Είναι μάλλον ακριβές να πούμε ότι οι ελπίδες για την ουκρανική αντεπίθεση κατά των Ρώσων δεν έχουν εκπληρωθεί πλήρως, αλλά τίποτα δεν έχει τελειώσει ακόμη. Η εκτίμηση ανήκει στον στρατηγό Ντέιβιντ Πετρέους, πρώην επικεφαλής της Κεντρικής Διοίκησης των ΗΠΑ, με μεγάλη εμπειρία στα πεδία των μαχών στο Αφγανιστάν και το Ιράκ.
Παρά την πρόκληση σημαντικών απωλειών στις ρωσικές στρατιωτικές δυνάμεις, η αντεπίθεση της Ουκρανίας δεν έχει επιτύχει σημαντικά κέρδη, όσον αφορά στην ανάκτηση εδαφών, ούτε έχει καταφέρει να ανακόψει τον χερσαίο διάδρομο της Ρωσίας προς την Κριμαία.
Η περιορισμένη πρόοδος των ουκρανικών δυνάμεων στα πεδία των μαχών μέχρι σήμερα μετριάζει τις ελπίδες για μια σημαντική πρόοδό του στο εγγύς μέλλον, ειδικά τώρα που ο φθινοπωρινός καιρός καθιστά πιο δύσκολη τη μεγάλης κλίμακας μετακίνηση βαρέος στρατιωτικού εξοπλισμού, κάτι που αναμένεται να γίνει ακόμη πιο δύσκολο στον επερχόμενο βαρύ χειμώνα, την ώρα που η Ρωσία αυξάνει την πίεση σε άλλα σημεία του μετώπου.
Δεν υπάρχουν στρατιωτικά σχέδια που μένουν ανέπαφα όταν έλθεις σε εμπλοκή με τον εχθρό, σύμφωνα με τον στρατηγό Πετρέους. «Το ουκρανικό σχέδιο δεν το κατάφερε. Χρειάστηκε να προσαρμοστούν στις επιθέσεις των [σ.σ. ρωσικών] τεθωρακισμένων. Τα ναρκοπέδια είναι πολύ μακρύτερα και βαθύτερα από ό,τι είχαν αντιληφθεί όλοι. Όλα αυτά απαιτούν χρόνο», επισήμανε μιλώντας στον Φαρίντ Ζακάρια του CNN τη στιγμή που η ουκρανική αντεπίθεση εισέρχεται στον πέμπτο μήνα.
Παρόλο που η ένταση της αντεπίθεσης θα μειωθεί πιθανότατα τους επόμενους μήνες, η Ουκρανία είναι πιθανό να προσπαθήσει να διατηρήσει την πίεση για να εμποδίσει τις ρωσικές δυνάμεις να ανακτήσουν επιθετικές δυνατότητες και να καταστήσει την παρουσία τους στη νότια Ουκρανία και την Κριμαία όλο και πιο προβληματική, σύμφωνα με το Teneo, εκ των πλέον γνωστών εταιρειών εκτίμησης πολιτικού κινδύνου διεθνώς.
Από αυτή την άποψη, οι πύραυλοι μεγαλύτερου βεληνεκούς που προμηθεύεται η Ουκρανία από τους δυτικούς συμμάχους, καθώς και η αύξηση της εγχώριας παραγωγής μη επανδρωμένων αεροσκαφών είναι καθοριστικής σημασίας. «Θα πολεμήσουν όλον τον χειμώνα και αυτό το ανακοίνωσαν δημοσίως», υπογράμμισε σχετικά ο στρατηγός Πετρέους.
Η ναυτική βάση της Ρωσίας στη Σεβαστούπολη χρειάστηκε να εκκενωθεί κυρίως λόγω των ρωσικών απωλειών από τα «διαβολικά», όπως τα χαρακτηρίζει ο Ντέιβιντ Πετρέους, μη επανδρωμένα αεροσκάφη της Ουκρανίας. «Νομίζω ότι είναι ακριβές να πούμε ότι οι ελπίδες [σ.σ. των Ουκρανών] για την αντεπίθεση δεν έχουν υλοποιηθεί πλήρως, αλλά ακόμη δεν έχει τελειώσει και εξακολουθούν να προσπαθούν να ανακόψουν τις βασικές γραμμές της Ρωσίας κατά μήκος της νοτιοανατολικής και νότιας ακτής» δηλώνει.
Η φετινή αντεπίθεση της Ουκρανίας προς τις ακτές της Μαύρης Θάλασσας υστερείται σε πρόοδο των περυσινών επιθέσεων της στο Χάρκοβο και τη Χερσώνα.
Η συνέχιση των στρατιωτικών προμηθειών από τις ΗΠΑ αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για τη διάρκεια της αντεπίθεσης της Ουκρανίας και την ικανότητά της να διατηρήσει στρατιωτικές επιχειρήσεις κατά τους χειμερινούς μήνες. Εάν δεν αρθεί το πολιτικό αδιέξοδο στην Ουάσινγκτον και δεν μπορέσει να εγκριθεί ένα πακέτο βοήθειας για την Ουκρανία τις επόμενες εβδομάδες, το Κίεβο ενδέχεται να αναγκαστεί να υιοθετήσει μια πιο αμυντική στάση και να αρχίσει να εξοικονομεί πυρομαχικά και στρατιωτικό εξοπλισμό.
Από πολιτική άποψη, η αντεπίθεση δεν έχει φέρει την Ουκρανία μέχρι στιγμής σε καλύτερη θέση για πιθανές διαπραγματεύσεις, ούτε έχει πείσει τους συμμάχους του Κιέβου ότι οι ρωσικές δυνάμεις μπορούν να απωθηθούν από τα κατεχόμενα εδάφη υπό τα σημερινά δεδομένα στο πεδίο. Αντίθετα, έχει αποκαλύψει το τεράστιο μέγεθος των στρατιωτικών και ανθρώπινων πόρων που χρειάζεται η Ουκρανία για να απελευθερώσει τις κατεχόμενες περιοχές.
Με τη σύγκρουση Ισραήλ-Χαμάς να καθίσταται ως το πλέον πιεστικό ζήτημα για τους συμμάχους του Κιέβου, με τη στρατιωτική υποστήριξη των ΗΠΑ, πριν και μετά τις προεδρικές εκλογές του 2024, να είναι αβέβαιη και την Ευρώπη να παγιδεύεται στην πολυδιάσπαση και τις πολιτικές της αγκυλώσεις, δεν είναι σαφές το πού θα οδηγήσει η αντεπίθεση της Ουκρανίας.
Αντιθέτως, το Κρεμλίνο ενθαρρύνεται να συνεχίσει τον πόλεμο, ελπίζοντας να κάμψει την αντοχή της Ουκρανίας.