Σχεδόν δύο τρίτα των γερμανικών εταιρειών αισθάνονται ότι αντιμετωπίζουν αθέμιτο ανταγωνισμό από τοπικές εταιρείες στην Κίνα και ότι υπολείπονται σε ό,τι αφορά την πρόσβαση σε τοπικούς αξιωματούχους, πληροφορίες και άδειες, όπως προκύπτει σήμερα από έρευνα του Γερμανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου στην Κίνα.
Οι γερμανικές εταιρείες νιώθουν ότι υπερισχύουν ακόμα σε ό,τι αφορά την ποιότητα των προϊόντων τους και την ικανότητα για καινοτομίες, αλλά αισθάνονται υπό πίεση από τους Κινέζους ανταγωνιστές τους ως προς την τιμολόγηση των προϊόντων με τέτοιο τρόπο που πλήττει τα κέρδη τους, σημειώνει η έρευνα.
Μόνο το 7% των γερμανικών εταιρειών νιώθουν ότι έχουν καλύτερη πρόσβαση στις τοπικές αρχές σε σχέση με το 58% που θεωρούν ότι οι κινεζικές εταιρείες έχουν καλύτερη πρόσβαση.
Περίπου 8% νιώθουν ότι έχουν καλύτερη πρόσβαση στην απόκτηση αδειών και 30% ότι οι κινεζικές εταιρείες είναι αυτές που έχουν καλύτερη πρόσβαση.
Η έρευνα δημοσιοποιήθηκε ενόψει της εππίσκεψης του καγκελαρίου Όλαφ Σολτς στην Κίνα αυτή την εβδομάδα με τις εταιρείες να πιέζουν για πιο δίκαιη πρόσβαση, όπως την χαρακτηρίζουν, στην κινεζική αγορά και την Ευρώπη να ανησυχεί για το κινεζικό πλεόνασμα προϊόντων στην αγορά.
Η επίσκεψη του Σολτς στην Κίνα είναι η πρώτη από τον περασμένο χρόνο, όταν το Βερολίνο κατήρτησε στρατηγική έναντι της Κίνας η οποία καλούσε για "ελαχιστοποίηση των κινδύνων" με στόχο τη μείωση της οικονομικής έκθεσης στη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία παγκοσμίως.
Στην Κίνα ο Σολτς θα συνοδεύεται από επικεφαλής μεγάλων εταιρειών όπως οι Siemens και Mercedes καθώς και από μέλη του υπουργικού του συμβουλίου, γεγονός που υπογραμμίζει τον σημαντικό ρόλο που διαδραματίζει το Πεκίνο για το Βερολίνο.
Μια άλλη έρευνα που πραγματοποίησε το Γερμανικό Οικονομικό Ινστιτούτο και δημοσιεύτηκε χθες έδειξε ότι η γερμανική οικονομία εξακολουθεί να εξαρτάται κατά πολύ από την Κίνα για μια σειρά προϊόντων και πρώτων υλών παρά τις προσπάθειες επέκτασης σε άλλες αγορές.
Η Γερμανία ανησυχεί για την εξάρτηση από μια χώρα την οποία περιγράφει τόσο ως εταίρο της όσο και ως συστημικό εχθρό, κυρίως μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία το 2022 η οποία αποκάλυψε την εξάρτηση της Ευρώπης από τις εισαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου.