Η Δημοκρατία εκπέμπει SOS, η ενταξιακή πορεία βρίσκεται ουσιαστικά στον «πάγο» και το Κρεμλίνο «καραδοκεί». Δύο εβδομάδες χωρίζουν τη Γεωργία από τις βουλευτικές εκλογές που θα κρίνουν εάν θα εδραιωθεί ο αυταρχισμός ή εάν θα παραμείνει στο δρόμο της Ευρώπης.
Οι κάλπες της 26ης Οκτωβρίου έρχονται να καθορίσουν το μέλλον και τον γεωπολιτικό προσανατολισμό της Γεωργίας, αλλά και τα όρια της πολιτικής παρέμβασης της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην προσπάθειά της να διατηρήσει κάποιο προγεφύρωμα στον Καύκασο, ένας χώρος που θεωρείται «πίσω αυλή» και «μαλακό υπογάστριο» της Ρωσίας.
Η Τιφλίδα έλαβε επίσημα το καθεστώς υποψήφιας προς ένταξη χώρας στην ΕΕ σχετικά πρόσφατα, πέρυσι τον Δεκέμβριο, σε μία κίνηση καθησυχασμού στον απόηχο της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, αλλά οι Βρυξέλλες ανέστειλαν γρήγορα τη διαδικασία μετά την ψήφιση του αμφιλεγόμενου νόμου περί «ξένων πρακτόρων», ο οποίος δίνει στην κυβέρνηση εξουσίες για τη δίωξη και απαγόρευση της λειτουργίας μη κυβερνητικών οργανώσεων και μέσων ενημέρωσης τα οποία θεωρεί μη φιλικά προς αυτήν.
Ο «νόμος για τη διαφάνεια της ξένης επιρροής», όπως είναι επισήμως η ονομασία του, είχε αποσυρθεί το 2023 υπό το βάρος μαζικών διαδηλώσεων διαμαρτυρίας, όμως η κυβέρνηση τον επανέφερε τον περασμένο Απρίλιο. Προβλέπει ότι οι οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών και τα μέσα ενημέρωσης που λαμβάνουν πάνω από το 20% της χρηματοδότησής τους από το εξωτερικό, κυρίως από τις ΗΠΑ και την ΕΕ, θα καταχωρούνται στο δημόσιο μητρώο ως «οργανώσεις που εκπροσωπούν συμφέροντα ξένης δύναμης», αντικαθιστώντας τον προηγούμενο όρο στο αρχικό σχέδιο νόμου «πράκτορες ξένης επιρροής». Στην ουσία πρόκειται για αντιγραφή του ανάλογου νόμου στη Ρωσία του Βλαντίμιρ Πούτιν, που έχει φιμώσει κάθε αντιπολιτευόμενη φωνή, εξ ου και στη Γεωργία αποκαλείται χλευαστικά «ρωσικός νόμος».
Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία κλόνισε την προσεκτικά διαμορφωμένη ισορροπία που επεδίωκε η Τιφλίδα μεταξύ Ρωσίας και Δύσης. Δύο περιοχές της Γεωργίας, η Αμπχαζία και η Νότια Οσετία, περίπου το 20% των εδαφών της χώρας, βρίσκονται υπό ρωσική κατοχή. Ο πρώην επικεφαλής του κυβερνώντος κόμματος «Γεωργιανό Όνειρο» και νυν πρωθυπουργός, Ηρακλί Κομπαχίτζε, έχει κατηγορήσει πολλές φορές τη Δύση ότι ωθεί τη Γεωργία να «ανοίξει ένα δεύτερο μέτωπο» και να την παρασύρει στον ρωσο-ουκρανικό πόλεμο. Πρόκειται για ένα επιχείρημα που αγγίζει τους φόβους πολλών Γεωργιανών και προσφέρει πολιτικό κέρδος σε μία χώρα που έχει σημαδευτεί από τη μνήμη των πολέμων της με τη Ρωσία.
Ο Ηρακλί Κομπαχίτζε επιδείνωσε ταχύτατα τις σχέσεις της Γεωργίας με τη Δύση αφότου ανέλαβε τα ηνία τον περασμένο Φεβρουάριο. Οπισθοχώρησε από τις πολιτικές μεταρρυθμίσεις για την ένταξη της χώρας του στην ΕΕ, ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες ανακοίνωσαν κυρώσεις κατά του ίδιου, μελών της κυβέρνησής του και των μελών του κόμματος «Γεωργιανό Όνειρο» λόγω της υπονόμευσης της δημοκρατίας στη Γεωργία. Η Ουάσινγκτον ανέστειλε επίσης τις κοινές στρατιωτικές ασκήσεις και πάγωσε την οικονομική βοήθεια ύψους έως και 100 εκατ. δολαρίων, ενώ εξετάζει το ενδεχόμενο επιβολής περισσότερων κυρώσεων.
