Στις δημοκρατικές εκλογές της Ταϊβάν οι ψηφοφόροι έκαναν αυτό ακριβώς που οι πολίτες της Κίνας δεν μπορούν: Αψήφησαν ανοιχτά τον πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ. Οι απειλές έπεσαν στο κενό και ο μισητός στο Πεκίνο Λάι Τσενγκ-τε εξελέγη στην προεδρία, σηματοδοτώντας μία τρίτη, ιστορική θητεία στα ηνία για το Προοδευτικό Δημοκρατικό Κόμμα (DPP).
Καθώς η ετυμηγορία των ψηφοφόρων δόθηκε, το βλέμμα τώρα στρέφεται διεθνώς στο πώς ο Λάι Τσενγκ-τε θα διαχειριστεί το ζήτημα της αυτονομίας της νήσου και τις ισορροπίες τρόμου με το Πεκίνο, και ποια ένταση θα λάβει η αντίδραση της κινεζικής ηγεσίας για τη νίκη του που ήλθε να πλήξει το κύρος του Σι Τζινπίνγκ και ολόκληρο το αφήγημά του για την «αναγέννηση του κινεζικού έθνους» που έχει ως πυρήνα την ενοποίηση της Ταϊβάν με την Κίνα.
H Ταϊβάν ήταν και, μετά την εκλογική αναμέτρηση της 13ης Ιανουαρίου, παραμένει η σοβαρότερη εστία που μπορεί να οδηγήσει σε ανάφλεξη τις σινο-αμερικανικές σχέσεις, ωστόσο πολιτικοί και στρατιωτικοί αναλυτές δεν διακρίνουν πρόθεση της Κίνας -τη δεδομένη στιγμή- να δυναμιτίσει το κλίμα σε βαθμό που να καταστήσει αναπόφευκτη μία σύγκρουση που θα συμπαρέσυρε τις Ηνωμένες Πολιτείες, καθώς ούτε η οικονομία της, ούτε οι γεωπολιτικές της βλέψεις ευρύτερα, το «σηκώνουν».
Η αρχική απάντηση στη νίκη του «ταραχοποιού» και «εγκληματία αυτονομιστή», όπως χαρακτηρίζει το κινεζικό καθεστώς τον Λάι Τσενγκ-τε, ήταν προβλέψιμη. Ανακοινώσεις εκδόθηκαν σε σκληρό ύφος με αιχμή ότι «η Ταϊβάν είναι τμήμα της Κίνας, και αυτό δεν αλλάζει», ενώ οι πρεσβείες στις χώρες που συνεχάρησαν τον Λάι Τσενγκ-τε για τη νίκη του, τις καταδίκασαν για «ανάμειξη στις εσωτερικές υποθέσεις» της Κίνας με τα σφοδρότερα «πυρά» να κατευθύνονται στην Ουάσινγκτον.
Τέσσερα πολεμικά πλοία εντοπίστηκαν να πλέουν κοντά στην Ταϊβάν λίγες ώρες μετά την ψηφοφορία, ενώ ένα κινεζικό κατασκοπευτικό αερόστατο -όπως εκείνο που κατέρριψαν στις αρχές του 2023 στην επικράτειά τους οι Ηνωμένες Πολιτείες- αιωρούνταν στα βορειοδυτικά παράλια κοντά στην πρωτεύουσα, Ταϊπέι. Είναι μία «μετρημένη» πρώτη αντίδραση και αναλυτές δεν «βλέπουν» το Πεκίνο να κλιμακώνει σε επικίνδυνο βαθμό πριν από την προγραμματισμένη για τις 20 Μαΐου ορκωμοσία του νέου προέδρου, όταν και θα αρχίσει πιο καθαρά να διαφαίνεται πώς η εκλογή του θα επηρεάσει το τρίπτυχο Ταϊβάν, Κίνας και Ηνωμένων Πολιτειών.
