγοί και αξιωματούχοι δεν μπορούν να μιλούν για χρονοδιαγράμματα εισβολής.
Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022 αναζωπύρωσε τη συζήτηση για την Ταϊβάν, με ορισμένους αναλυτές να υποστηρίζουν ότι οι κινήσεις της Μόσχας θα μπορούσαν να ενθαρρύνουν το Πεκίνο να εισβάλει παρομοίως στην Ταϊβάν και άλλους να θεωρούν αντίθετα ότι το Πεκίνο θα μπορούσε να αποθαρρυνθεί, έχοντας δει τις προκλήσεις με τις οποίες ήλθε αντιμέτωπη η Ρωσία. Ανεξαρτήτως, το καθεστώς Σι έχει καταστήσει την προετοιμασία στρατιωτικής επέμβασης στην Ταϊβάν μία από τις κορυφαίες προτεραιότητες και η Ταϊβάν υπήρξε σημαντικός καταλύτης για τον στρατιωτικό εκσυγχρονισμό της Κίνας.
Η Ταϊβάν δεν έχει τη δυνατότητα να αμυνθεί έναντι μιας κινεζικής επίθεσης χωρίς εξωτερική υποστήριξη. Το «κλειδί» στην αμερικανική πολιτική ήταν να πωλούνται ακριβώς αρκετά όπλα ώστε η Ταϊβάν να μπορεί να αμυνθεί απέναντι σε πιθανή κινεζική επίθεση, αλλά όχι τόσα πολλά που θα αποσταθεροποιούσαν τις σχέσεις μεταξύ Ουάσινγκτον και Πεκίνου. Επί δεκαετίες οι ΗΠΑ βασίστηκαν σε αυτή την πολιτική για να μπορούν να συνδιαλλέγονται με την Κίνα, παραμένοντας παράλληλα ο πιο πιστός σύμμαχος της Ταϊβάν.
Όμως την τελευταία δεκαετία η στρατιωτική ισορροπία στα Στενά της Ταϊβάν έχει γείρει δραματικά υπέρ της Κίνας. Η Ουάσινγκτον επιμένει ότι η πολιτική της δεν έχει αλλάξει, αλλά, με κρίσιμους τρόπους, έχει αλλάξει, καθώς «αθόρυβα» εξοπλίζει περισσότερο την Ταϊβάν, έχοντας πρόσφατα διαθέσει και κρατικά κονδύλια για τη στρατιωτική χρηματοδότηση χώρας που δεν αναγνωρίζει επίσημα και δεν ανήκει στα Ηνωμένα Έθνη.
Η κινεζική επιθετικότητα σε Ινδο-Ειρηνικό και Νότια Σινική Θάλασσα, καθώς και ο οικονομικός και τεχνολογικός «πόλεμος» με αιχμή τους ημιαγωγούς -όπου η Ταϊβάν κατέχει την παγκόσμια πρωτιά- και η κούρσα υπεροχής στον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης, είναι μέτωπα που παραμένουν ορθάνοιχτα εντός του 2024, παρά τον συμφιλιωτικό μήνυμα που εξέπεμψαν οι Τζο Μπάιντεν και Σι Τζινπίνγκ στη συνάντησή τους στο Σαν Φρανσίσκο λίγο πριν την εκπνοή ενός έτους κατά το οποίο οι διμερείς σχέσεις άγγιξαν ιστορικό χαμηλό.