Στις 12 Δεκεμβρίου του 2000, το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ, με οριακή πλειοψηφία 5-4, διέταξε την διακοπή της επανακαταμέτρησης των ψήφων στην Πολιτεία της Florida, με αποτέλεσμα οι αποφασιστικές εκλεκτορικές ψήφοι της να αποδοθούν στον George W Bush, ο οποίος έτσι έγινε ο 43ος Πρόεδρος των ΗΠΑ. Ο αντίπαλος του και απερχόμενος ΑντιπρόεδροςΑλ Γκορ, αμέσως μετά παραδέχτηκε την ήττα του, για το καλό της δημοκρατικής σταθερότητας, αν και ξεκαθάρισε ότι διαφωνούσε με το σκεπτικό της πλειοψηφίας, που κατά σύμπτωση αποτελούνταν από 5 Δικαστές διορισμένους από Ρεπουμπλικανούς Προέδρους ενώ οι 4 Δικαστές της μειοψηφίας (μεταξύ των οποίων και η πρόσφατα εκλιπούσα Ruth Bader Ginsburg) είχαν διοριστεί οι 2 από Δημοκρατικούς και οι άλλοι 2 από Ρεπουμπλικανούς Προέδρους.
Έκτοτε, η προοπτική μίας επανάληψης της ιστορίας επικρέμεται πάνω από κάθε προεδρική εκλογή, σε μία βαθιά διχασμένη χώρα, όπου το πολιτικό και ιδεολογικό χάσμα ανάμεσα στα δύο μεγάλα κόμματα είναι πολύ μεγαλύτερο από ότι ήταν το 2000.
Το Σάββατο απόγευμα ώρα Ελλάδας, καθώς ενσωματώθηκε ακόμη μεγαλύτερο κομμάτι της επιστολικής ψήφου στην Πολιτεία της Pennsylvania, τα ειδησεογραφικά πρακτορεία και τηλεοπτικά δίκτυα, όπως συνηθίζουν σε κάθε εκλογική διαδικασία, ανακήρυξαν τον Τζο Μπάιντεν νεοεκλεγέντα Πρόεδρο των ΗΠΑ. Σε κάθε προεδρική εκλογή στη νεότερη ιστορία, αυτή η ανακήρυξη ακολουθείται σχεδόν αμέσως με παραδοχή της ήττας από τον αντίπαλο. Η μοναδική φορά μέχρι φέτος που αυτό δεν συνέβη ήταν το 2000, όταν τα δίκτυα την βραδιά των εκλογών ανακήρυξαν, μετά από ιστορική παλινωδία, νικητή τον George W Bush, οΑλ Γκορ του τηλεφώνησε και παραδέχτηκε την ήττα του αλλά, καθώς άρχισε να μειώνεται δραματικά η διαφορά στη Florida, επικοινώνησε ξανά και απέσυρε την παραδοχή ήττας, ενώ και τα ίδια τα ΜΜΕ απέσυραν τελικά την ανακήρυξη του Bush ως νικητή, με δεδομένο ότι η διαφορά ήταν κάτω από τις 2,000 ψήφους σε σύνολο σχεδόν 6,000,000 ψηφοφόρων (0,01%) και υποχρεωτικά θα διεξαγόταν επανακαταμέτρηση.
Στις τωρινές Προεδρικές Εκλογές, η νίκη του Τζο Μπάιντεν είναι σαφώς πιο καθαρή και δεν κρίνεται σε μία μόνο Πολιτεία, όπως είχε συμβεί το 2000. Επίσης, σε καμία Πολιτεία η διαφορά δεν είναι τόσο οριακή. Ακόμη και στην Georgia, όπου παρατηρείται αυτή τη στιγμή η μικρότερη διαφορά, αυτή ξεπερνά τις 10,000 ψήφους και το 0,2%. Αυτή μάλλον είναι και η μόνη Πολιτεία όπου θα διεξαχθεί επανακαταμέτρηση, η οποία όμως - με βάση τα ιστορικά προηγούμενα- δεν αναμένεται να οδηγήσει σε ανατροπή και νίκη του Προέδρου Τραμπ.
Ωστόσο, ο Πρόεδρος Τραμπ και πολιτικοί του σύμμαχοι, ήδη αναφέρονται σε δικαστικές προσφυγές και ανοιχτά δηλώνουν ότι προσβλέπουν στο Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ, με ρητή αναφορά στους 3 Δικαστές που έχει διορίσει ο ίδιος ο Ντόναλντ Τραμπ, με τελευταία την Amy Coney Barrett, ώστε να ανατραπεί το αποτέλεσμα των εκλογών και να παραμείνει ο Πρόεδρος στη θέση του. Πόσο πιθανό είναι όμως αυτό;
Καταρχάς, να τονίσουμε ότι το Ανώτατο Δικαστήριο δεν μπορεί απλώς να παρέμβει στην διαδικασία. Θα πρέπει κάποια από τις δεκάδες προσφυγές που έχει ήδη καταθέσει το επιτελείο του Προέδρου σε κάποια από τις κρίσιμες Πολιτείες και οι οποίες απορρίπτονται συλλήβδην ως αβάσιμες από τα αρμόδια Δικαστήρια, να αχθεί τελικά ενώπιον του. Η οποιαδήποτε απόφαση εκδώσει τότε το Ανώτατο Δικαστήριο, δεν θα αφορά φυσικά μία γενική διακήρυξη του ποιος κέρδισε τις εκλογές, αλλά την επίλυση ενός συγκεκριμένου νομικού θέματος. Για παράδειγμα, το νομικό ζήτημα που απασχόλησε το Δικαστήριο το 2000 ήταν τα διαφορετικά κριτήρια αξιολόγησης της εγκυρότητας των ψηφοδελτίων από κάθε Κομητεία, στο πλαίσιο της διαταγής περί (δεύτερης) επανακαταμέτρησης που είχε εκδώσει το Ανώτατο Δικαστήριο της Πολιτείας της Florida. Τα κριτήρια αυτά αποφασίστηκε ότι παραβίαζαν τη Ρήτρα περί Ισότητας (Equal Protection Clause) του Ομοσπονδιακού Συντάγματος των ΗΠΑ. Μάλιστα αυτή η δικαστική κρίση ελήφθη με πλειοψηφία 7-2 αλλά η πλειοψηφία των 5 Δικαστών έκρινε επίσης ότι, λόγω της στενότητας χρόνου (αφού το Κολέγιο των Εκλεκτόρων θα συνεδρίαζε εντός λίγων ημερών για να επικυρώσει την Προεδρική Εκλογή) δεν γινόταν να οριστούν σαφή κριτήρια και έπρεπε να σταματήσει η διαδικασία της επανακαταμέτρησης.