Έως τότε, θεωρείται ευρέως ότι το Πεκίνο θα επιχειρήσει να κινηθεί σε μία λεπτή ισορροπία μεταξύ του εκφοβισμού της Ταϊπέι και της παρότρυνσης της Ουάσινγκτον να «χαλιναγωγήσει» τον νέο πρόεδρο, αποφεύγοντας ιδιαίτερα εμπρηστικές ενέργειες που θα έστρεφαν ακόμη περισσότερο εναντίον της Κίνας την κοινή γνώμη της Ταϊβάν. Η στρατιωτική πίεση είχε ήδη αυξηθεί και θα παραμείνει υψηλή ως προειδοποίηση προς τον Λάι Τσενγκ-τε να μην περάσει την «κόκκινη γραμμή» στην ομιλία της ορκωμοσίας του.
Κινεζικά μαχητικά αεροσκάφη, μη επανδρωμένα αεροσκάφη και πλοία περικυκλώνουν ήδη σχεδόν καθημερινά την Ταϊβάν. Ωστόσο ελάχιστοι αναμένουν μία επίδειξη ισχύος ανάλογη του αεροναυτικού αποκλεισμού που επιβλήθηκε στη νήσο ως αντίποινα για την επίσκεψη του πρώην αντιπροέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ, Νάνσι Πελόζι, στην Ταϊπέι το 2022.
Τα οικονομικά και διπλωματικά αντίποινα σε κάθε περίπτωση θεωρούνται δεδομένα. Θα μπορούσαν να επιβληθούν νέοι εμπορικοί περιορισμοί για τις εταιρείες της Ταϊβάν και να εκδηλωθούν κυβερνοεπιθέσεις στις υποδομές της, Ήδη στο διπλωματικό πεδίο η Ταϊβάν «έχασε» άλλη μία από τις ελάχιστες χώρες που την αναγνωρίζουν, Η δημοκρατία του Ναούρου, το μικρό νησάκι του Ειρηνικού, ανακοίνωσε χθες υπό κινεζική πίεση ότι διακόπτει τις διπλωματικές σχέσεις με την Ταϊβάν.
Η εκλογή του 64χρονου απερχόμενου αντιπροέδρου Λάι Τσενγκ-τε έρχεται ως επιβεβαίωση της πολιτικής της προκατόχου του, Τσάι Ινγκ-ουέν, η οποία κατά την οκταετή προεδρία της εδραίωσε τις σχέσεις και τη στρατιωτική συνεργασία με τις Ηνωμένες Πολιτείες απέναντι στην κινεζική απειλή. Στο κρίσιμο ζήτημα της αυτονομίας της νήσου, ο Τε ακολουθεί τη γραμμή της δίχως να αναφέρεται ρητά σε ανεξαρτησία αλλά υποδεικνύοντας πως η Ταϊβάν είναι ήδη ανεξάρτητη.
Οι πρώτες δηλώσεις του μετά την εκλογική νίκη είχαν στόχο να καθησυχάσουν τους σκεπτικιστές που ανησυχούν ότι μπορεί να προκαλέσει την Κίνα. Σε συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε, δήλωσε ότι θα επιδιώξει μια ισορροπημένη προσέγγιση, συμπεριλαμβανομένης της «συνεργασίας με την Κίνα», ακολουθώντας το δρόμο της προκατόχου του. Τα τελευταία οκτώ χρόνια, αφότου το DPP ανέλαβε την εξουσία, το Πεκίνο ανέστειλε το διάλογο και όλους τους επίσημους δεσμούς με την πρόεδρο Τσάι Ινγκ-ουέν, και είναι απίθανο να συνεργαστεί μαζί του.
Ο Λάι Τσενγκ-τε εισήλθε στο Κοινοβούλιο το 1999 ως «πολιτικός εργάτης για την ανεξαρτησία της Ταϊβάν». Έγινε πιο προσεκτικός μετά την ανάληψη κυβερνητικών ευθυνών, και σήμερα δηλώνει: «Δεν υπάρχει βούληση να κηρύξουμε ανεξαρτησία, το νησί μας είναι ήδη ντε φάκτο κυρίαρχο και το status quo στο Στενό εξυπηρετεί το συμφέρον της παγκόσμιας σταθερότητας. Η ειρήνη είναι ανεκτίμητη και ο πόλεμος δεν θα είχε νικητές», επειδή θα κατέστρεφε την παγκοσμιοποιημένη οικονομία.
Έχει δεσμευθεί να δαπανήσει περισσότερα για το στρατό της Ταϊβάν, να συνεχίσει το πρόγραμμα κατασκευής εγχώριων υποβρυχίων και να οικοδομήσει ακόμη στενότερες σχέσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Ιαπωνία και την Ευρώπη. Η Τσάι Ινγκ-ουέν είναι εκείνη που σφυρηλάτησε ιδιαίτερα στενές σχέσεις με την Ουάσιγκτον και ενέπνεε εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση Μπάιντεν ότι δεν θα φέρει τις ΗΠΑ προ εκπλήξεων. Η πολιτική αφετηρία του Λάι Τσενγκ-τε και η παρορμητική προσωπικότητα που κατ’ ορισμένους διαθέτει δείχνουν να απασχολούν τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Καθησυχαστικά λειτουργεί για την κυβέρνηση Μπάιντεν το γεγονός ότι αντιπρόεδρος θα αναλάβει η Χσιάο Μπι-κιμ, η οποία διατελούσε μέχρι πρόσφατα αντιπρόσωπος της Ταϊβάν στις ΗΠΑ. Είναι μάλλον εκείνη που θα αναλάβει να πείσει την Ουάσινγκτον πως μπορεί να εμπιστευθεί τον Λάι Τσενγκ-τε. Μετά τις εκλογές του Σαββάτου, ο επικεφαλής του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, Άντονι Μπλίνκεν, δήλωσε ότι οι ΗΠΑ είναι προσηλωμένες στη διατήρηση της ειρήνης και της σταθερότητας στο Στενό της Ταϊβάν και στην ειρηνική επίλυση των διαφορών, χωρίς εξαναγκασμό και πίεση.
Ο δρόμος για το νέο πρόεδρο θα είναι δύσβατος και στο εσωτερικό της Ταϊβάν, καθώς απέσπασε μεν την προεδρία, όμως η νέα κυβέρνηση είναι πιο αδύναμη συγκριτικά με την απερχόμενη καθώς το Προοδευτικό Δημοκρατικό Κόμμα δεν απέσπασε αυτοδυναμία. Στις βουλευτικές κάλπες, το αντίπαλο παραδοσιακό κόμμα Κουομιτάνγκ του Χιου Γιου-Γι, το οποίο και τάσσεται υπέρ ορισμένου βαθμού προσέγγισης με την Κίνα, διατηρεί ελαφρύ προβάδισμα. Από κοινού με το νεοεισερχόμενο Λαϊκό Κόμμα (TPP) υπό τον χειρουργό και πρώην δήμαρχο της Ταϊπέι Κο Γουέν-τζε συγκεντρώνουν επαρκή δύναμη για να μπλοκάρουν την ατζέντα του νέου προέδρου.
Η Κίνα προβάλλει την εκλογή Λάι με «μόνο» 40% και το γεγονός ότι το κόμμα του έχασε την κοινοβουλευτική πλειοψηφία ως απόδειξη ότι «το DPP δεν αντιπροσωπεύει την επικρατούσα κοινή γνώμη». Παρά τις απόπειρες του Πεκίνου να διασκεδάσει τις εντυπώσεις, η πραγματικότητα είναι η ψήφος υπέρ της δημοκρατίας, η αμιγώς ταϊβανέζικη ταυτότητα που εδραιώνεται και η απόκρουση των απειλών ότι το διακύβευμα στις κάλπες ήταν «ειρήνη ή πόλεμος». Το μήνυμα δεν χρήζει αποκωδικοποίησης και το έχει εισπράξει ξεκάθαρα ο Σι Τζινπίνγκ. Το ερώτημα είναι πώς θα απαντήσει.