Ανεξαρτήτως εάν φθάσει να κυβερνήσει -και η απάντηση θα αργήσει πολύ-, η Άκρα Δεξιά του Γκέερτ Βίλντερς με τα περί «Μαροκινών καθάρματα», το τέλος στο άσυλο και το «Nexit» είναι ο αδιαμφισβήτητος νικητής των βουλευτικών εκλογών στην Ολλανδία. Πρώτη δύναμη για πρώτη φορά στα πολιτικά χρονικά το αντιισλαμικό Κόμμα της Ελευθερίας (PVV) και μία νίκη που αντανακλά ένα εκρηκτικό μείγμα κατακερματισμού και ριζοσπαστικοποίησης στον ευρύτερο πολιτικό χώρο της δεξιάς.
Οι τάσεις υπήρχαν επί χρόνια και αποτελούσαν τον βασικότερο πολιτικό κίνδυνο και παράγοντα που περιέπλεκε την ολλανδική πολιτική σκηνή, και η κορύφωση ήλθε στην πρόωρη κάλπη της 22ας Νοεμβρίου με την Ακροδεξιά να κατακτά 37 από τις 150 έδρες του Κοινοβουλίου, υπερδιπλασιάζοντας τη δύναμή της σε σχέση με τις εκλογές του 2021 για να ορίσει την επομένη ημέρα έπειτα από 13 χρόνια και τέσσερις κυβερνητικούς συνασπισμούς υπό τον κεντροδεξιό πρωθυπουργό Μαρκ Ρούτε.
Η εποχή των αναλύσεων περί ανερχόμενων δυνάμεων της ακροδεξιάς που θεωρούνταν ο «πραγματικός νικητής» σε ευρωπαϊκές κάλπες, λόγω σημαντικής ενίσχυσης των ποσοστών τους, έχει παρέλθει. Η Άκρα Δεξιά είναι πλέον κυριολεκτικά ο πραγματικός νικητής ευρωπαϊκών εκλογών και περνάει τις πύλες της εξουσίας. Είναι κυβέρνηση στην Ιταλία, συγκυβέρνηση στη Φινλανδία, δίνει ψήφο ανοχής στη Σουηδία, έγινε παρολίγον κυβερνητικός εταίρος στην Ισπανία, πλησιάζει επικίνδυνα την προεδρία στη Γαλλία, έχει ισχυροποιηθεί σε εξίσου επικίνδυνο βαθμό στη Γερμανία, ενώ «καλά κρατεί» επί χρόνια στην εξουσία της Ουγγαρίας. Και δεν λείπει η στροφή στον λαϊκισμό στη Σλοβακία.
«Εξευγενισμένες» ή μη εκδοχές της Ακροδεξιάς έχουν στηρίξει το αφήγημά τους κυρίως πάνω στο μεταναστευτικό, την κρίση ακρίβειας και την ανασφάλεια στις ευρωπαϊκές κοινωνίες· τρέφονται και ανατροφοδοτούν την οργή και την απογοήτευση, εκμεταλλεύονται κενά, αδυναμίες και αστοχίες του πολιτικού κατεστημένου για να αυτοπροβληθούν ως η μαγική λύση. Το μήνυμα είναι άλλοτε ξεκάθαρο, άλλοτε εσκεμμένα συγκεχυμένο για να καλύψει κάθε ακροατήριο. Ο ακροδεξιός λόγος ανά περίσταση δυναμώνει ή μετριάζεται -είναι η συνταγή που ακολούθησε και ο ίδιος ο Γκέερτ Βίλντερς τις τελευταίες ημέρες της προεκλογικής εκστρατείας.
«Κανονικοποίηση» είναι η λέξη-κλειδί. Έχοντας χτίσει μεθοδικά μια πιο «ανεκτή» πολιτική πλατφόρμα στη βάση της «Ευρώπης των πατριωτών», η Τζόρτζια Μελόνι που θέλει να αυτοπροσδιορίζεται ως κεντροδεξιά, έφθασε έως την πρωθυπουργία της Ιταλίας το Σεπτέμβριο του 2022, συγκυβερνώντας με την ακροδεξιά Λέγκα και την Forza Italia. Και μπορεί να έχει επιδείξει σε γενικές γραμμές «πραγματισμό», πάντως τα Αδέλφια της Ιταλίας διατηρούν στο έμβλημά τους το νεοφασιστικό σύμβολο της τρίχρωμης φλόγας.
