Του Γιάννη Μαντζίκου
Πρόκειται για τις πιο κρίσιμες εκλογές από την αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Βραζιλία το 1985, αφού όχι μόνο διεξάγονται σε κλίμα πόλωσης αλλά υπάρχει σοβαρό ενδεχόμενο ο επόμενος πρόεδρος να είναι ένας νοσταλγός της δικτατορίας, ρατσιστής και ομοφοβικός. Όλα αυτά σε μια χώρα όπου πάνω από το 50% του γενικού πληθυσμού είναι έγχρωμοι ή μιγάδες και το 7.7% του ανδρικού πληθυσμού ομοφυλόφιλοι.
Ο άνθρωπος αυτός είναι ο πρώην στρατιωτικός Ζαίχ Μπολσονάρου, τον οποίο κάποιοι αποκαλούν «Τραμπ των Τροπικών» και τον οποίο όλες οι δημοσκοπήσεις δείχνουν να έχει προβάδισμα από 10 ως 18 μονάδες έναντι του αντιπάλου του Φερνάντο Αντάντ. Ο Μπολσονάρου αξίζει να σημειωθεί ότι για χρόνια θεωρούνταν ένας περιθωριακός πολιτικός που ήταν γνωστός για τις ακραίες θέσεις του και μόνο.
Για παράδειγμα, έχει πει πως «το σφάλμα της στρατιωτικής κυβέρνησης ήταν πως βασάνιζε, αλλά δεν σκότωνε». Θεωρεί πως οι γυναίκες δεν δικαιούνται ίσες αμοιβές με τους άνδρες συναδέλφους τους, καθώς «για κάποιες μέρες τον μήνα δεν μπορούν να είναι παραγωγικές». Έχει προτείνει τον δια της βίας «σωφρονισμό» των ομοφυλοφίλων, ενώ καλεί ανοικτά σε βία εναντίον τους. «Αν έβλεπα δύο άνδρες να φιλιούνται στον δρόμο θα τους χτυπούσα», έχει δηλώσει.
Η μετεωρική άνοδος του είναι απότοκος ένας παραδόξου, αφού, ο δημοφιλέστερος πολιτικός, πρώην πρόεδρος Λούλα ντα Σίλβα, βρίσκεται στη φυλακή για διαφθορά και ξέπλυμα χρήματος και του αρνήθηκε να συμμετάσχει στις προεδρικές εκλογές. Η δημοφιλία του Λούλα οφείλεται στο γεγονός, ότι κατά την διάρκεια της θητείας του (2003-2011) η Βραζιλία γνώρισε ανάπτυξη, επίπλαστη ως έναν βαθμό.
Ο Λούλα αποχώρησε το 2011 από την προεδρία, όμως και η διάδοχος του, Ντίλμα Ρούσεφ, βρέθηκε μπλεγμένη στο σκάνδαλο «Πλυντήριο Αυτοκινήτων» με συνέπεια να μετακινηθεί από την θέση της το 2016. Το σκάνδαλο αυτό έσκασε σαν βόμβα στην Βραζιλία όταν, ανεξάρτητη εισαγγελική έρευνα αποκάλυψε πως δισεκατομμύρια δολάρια εκταμιεύθηκαν από την κρατική εταιρεία πετρελαίων Petrobras και μοιράσθηκαν σε πολιτικά κόμματα, πολιτικούς και παράγοντες του επιχειρηματικού κόσμου, ανάμεσα στους οποίους εξέχοντα στελέχη του κόμματος των Εργατών (PT).
Το σκάνδαλο το οποίο λοιπόν πληρώνει και ο Φερνάντο Αντάντ ως μέλος του κόμματος, σε συνδυασμό με την αγανάκτηση των Βραζιλιάνων για την γενικευμένη διαφθορά, την πρωτοφανή ύφεση που γνώρισαν τα τελευταία τέσσερα χρόνια οπότε το κατά κεφαλήν ΑΕΠ μειώθηκε κατά 9% και την χρόνια εγκληματικότητα, έχουν φέρει τον Μπολσονάρου ένα βήμα πριν την προεδρία.
Αξίζει άλλωστε να σημειωθεί ότι, σε μια περίοδο που οι πολιτικοί βρίσκονται στο ναδίρ της δημοτικότητας, εκείνη του στρατεύματος βρίσκεται ψηλά, αφού μια έρευνα του ινστιτούτου Datafolha το 2017, οκτώ στους δέκα ερωτηθέντες δήλωναν πως εμπιστεύονται τις ένοπλες δυνάμεις.
Τα παραπάνω δεδομένα σε συνδυασμό με την αντισυστημική ρητορική που χρησιμοποιεί τον καθιστούν το απόλυτο φαβορί. Αναλυτές του Wilson Center στις ΗΠΑ σε ειδική εκδήλωση για τις εκλογές στην Βραζιλία πριν λίγες μέρες, σημείωναν ότι «ο Μπολσονάρου κάνει αυτό που επαναλαμβάνουν ως πολιτικό επιχείρημα όλα τα λαϊκίστικα κινήματα σε κάθε γωνιά του πλανήτη και εμφανίζει εαυτόν ως αντιπροϊόν του συστήματος, όπως ο Τραμπ».
Τυχαίο δεν είναι ούτε το κεντρικό προεκλογικό του σύνθημα, το «Η Βραζιλία πάνω από όλα, ο θεός πάνω από όλους» οδηγεί αυτομάτως λίγο πιο βόρεια, στις Ηνωμένες Πολιτείες και τον Ντόναλντ Τραμπ, για τον οποίο ο Μπολσονάρου τρέφει θαυμασμό.
Το ερώτημα που προκύπτει λοιπόν είναι τι θα συμβεί αν εκλεγεί πρόεδρος της Βραζιλίας. Θα επιστρέψει η χώρα σε στρατιωτικό καθεστώς; Παρότι θα ήταν ευσεβής πόθος του Μπολσονάρο, κάτι τέτοιο είναι πρακτικά δύσκολο. Για να επιτύχει ο,τιδήποτε, οφείλει να ξέρει να κτίζει συνεχώς συμμαχίες και να κάνει συμβιβασμούς, καθώς το δυσκίνητο, πολύπλοκο πολιτικό σύστημα και η κομματική κατάτμηση του κογκρέσου δεν θα μεταβληθεί με τις εκλογές.