Εν μέσω ανησυχιών για οικονομική συρρίκνωση και με την ακροδεξιά να καλπάζει δημοσκοπικά, ο κυβερνητικός συνασπισμός στα χρώματα του «φωτεινού σηματοδότη», που ανέλαβε το «πέρασμα» της Γερμανίας στη μετά Μέρκελ εποχή, βρίσκεται στα μέσα της διαδρομής με τον καγκελάριο Όλαφ Σολτς να καλείται επιτακτικά πλέον να ξεφύγει από το μοντέλο μόνιμης διαχείρισης κρίσεων που έχει χαρακτηρίσει το πρώτο μισό της θητείας του και να κινηθεί σε πιο στρατηγικό άξονα.
Ο μέχρι στιγμής απολογισμός είναι δύσκολος, όσο δύσκολη είναι και η συμμαχία ανάμεσα σε Πράσινους, Φιλελεύθερους και Σοσιαλδημοκράτες που συγκροτήθηκε κατόπιν της εκλογικής αναμέτρησης της 26ης Σεπτεμβρίου 2021 και της ιστορικής επιστροφής του SPD ως πρώτου σε κοινοβουλευτική δύναμη κόμματος στη γερμανική πολιτική σκηνή.
Δύο χρόνια και αμέτρητες εσωτερικές έριδες μετά, αμφότεροι οι Σοσιαλδημοκράτες υπό τον καγκελάριο Σολτς και οι Φιλελεύθεροι του Κρίστιαν Λίντνερ αγκομαχούν στις δημοσκοπήσεις, ενώ η εθνολαϊκιστική Εναλλακτική για τη Γερμανία (ΑfD) καταγράφει μετεωρική άνοδο. Με ποσοστό που κυμαίνεται σταθερά στο 20% η ξενοφοβική AfD της Άλις Βάιντελ έχει φθάσει να ξεπερνά την κεντροαριστερά με «όχημα» το μεταναστευτικό, τον πόλεμο στην Ουκρανία και την οικονομία, ενώ σχεδόν τα τρία τέταρτα των Γερμανών δηλώνουν δυσαρεστημένοι από τον κυβερνητικό συνασπισμό.
Βαρόμετρο για τις επιδόσεις της Άκρας Δεξιάς αποτελούν οι κάλπες που θα στηθούν στις 8 Οκτωβρίου στα κρατίδια της Βαυαρίας και της Έσσης. Στη μεν Βαυαρία, η κυρίαρχη Χριστιανοκοινωνική Ένωση (CSU) θα συνεχίσει να κυβερνά, αλλά πιθανότατα με ενισχυμένους τους δεξιούς Ελεύθερους Ψηφοφόρους. Στην Έσση, το SPD του Όλαφ Σολτς μπορεί να μην υποστεί τεράστιες απώλειες, αλλά ούτε θα καταφέρει να εκθρονίσει την κυβερνώσα συμμαχία CDU-Πρασίνων, ενώ η AfD είναι πιθανό να καταγράψει κέρδη.
Η πραγματική δοκιμασία θα είναι οι περιφερειακές εκλογές του 2024 σε τρία ανατολικογερμανικά κρατίδια, όπου η Άκρα Δεξιά βρίσκεται σε τροχιά να αναδειχθεί η ισχυρότερη δύναμη.
Σε εθνικό επίπεδο, οι Πράσινοι εμφανίζονται στάσιμοι, ενώ οι Σοσιαλδημοκράτες και οι φιλελεύθεροι Ελεύθεροι Δημοκράτες (FDP) χάνουν διαρκώς έδαφος. Η κεντροδεξιά Χριστιανοδημοκρατική Ένωση (CDU) του Φρίντριχ Μερτς παραμένει μεν πρώτη σε ομοσπονδιακό επίπεδο στις μετρήσεις, όμως δυσκολεύεται κατά πολύ να προσφέρει η ίδια μία εναλλακτική για να αποτρέψει τις εκροές ψηφοφόρων προς την Εναλλακτική για τη Γερμανία.
Η συνολική αυτή εικόνα θα μπορούσε να λειτουργήσει ακόμη υπέρ του κεντρώου προσανατολισμού του Όλαφ Σολτς, παρόλο που ηγείται μίας κυβέρνησης σε μόνιμη κατάσταση κρίσης την οποία και πρέπει να υπερβεί, σύμφωνα με τους αναλυτές της εταιρείας εκτίμησης πολιτικού κινδύνου Teneo. Στην εξίσωση ρόλο έχει ως φαίνεται να διαδραματίσει και η δημοφιλής Σάρα Βάγκενκνεχτ, στέλεχος του αριστερού Die Linke, που ετοιμάζεται να ιδρύσει το δικό της (αντισυστημικό) κόμμα με οικονομικά αριστερές και κοινωνικά συντηρητικές απόψεις, υιοθετώντας επίσης μια πιο φιλική προς τη Ρωσία γραμμή.