Ο Κομπαχίτζε είναι ο κατ' εξοχήν εκφραστής μίας ακραίας συνωμοσιολογικής θεωρίας, του λεγόμενου «Παγκόσμιου Κόμματος του Πολέμου», που επινοήθηκε και προωθήθηκε από το κόμμα του. Σύμφωνα με τους υποστηρικτές της θεωρίας αυτής, το «Παγκόσμιο Κόμμα του Πολέμου» είναι μια υποτιθέμενη διεθνής οργάνωση που ασκεί επιρροή στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τις Ηνωμένες Πολιτείες και περιλαμβάνει το αμερικανικό στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα, τον Τζορτζ Σόρος και τους νεοσυντηρητικούς, που παρατείνουν τον ρωσο-ουκρανικό πόλεμο, επιδιώκει να τον εξαπλώσει σε άλλες χώρες, δολοφονεί ανυπότακτους ηγέτες ξένων χωρών, ενορχηστρώνει επαναστάσεις σε όλο τον κόσμο και συνωμοτεί για να ανατρέψει το «Γεωργιανό Όνειρο» από την εξουσία. Ο ίδιος έχει ανακοινώσει ότι αν κερδίσει τις εκλογές της 26ης Οκτωβρίου θα απαγορεύσει κορυφαία κόμματα της αντιπολίτευσης. Πλησιάζοντας πάντως οι εκλογές, εξέφρασε την επιθυμία να βελτιώσει τις σχέσεις με όλες τις πλευρές, συμπεριλαμβανομένου του «Παγκόσμιου Κόμματος του Πολέμου», επειδή «άλλαξαν οι συνθήκες».
Είναι κοινή πεποίθηση στη Γεωργία ότι πίσω από την αλλαγή πορείας της γεωργιανής εξωτερικής πολιτικής βρίσκεται Μπιτζίνα Ιβανισβίλι, ιδρυτής του «Γεωργιανού Ονείρου», επίτιμος πρόεδρός του και ολιγάρχης που δημιούργησε την περιουσία του στη Ρωσία και κατείχε το αξίωμα του πρωθυπουργού της Γεωργίας για λίγο περισσότερο από ένα χρόνο, πριν αποχωρήσει από το προσκήνιο -όχι όμως επί της ουσίας και από την εξουσία- το 2013. Τώρα, προπαγανδίζει το αντιδυτικό του δόγμα στις συγκεντρώσεις του κυβερνώντος κόμματος, υποσχόμενος ότι οι «βίαιες προσπάθειες εξωτερικής επιβολής ψευδοφιλελεύθερων αξιών» θα τελειώσουν σύντομα.
Παρόλα αυτά, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι περίπου το 80% των 3,7 εκατομμυρίων Γεωργιανών πολιτών που ζουν στις ελεγχόμενες από την Τιφλίδα περιοχές (πλην τις κατεχόμενες) θέλει την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η τάση αυτή είναι τόσο ισχυρή που όχι μόνο η αντιπολίτευση, αλλά και η κυβέρνηση διεξάγει προεκλογική εκστρατεία υπό τη σημαία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ωστόσο, έχει σημασία να διευκρινιστεί τι είδους Ευρώπη εννοεί το κυβερνών κόμμα. Η Ευρώπη του «Γεωργιανού Ονείρου» μοιάζει με εκείνη του Ούγγρου πρωθυπουργού, Βίκτορ Όρμπαν, με τον οποίο το κόμμα διατηρεί στενούς δεσμούς. Μία Ευρώπη που δεν θα κυριαρχείται από το «Παγκόσμιο Κόμμα του Πολέμου», που θα σταματήσει να στηρίζει την Ουκρανία και θα στερεί ελευθερίες από τα μέλη της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας.
Η αντιπολίτευση, από την πλευρά της, υπόσχεται να αποτρέψει την περαιτέρω διολίσθηση της χώρας στον αυταρχισμό, θέλει να επανέλθει η Γεωργία στο δρόμο της ενσωμάτωσης με την Ευρωπαϊκή Ένωση και τις αξίες της, επιθυμεί ισχυρότερους δεσμούς με την Ουάσινγκτον και, μεταξύ άλλων, την ευθυγράμμιση με τη Δύση όσον αφορά την Ουκρανία. Παράλληλα, αντιτίθεται στη διείσδυση κινεζικών και ρωσικών κεφαλαίων μέσω μεγάλων έργων υποδομής, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση του λιμανιού της Ανάκλειας στη Μαύρη Θάλασσα, όπου στηρίζει την ανάθεσή του σε αμερικανικές ή ευρωπαϊκές εταιρείες.