Να αναβιώσει την ειδική, αν και μακράν από ανέφελη, σχέση που απολάμβανε με τον Ντόναλντ Τραμπ επιδιώκει ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Η ατμόσφαιρα όμως δεν είναι η πλέον ευνοϊκή δεδομένου ότι στις πάγιες εστίες έντασης στις σχέσεις Ηνωμένων Πολιτειών-Τουρκίας, έχει προστεθεί ο καίριος παράγοντας Ισραήλ.
Ο ανοιχτός δίαυλος μεταξύ τουρκικής προεδρίας και Οβάλ Γραφείου παρήλθε μαζί με την πρώτη θητεία Τραμπ για να ακολουθήσει η διακυβέρνηση Μπάιντεν, κατά την οποία ο Τούρκος πρόεδρος ούτε πρόσκληση έλαβε για να επισκεφθεί τον Λευκό Οίκο, ούτε και μπορούσε να «σηκώσει» το τηλέφωνο για να επικοινωνήσει με τον Αμερικανό πρόεδρο.
Τώρα, ο Ερντογάν, διαβλέπει ευκαιρία για ανατροπή της εικόνας του ανυπόληπτου συμμάχου που έχει η Τουρκία στην Ουάσινγκτον, κάνοντας λόγο για νέα σελίδα στις σχέσεις με τις ΗΠΑ. Και σπεύδει να προαναγγέλλει την επιστροφή στην αποκαλούμενη «τηλεφωνική διπλωματία», την πρακτική δηλαδή που ακολουθούσε κατά την πρώτη προεδρική θητεία του Ντόναλντ Τραμπ, τότε που ο Αμερικανός πρόεδρος, όπως είπε, σήκωνε «εντός 24ώρου» το τηλέφωνο όταν τον καλούσε ο Τούρκος ομόλογός του. Τότε, επίσης, που οι δύο ηγέτες επιστράτευσαν και τη διπλωματία των γαμπρών, εγκαθιστώντας έναν δίαυλο επικοινωνίας μεταξύ των γαμπρών τους, παρακάμπτοντας ουσιαστικά τους θεσμοθετημένους μηχανισμούς της διπλωματίας.
«Συνεργαστήκαμε με τον κ. Τραμπ κατά τη διάρκεια της προηγούμενης θητείας του. Παρόλο που υπήρξε κατά καιρούς διάσταση απόψεων, είναι αδιαμφισβήτητη η πρότυπη εταιρική σχέση της Τουρκίας και των Ηνωμένων Πολιτειών» είπε ο Ερντογάν στους δημοσιογράφους κατά την πτήση της επιστροφής του από τη Βουδαπέστη, τονίζοντας ότι, κατά την «εγκάρδια» τηλεφωνική επικοινωνία που είχε μαζί με τον Τραμπ για να τον συγχαρεί για την εκλογική νίκη, του απηύθυνε πρόσκληση να επισκεφθεί την Τουρκία.
Η πρώτη περίοδος Τραμπ, ωστόσο, δεν ήταν τόσο ευνοϊκή για τον Ερντογάν, όσο ο ίδιος θέλει να τη βλέπει -ή τουλάχιστον να την παρουσιάζει δημόσια. Ο Τραμπ όταν εισήλθε στον Λευκό Οίκο τo 2017, τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις ήδη βάρυναν οι καταγγελίες του Τούρκου προέδρου περί αμερικανικού δακτύλου πίσω από την απόπειρα του στρατιωτικού πραξικοπήματος τον Ιούλιο του 2016.
Ακολούθησαν η υπόθεση του Αμερικανού πάστορα Άντριου Μπράνσον, που αντιμετώπιζε ποινή ισόβιας κάθειρξης με κατηγορίες για εμπλοκή στο πραξικόπημα, οι απειλές Τραμπ ότι θα καταστρέψει την τουρκική οικονομία, η γνωστή επιστολή που, με μία γλώσσα μάλλον ασυνήθιστη στη διπλωματική πρακτική (φέρσου έξυπνα, μην είσαι ανόητος), ζητούσε από τον Ερντογάν να διαπραγματευτεί με τους Κούρδους της Συρίας, η άρνηση των ΗΠΑ να εκδώσουν τον καταζητούμενο για το πραξικόπημα Φετουλάχ Γκιουλέν, η παραπομπή στην αμερικανική Δικαιοσύνη της διοίκησης της κρατικής τράπεζας Halkbank για παραβίαση των κυρώσεων κατά του Ιράν και η λίστα μακραίνει.
Το σημαντικότερο όλων ίσως, επί προεδρίας Τραμπ, αποβλήθηκε η Τουρκία από το πρόγραμμα των μαχητικών F-35, σε εφαρμογή του νόμου για την «Αντιμετώπιση των Εχθρών της Αμερικής μέσω Κυρώσεων», επειδή αγόρασε από τους Ρώσους συστοιχίες του αντιαεροπορικού συστήματος S-400. Ειδικά για τα μαχητικά F-35, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν είπε στους δημοσιογράφους ότι «στη νέα περίοδο, ας δούμε σε ποια βάση θα βάλουμε αυτά τα θέματα και πώς θα συνεχίσουμε την πορεία μας», και υπενθύμισε για άλλη μια φορά ότι η χώρα του έδωσε χρήματα αλλά δεν πήρε αεροπλάνα.