Ως πολιτική «κανονικότητα» είχε ήδη εδραιώσει πρώτη η Μαρίν Λεπέν την Άκρα Δεξιά στη Γαλλία. Σε «κάποιου είδους κανονικοποίηση» απέδωσε και η ίδια την απρόσμενη επικράτηση του Γκέερτ Βίλντερς, την οποία και χαιρέτισε θερμότατα, λέγοντας πως καταδεικνύει ότι «όλο και περισσότερες χώρες στην καρδιά της ΕΕ αμφισβητούν τον τρόπο λειτουργίας της […] και θέλουν να ‘κυριαρχήσουμε’ στη μετανάστευση, η οποία θεωρείται από πολλούς ευρωπαϊκούς λαούς μαζική και εντελώς άναρχη σήμερα». Δύο φορές έχει έλθει η Μαρίν Λεπέν κοντά στην προεδρία, αλλά το δρόμο για το Μέγαρο των Ηλυσίων έφραξαν τα δημοκρατικά αντανακλαστικά των Γάλλων. Δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα συμβεί το ίδιο στις κάλπες του 2027.
Πολύ νωρίτερα, τον Ιούνιο του 2024, θα έχουν στηθεί οι κάλπες των εκλογών για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Τα μηνύματα είναι όλα εδώ, και αν την επομένη της αναμέτρησης οι τίτλοι στον διεθνή Τύπο μιλούν περί πολιτικού σεισμού από τα ποσοστά της Ακροδεξιάς, ουδείς θα μπορεί να υποστηρίξει ότι εξεπλάγη. Είναι ιστορική η ευθύνη που φέρουν δημοκρατικές ηγεσίες από τα αριστερά έως τα δεξιά του πολιτικού φάσματος πανευρωπαϊκά να παράξουν συνεκτικές πολιτικές που να απαντούν πράγματι στις ανησυχίες των ψηφοφόρων, να υψώσουν διαχωριστικά τείχη απέναντι στην Ακροδεξιά, και να ορίσουν εκείνες την ατζέντα.
Το πριν και το μετά
Αυτό δεν συνέβη στην Ολλανδία. Το αποτέλεσμα ήταν ο Γκέερτ Βίλντερς να ζήσει την «πιο ωραία ημέρα της πολιτικής ζωής του», όπως δήλωσε στα επινίκια, την ίδια στιγμή που κύματα ρίγους διαπερνούσαν τις Βρυξέλλες. Κοινή συνισταμένη των αναλύσεων της επόμενης ημέρας είναι ότι με την ανάδειξη του μεταναστευτικού ως απόλυτο ζήτημα της κάλπης από τις κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις επί της ουσίας νομιμοποιήθηκε.
«Οι ολλανδικές εκλογές εν συντομία: Το κύριο κόμμα VVD προκάλεσε την κατάρρευση της κυβέρνησης λόγω ασύλου και επικέντρωσε ολόκληρη την εκστρατεία του στη μετανάστευση. Αυτή η στρατηγική απέτυχε, καθώς στην πραγματικότητα νομιμοποίησε τον Βίλντερς, οδηγώντας τον σε θρίαμβο. Όπως είχε πει ο Ζαν-Μαρί Λεπέν, ο κόσμος ψηφίζει το πρωτότυπο, όχι το αντίγραφο», υπογραμμίζει ο Χέιν ντε Χάας, κοινωνιολόγος στο Πανεπιστήμιο του Άμστερνταμ.
