Ορατές παραμένουν στην Τουρκία οι επιπτώσεις του καθεστώτος εκτάκτου ανάγκης που επιβλήθηκε έπειτα από το αποτυχημένο πραξικόπημα του Ιουλίου του 2016 και παρά το γεγονός ότι ήρθη πριν από ένα περίπου χρόνο. Πολλοί πολίτες συνεχίζουν να στερούνται θεμελιωδών δικαιωμάτων, οι φυλακές είναι υπερπλήρεις και όλα δείχνουν ότι 3 χρόνια μετά η χώρα ζει υπό καθεστώς άτυπης κατάστασης εκτάκτου ανάγκης.
Αρθρογράφος της γερμανικής Die Welt επικαλείται μελέτη του Βέλι Ακμπαμπά, αντιπροέδρου του μεγαλύτερου κόμματος της αντιπολίτευσης, του CHP. «Από τις 20 Ιουλίου μέχρι τις 21 Ιουλίου του 2018, 130.00 άνθρωποι απολύθηκαν από δημόσιες υπηρεσίες. Οι 46 εξ αυτών αυτοκτόνησαν, ανάμεσά τους αστυνομικοί, δάσκαλοι, στρατιωτικοί και δικαστές… Δεν αποκλείστηκαν μόνο από το δημόσιο τομέα και σύρθηκαν ενώπιον της δικαιοσύνης, αλλά έχουν καταγραφεί στο αρχείο της αστυνομίας ως ύποπτοι για τρομοκρατικές πράξεις. Που σημαίνει ότι ούτε και στον ιδιωτικό τομέα μπορούν να βρουν θέση εργασίας, διότι όλες οι επιχειρήσεις και οι ασφαλιστικοί φορείς έχουν πρόσβαση στο αρχείο. Οι άνθρωποι αυτοί είναι καταδικασμένοι να ζήσουν σε συνθήκες φτώχειας».
Οι επιπτώσεις από την κατάσταση εκτάκτου ανάγκης είναι πιο ορατή στις φυλακές, όπου σύμφωνα με την έκθεση ο αριθμός των προσωρινά κρατούμενων και φυλακισμένων έχει ξεπεράσει κάθε ρεκόρ στην ιστορία της χώρας. «Το 2015 το 14,5% των προσωρινά κρατουμένων έφτανε το 14,6%, σήμερα αντιπροσωπεύει το 1/3 όλων των ευρισκόμενων στη φυλακή. Αυτό αποδεικνύει ότι η δικαιοσύνη κάνει χρήση του μέτρου της προσωρινής κράτησης ως άμεσου τρόπου σωφρονισμού, σε ανθρώπους που δεν έχουν ακόμη καταδικαστεί τελεσίδικα», γράφει χαρακτηριστικά η εφημερίδα.
Η οικονομική κρίση, την οποία διέρχεται η Τουρκία έχει επηρεάσει την πολιτική και τα αισθήματα των κατοίκων απέναντι στους Σύρους πρόσφυγες. Τέσσερα εκατομμύρια πρόσφυγες έχουν αναζητήσει προστασία στην Τουρκία, εξ αυτών τα 3,6 εκ. έχουν έρθει από τη γειτονική Συρία. Αλλά δεν είναι πλέον καλοδεχούμενοι, γιατί λόγω της κρίσης οι πρόσφυγες αποτελούν μεγάλο πρόβλημα με εκρηκτικές κοινωνικές διαστάσεις.
Αυτό είναι το θέμα του ανταποκριτή της εφημερίδας Handelsblatt, ο οποίος υπενθυμίζει ότι αρχές Ιουλίου σε συνοικία της Κωνσταντινούπολης δεκάδες Τούρκοι πετροβόλησαν προθήκες καταστημάτων με αραβικά ονόματα με αποτέλεσμα να χρειαστεί η αστυνομία να ρίξει δακρυγόνα για να τους απωθήσει.
«Το κλίμα έχει αναστραφεί, ένας εκ των πολέμιων της παρουσίας τόσων πολλών Σύρων στην Τουρκία είναι ο δήμαρχος της Πόλης Εκρέμ Ιμάμογλου», επισημαίνει ο δημοσιογράφος. «Τον περασμένο Ιούνιο κέρδισε τις εκλογές κατά του AKP και εκθειάστηκε πολύ στη Δύση για την νίκη αυτή. Αλλά βλέπει τους πρόσφυγες ως ένα μεγάλο βάρος. Σε μια πόλη 16 εκ. κατοίκων ζουν 500.000 δηλωμένοι πρόσφυγες, αλλά αρμόδιοι υπολογίζουν ότι οι αδήλωτοι είναι άλλοι τόσοι, δηλαδή ένας πρόσφυγες ανά 16 κατοίκους. Μάλιστα σε συνέντευξη Τύπου ενώπιον δημοσιογράφων από το εξωτερικό ο Ιμάμογλου είπε ότι ήταν λάθος η κατανομή προσφύγων από τη Συρία σε ολόκληρη τη χώρα και ότι έδωσε εντολή στους Σύρους καταστηματάρχες να αλλάξουν τις επιγραφές των καταστημάτων τους στα τουρκικά».
Ο αρθρογράφος κάνει εκτενή αναφορά στην οικονομική βοήθεια της ΕΕ και επικαλούμενος δικές του πηγές επισημαίνει ότι η Άγκυρα ασκεί πιέσεις για την ταχύτερη αποδέσμευση των κονδυλίων και τον μεγαλύτερο έλεγχο στη διάθεσή τους. «Πίσω από κλειστές πόρτες ανώτεροι υπάλληλοι στην Άγκυρα παραπονιούνται, ότι οι οργανώσεις βοήθειας, στις οποίες εμβάζονται τα χρήματα, βάζουν πάρα πολλά στην τσέπη τους», σημειώνει. «Και πράγματι», συνεχίζει, «το 13% του ποσού που πηγαίνει σε εγκεκριμένες ανθρωπιστικές οργανώσεις κατακρατείται για λειτουργικά έξοδα και το μάνατζμεντ. Γι αυτό η τουρκική κυβέρνηση θέλει να επιστρατεύσει δικές της οργανώσεις». Ένα άλλο παράπονο της τουρκικής κυβέρνησης είναι ότι η κοινοτική βοήθεια δίνεται με πολύ αργούς ρυθμούς και σε λάθος κανάλια. «Στην τουρκική κυβέρνηση δεν αρέσει καθόλου το ότι τελικά η ΕΕ αποφασίζει τι θα γίνει με τα χρήματα, παρά το ότι οι πρόσφυγες βρίσκονται στην τουρκική επικράτεια».