Σε όλα αυτά, έρχεται τώρα, στη νέα προεδρική θητεία του Τραμπ, να προστεθούν οι αντιδιαμετρικά αντίθετες θέσεις μεταξύ των δύο προέδρων για το Ισραήλ. Ο Τραμπ στηρίζει ανοικτά το Ισραήλ και η στήριξη αντίστοιχα του Ερντογάν προς την Χαμάς μπορεί να έχει επιπτώσεις. Προτεραιότητα για τον Τραμπ είναι να τελειώσει ο πόλεμος και να συνεχίσει με τις Συμφωνίες του Αβράαμ, τις οποίες στήριζε και η απερχόμενη κυβέρνηση Μπάιντεν. Οι συμφωνίες αυτές δημιουργούν τις προϋποθέσεις για τους εμπορικούς διαδρόμους τις επόμενες δεκαετίες και τα σχέδια αυτά δεν περιλαμβάνουν την Τουρκία. Έτσι, ο Ερντογάν ζητά από τον Ντόναλντ Τραμπ «να τερματίσει τις συγκρούσεις που ξεκινούν από το Ισραήλ», όπως είπε χαρακτηριστικά, και υποστηρίζει ότι «μια καλή αρχή θα ήταν να διακόψει ο κ. Τραμπ τις προμήθειες όπλων προς το Ισραήλ».
Όσον αφορά το σημαντικότερο ίσως πρόβλημα που επισκιάζει σήμερα τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις, δηλαδή την αμερικανική στρατιωτική παρουσία στη Συρία στο πλευρό της υπό κουρδικής ηγεσίας πολιτοφυλακής των Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων (SDF), ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν έθεσε στον Τραμπ την τουρκική ατζέντα: «Θα αξιολογήσουμε το ζήτημα της απόσυρσης των αμερικανικών στρατευμάτων από τη Συρία. Πώς θα τερματίσουν την υποστήριξή τους προς την τρομοκρατική οργάνωση PKK/PYD/YPG. Πιστεύω ότι θα τα τοποθετήσουμε αυτά σε μία συγκεκριμένη βάση και με τηλεφωνική επικοινωνία μαζί του προσωπικά, συνομιλώντας και συζητώντας». Ελπίζει δηλαδή στην προαναφερθείσα «τηλεφωνική διπλωματία». Στην προηγούμενη του θητεία ο Τραμπ είχε αναγγείλει ότι θα αποσύρει τις αμερικανικές δυνάμεις. Τελικά, όμως, δεν το είχε κάνει. Τώρα μάλλον είναι πιο δύσκολο, καθώς αυτή καθ’ αυτή η απόσυρση των Αμερικανών από τη Συρία και η συνακόλουθη εγκατάλειψη των Κούρδων θα αποδυνάμωνε το Ισραήλ.
Παρά τις διαφορετικές προσεγγίσεις των δύο πλευρών σε ουσιώδη κεφάλαια, που δεν εξαλείφονται με την εκλογή Τραμπ, στην Άγκυρα βλέπουν να δικαιώνεται τουλάχιστον η τουρκική πολιτική στον πόλεμο της Ουκρανίας που δεν έκλεισε την πόρτα στη Μόσχα. Ο Ερντογάν επικροτεί τώρα τη θέση του εκλεγμένου προέδρου των ΗΠΑ περί διαπραγμάτευσης που ισοδυναμεί ωστόσο επί της ουσίας με εδαφικές απώλειες, ενώ δράττεται της ευκαιρίας και προσφέρεται να αναλάβει διαμεσολαβητικό ρόλο η Τουρκία, η οποία όπως τόνισε είναι μία χώρα που έχει καταφέρει να φέρει και τις δύο πλευρές γύρω από το ίδιο τραπέζι. «Αν δούμε μια αμερικανική κυβέρνηση επί Τραμπ που θα προσεγγίσει το ζήτημα από τη σκοπιά της λύσης, μπορούμε εύκολα να τερματίσουμε αυτόν τον πόλεμο» υποστήριξε ο Ερντογάν.
Με την αλλαγή στα ανώτερα κλιμάκια της αμερικανικής διπλωματίας μετά τη νίκη Τραμπ ο Ερντογάν μπορεί να ελπίζει ότι κάτι θα αλλάξει προς θετική κατεύθυνση στον άξονα Ουάσινγκτον-Άγκυρας, σε σύγκριση με τις πολιτικές της κυβέρνησης Μπάιντεν. Ωστόσο τα προβλήματα μεταξύ των δύο πλευρών δεν είναι θέμα προσώπων, αλλά κυρίως αλληλοσυγκρουόμενων στρατηγικών στόχων.
Όπως άλλωστε έχει σημειώσει σε συνέντευξή του στο Liberal ο Δρ. Ρόναλντ Μαϊνάρντους, πολιτικός αναλυτής και κύριος ερευνητής του ΕΛΙΑΜΕΠ, «οι δομικές αιτίες των εντάσεων, μεταξύ Τουρκίας και Ηνωμένων Πολιτειών, θα συνεχίσουν να υπάρχουν, σκιάζοντας και τη σχέση του Τραμπ με τον Ερντογάν. Η Άγκυρα και η Ουάσινγκτον ακολουθούν διαφορετικούς στόχους σε κρίσιμα ζητήματα, όπως η Ρωσία, η Μέση Ανατολή και ειδικότερα ως προς τις θέσεις τους για τη Συρία και το Ισραήλ. Όσο ο Ερντογάν συνεχίζει την πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική του και επιδιώκει να προβάλλει την Τουρκία ως αναδυόμενη δύναμη, οι εντάσεις με τις ΗΠΑ θα παραμένουν, ανεξάρτητα από το ποιος βρίσκεται στον Λευκό Οίκο».