Οι πρόωρες κάλπες προκηρύχθηκαν μετά την κατάρρευση του τέταρτου συνασπισμού υπό τον Μαρκ Ρούτε -δεύτερο μακροβιότερο ηγέτη στην Ευρωπαϊκή Ένωση μετά τον Βίκτορ Όρμπαν της Ουγγαρίας- εξαιτίας εσωτερικών διαφωνιών για την προωθούμενη αυστηροποίηση της νομοθεσίας για το άσυλο και τη μείωση του αριθμού των μεταναστών, περιλαμβανομένων ξένων εργαζομένων. Η παραίτηση Ρούτε, λόγω αδυναμίας να ξεπεράσει τις «αγεφύρωτες διαφορές», συνοδεύτηκε από την ανακοίνωση ότι εγκαταλείπει την πολιτική.
H Ντιλάν Γεσιλγκιόζ, διάδοχος του Μαρκ Ρούτε στα ηνία του συντηρητικού-φιλελεύθερου Λαϊκού Κόμματος για την Ελευθερία και τη Δημοκρατία (VVD), είχε αφήσει ανοιχτό το ενδεχόμενο μετεκλογικής συνεργασίας με τον Γκέερτ Βίλντερς επιδιώκοντας να ενισχύσει τις πιθανότητες νίκης της και ανάληψης της πρωθυπουργίας σε έναν νέο κυβερνητικό συνασπισμό. Η στρατηγική συνέβαλε στην κανονικοποίησή του και γύρισε μπούμπερανγκ και για την ίδια και για την Ολλανδία.
Ο βετεράνος της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς, στα εξήντα του χρόνια σήμερα, άδραξε την ευκαιρία, μετρίασε ορισμένες από τις πιο διχαστικές πτυχές της αντιισλαμικής ρητορικής του, αφήνοντας να εννοηθεί ότι θα μπορούσε να εγκαταλείψει τις επιδιώξεις για την απαγόρευση τεμενών, ισλαμικών σχολείων και του Κορανίου. Αντ' αυτού, επικεντρώθηκε στις ανησυχίες των ψηφοφόρων για την οικονομία, υποσχέθηκε να επιλύσει την οξεία στεγαστική κρίση και να αντιμετωπίσει τον πληθωρισμό, ενώ παρουσίασε τις δράσεις για το κλίμα ως μια νέα μορφή τυραννίας. Και τελικά κέρδισε.
Τα συνθήματα που ακούγονταν υπέρ της Χαμάς σε διαδηλώσεις σε ολλανδικές πόλεις αφότου ξέσπασε ο πόλεμος στη Μέση Ανατολή θεωρείται ότι διαδραμάτισαν επίσης ρόλο στην επικράτησή του. Δημοσκόπηση που δημοσιεύτηκε λίγες ημέρες πριν την κάλπη στην EenVandaag καταδείκνυε πως η πλειονότητα των πολιτών (ποσοστό 70%) από τα αριστερά έως τα δεξιά του πολιτικού φάσματος ανησυχεί ότι η σύγκρουση Ισραήλ-Χαμάς θα έχει αντίκτυπο στην ολλανδική κοινωνία και ποσοστό 57% ανησυχεί για τη δημόσια ασφάλεια.
Η νίκη Βίλντερς είναι σε κάθε περίπτωση απόρροια ενός εδώ και χρόνια κατακερματισμένου πολιτικού τοπίου, μίας αναμέτρησης ανάμεσα σε νέα πρόσωπα και νέα κόμματα και απογοήτευσης των ψηφοφόρων για τους διακομματικούς συνασπισμούς.
Το Λαϊκό Κόμμα για την Ελευθερία και τη Δημοκρατία (VVD) έχει νέα πρόεδρο την Ντιλάν Γεσιλγκιόζ (που παρότι είναι κόρη Κούρδων προσφύγων διατηρεί σκληρή γραμμή για το μεταναστευτικό), στην κούρσα μπήκε ο πρώην Χριστιανοδημοκράτης Πίτερ Ομτσιχτ με «όχημα» το Νέο Κοινωνικό Συμβόλαιο (NSC) που ίδρυσε μόλις τρεις μήνες πριν, καθώς και ο πρώην κοινοτικός επίτροπος Φρανς Τίμερμανς, ο οποίος παραιτήθηκε από την Κομισιόν για να αναλάβει τα ηνία της αριστερής Συμμαχία Πρασίνων-Εργατικών.