Είναι πολύ δύσκολο να φανταστεί κανείς ένα ρεαλιστικό σενάριο επανάληψης της ιστορίας. Το Ανώτατο Δικαστήριο το 2000 δεν διέκοψε την καταμέτρηση, ούτε καν την επανακαταμέτρηση, αλλά την δεύτερη επανακαταμέτρηση, των ψήφων. Η τότε διαφορά των δύο υποψηφίων ήταν στις 1,700 ψήφους αρχικά και στις 527 μετά την πρώτη επανακαταμέτρηση και αφορούσε στην μία αποφασιστική Πολιτεία που θα έκρινε τις εκλογές. Φέτος οι διαφορές είναι πολύ μεγαλύτερες και είναι σχεδόν αδύνατο να ανατραπούν σε κάποια επανακαταμέτρηση. Επίσης, δεν υπάρχει μία αποφασιστική Πολιτεία, το οποίο σημαίνει ότι δεν θα αρκούσε καν μία επιτυχής προσφυγή αλλά χρειάζονται περισσότερες, αφού ο Πρόεδρος Τραμπ θα αποζητά ανατροπή σε τουλάχιστον 2, ίσως και 3. Επιπλέον, ιστορικά, τα Δικαστήρια παρεμβαίνουν για να επιλύσουν ζητήματα σχετικά με τους όρους διεξαγωγής των εκλογών ΠΡΙΝ την διεξαγωγή τους και είναι πολύ πιο διστακτικά να το πράξουν μετά και ακόμη περισσότερο να ακυρώσουν καταμετρημένες ψήφους. Η παγία νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου σαφώς ορίζει ότι, ακόμη κι αν υπήρξε κάποιο νομικό ή διαδικαστικό ελάττωμα στη διαδικασία της ψηφοφορίας, η Αρχή της Εμπιστοσύνης (Reliance Principle) επιβάλλει την καταμέτρηση κάθε ψήφου καθώς η ακύρωση της θα συνιστούσε δυσανάλογα επαχθή κύρωση που θα αντίκειτο στην Δημοκρατική Αρχή. Τέλος, όλα όσα φαίνεται μέχρι στιγμής να ισχυρίζεται το επιτελείο του Προέδρου, ΔΕΝ αφορούν λεπτά νομικά και συνταγματικά θέματα, που συνήθως επιλύονται από το Ανώτατο Δικαστήριο, αλλά απλά διαδικαστικά και πρακτικά ζητήματα, για τα οποία αρμόδια είναι τα κατώτερα Δικαστήρια και μάλιστα για την ώρα δεν έχουν προσκομιστεί και στοιχεία.
Ωστόσο, υπάρχει και ένας άλλος λόγος που καθιστά εξαιρετικά αμφίβολο ότι οι Δικαστές ,και ειδικά οι Ανώτατοι Δικαστές, θα θελήσουν να παρέμβουν υπέρ του Προέδρου: Κάθε Δικαστής έχει τις ιδεολογικές του προτιμήσεις, όμως αυτές αναδεικνύονται και εκφράζονται εντός ενός συγκεκριμένου μακρόχρονου νομικού πλαισίου. Αν δύο πλευρές παρουσιάσουν αρκούντως λογικά και τεκμηριωμένα νομικά επιχειρήματα εντός αυτού του πλαισίου, τότε μπορεί η ιδεολογία του Δικαστή, νομική ή και φιλοσοφική, να γείρει την πλάστιγγα. Εφόσον όμως μία προσφυγή εκφεύγει του πλαισίου αυτού, απορρίπτεται. Κανένας Δικαστής δεν θα διακινδυνέψει το προσωπικό και θεσμικό του κύρος προκειμένου- αβάσιμα και ατεκμηρίωτα- να εξυπηρετήσει βραχυχρόνια πολιτικά συμφέροντα, ειδικά όταν το διακύβευμα είναι η θέση του Προέδρου των ΗΠΑ και η λαϊκή βούληση είναι αρκετά ξεκάθαρη. Ίσως ο Ντόναλντ Τραμπ και ο στενός του κύκλος να μην το γνωρίζουν αυτό, όμως οι Τζέιμς Μπέικερ και Μπεν Γκινσμπουργκ, έγκριτοι Ρεπουμπλικανοί δικηγόροι και επικεφαλής του επιτελείου του George W Bush το 2000 το ξέρουν καλά. Ίσως γι’ αυτό τον έχουν ήδη προειδοποιήσει δημοσίως ότι μικρή σχέση έχει το 2020 με το 2000..
*Ο κ. Νικόλας Νικολαϊδης, Διδάκτωρ Πολιτικών Επιστημών ΕΚΠΑ, Δικηγόρος.