Η απρόκλητη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και οι οικονομικές επιπτώσεις του πολέμου είναι εκείνες που έφεραν από πολύ νωρίς στο προσκήνιο τις θεμελιώδεις διαφωνίες που χωρίζουν τους κυβερνητικούς εταίρους. Το πολιτικό Κέντρο είναι διχασμένο στο ζήτημα της μορφής και της πορείας προς ένα νέο μακροοικονομικό μοντέλο για τη Γερμανία υπό το φως της πράσινης μετάβασης, του αυξανόμενου σκεπτικισμού της Δύσης απέναντι σε μία ολοένα και πιο επεκτατική Κίνα και των συνεπειών για το γερμανικό εξαγωγικό μοντέλο.
Στους σχεδιασμούς της κυβέρνησης Σολτς ήταν ένας συμβιβασμός επί μεταρρυθμίσεων κεντρώας κατεύθυνσης με μακροπρόθεσμο ορίζοντα, ωστόσο ο πόλεμος στην Ουκρανία απαίτησε άμεση δράση και εξέθεσε το χάσμα μεταξύ των Πρασίνων που τάσσονται υπέρ των δημόσιων επενδύσεων και της ρύθμισης των ρυθμιστικών παρεμβάσεων στην αγορά και του δημοσιονομικά συντηρητικού και πιο φιλελεύθερου για την αγορά FDP.
Στο μέσον των δύο εταίρων του συνασπισμού, το SPD κλίνει ενστικτωδώς προς τους Πράσινους. Ωστόσο, μετά την απροσδόκητη επιτυχία του Όλαφ Σολτς το 2021, το κόμμα του αποδέχεται τις προσπάθειες του καγκελαρίου να στηρίξει τις θέσεις του FDP και να αντιμετωπίσει τις ανησυχίες της κεντροδεξιάς για υγιή δημόσια οικονομικά.
Όπως και κατά τη διάρκεια της επιτυχημένης προεκλογικής του εκστρατείας το 2021, ο Όλαφ Σολτς έχει χειριστεί τις πολιτικές εντάσεις στους κόλπους του συνασπισμού με μία ουσιαστικά μερκελικού τύπου προσέγγιση ήπιας διαχείρισης. Ωστόσο, ενώ η τέως καγκελάριος μπορούσε να βασίζεται κυρίως στην πιστή υποστήριξη της συντηρητικής πτέρυγας του SPD, ο Σολτς εξαρτάται από τους Πράσινους και το FDP. Αμφότερα τα κόμματα πιστεύουν ότι η Γερμανία καταβάλλει τώρα το τίμημα για την έλλειψη μεταρρυθμίσεων επί Μέρκελ, ωστόσο στην αναζήτηση λύσεων κοιτούν προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Το αποτέλεσμα είναι οι χρόνιες εσωτερικές διαμάχες στον συνασπισμό, γεγονός το οποίο και έχει οδηγήσει σε εκκλήσεις προς τον Σολτς να εξηγήσει καλύτερα τις πολιτικές του συνασπισμού, και όχι μόνο λόγω της ανόδου της ακροδεξιάς AfD.
Όσον αφορά αυτή καθαυτή την ενισχυμένη απήχηση της AfD, πίσω της υποφώσκει η βαθύτερη κοινωνική και πολιτική αντίθεση έναντι της συναίνεσης που έχει αναδυθεί στο πολιτικό Κέντρο σε σειρά βασικών θεμάτων, από το κλίμα και τη μετανάστευση έως τη γεωπολιτική -με το όποιο οικονομικό και κοινωνικό κόστος συνδέεται με αυτήν. Για παράδειγμα, εν μέσω πληθωριστικών πιέσεων, η κυβέρνηση Σολτς δεν τήρησε την υπόσχεση να κατασκευάσει 400.000 νέα διαμερίσματα ετησίως, ακριβώς τη στιγμή που, για δεύτερη φορά εντός μίας δεκαετίας, η χώρα έχει δεχτεί περισσότερους από ένα εκατομμύριο πρόσφυγες.