Τα παραδοσιακά κόμματα κεντροδεξιάς και αριστεράς έχουν υποστεί καθίζηση τις τελευταίες δεκαετίες, με το μερίδιο των ψήφων που λαμβάνουν να έχει συρρικνωθεί από πάνω από 80% τη δεκαετία του 1980 σε λίγο πάνω από 40% σήμερα. Το όριο εισόδου στο Κοινοβούλιο είναι τόσο χαμηλό (0,67%), που σχεδόν είναι ανύπαρκτο, και το εκλογικό σύστημα της απλής αναλογικής «βάζει» στη Βουλή δεκάδες κόμματα. Η διαδικασία συγκρότησης συνασπισμού θα είναι μακρά. Το 2021 έφθασε τους εννέα μήνες, και αυτή τη φορά ίσως καταγραφεί νέο ρεκόρ, ενώ πιθανό είναι και το ενδεχόμενο να οδηγηθεί η Ολλανδία ξανά σε εκλογές.
H κάλπη ανέδειξε πρώτη δύναμη το ακροδεξιό Κόμμα της Ελευθερίας (PVV) του Βίλντερς με 37 έδρες (20 έδρες παραπάνω από το 2021). Ακολουθεί η αριστερή συμμαχία Τίμερμανς με 25 έδρες, στην τρίτη θέση βρίσκεται το Λαϊκό Κόμμα για την Ελευθερία και τη Δημοκρατία (VVD) με 24 έδρες (μείον δέκα συγκριτικά με τις προηγούμενες εκλογές) και έπεται το Νέο Κοινωνικό Συμβόλαιο με 20 έδρες. Οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες του D66 απέσπασαν εννέα έδρες -χάνοντας 15 συγκριτικά με τις κάλπες του 2021. Και το λαϊκιστικό κόμμα Αγροτών-Πολιτών (BBB) συγκέντρωσε επτά έδρες, κερδίζοντας έξι σε σχέση με τις προηγούμενες εκλογές.
Netherlands, national parliament election:
— Europe Elects (@EuropeElects) November 23, 2023
98.5% counted
Seats
PVV→ID: 37% (+20)
GL/PvdA-G/EFA|S&D: 25 (+8)
VVD-RE: 24 (-10)
NSC→EPP: 20 (new)
D66-RE: 9 (-15)
BBB-*: 7 (+6)
…
+/- vs. 2021 election
➤ https://t.co/dz1X5eQdmV #verkiezingen2023 pic.twitter.com/Onltwijb83
Όσον αφορά τις μετεκλογικές διεργασίες, παρότι η Ντιλάν Γεσιλγκιόζ ήταν ανοιχτή στο να κυβερνήσει με τον Βίλντερς δεν ήταν ανοιχτή στο να κυβερνήσει υπό τον Βίλντερς. Τώρα, δηλώνει ότι η απόφαση εναπόκειται στο κόμμα. Ο «αντισυστημικός» δεξιός Πίτερ Ομτσιχτ προεκλογικά είχε απορρίψει κατηγορηματικά οποιαδήποτε συνεργασία μαζί του, τώρα όχι. Δηλώνει διατεθειμένος «να μετατρέψει την εμπιστοσύνη των πολιτών σε δράση».
Το εύρος της νίκης Βίλντερς και το τεράστιο προβάδισμα του κόμματός του έναντι του συντηρητικού VVD θα μπορούσε να αναγκάσει το τελευταίο να συμμετάσχει σε έναν συνασπισμό κατά του Βίλντερς μαζί με την αριστερή συμμαχία Πράσινων/Σοσιαλδημοκρατών του Φρανς Τίμερμανς και το νέο κίνημα του Όμτσιχτ. Το κύριο ζήτημα εδώ, ωστόσο, είναι ότι ο Φρανς Τίμερμανς -ο οποίος και έχει κατακεραυνώσει την Ντιλάν Γεσιλγκιόζ για το «παράθυρο» που άνοιξε προεκλογικά στην Ακροδεξιά- θα επεδίωκε σαφώς την πρωθυπουργία, γεγονός που θα μπορούσε να πυροδοτήσει μεγάλη αντίδραση μεταξύ των μελών και των ψηφοφόρων του VVD.