Πολύ πέραν του ακροδεξιού Εθνικού Συναγερμού εξαπλώνεται το ωστικό κύμα του δικαστικού αποκλεισμού της Μαρίν Λεπέν από τις προεδρικές εκλογές του 2027, δίνοντας πιθανώς το έναυσμα για την αναδιάταξη του πολιτικού τοπίου της Γαλλίας. Η πολεμική για τη δικαστική απόφαση διογκώνεται και η ίδια η Λεπέν περνά στην αντεπίθεση με στρατηγική και επιχειρηματολογία που κινδυνεύει να υπονομεύσει την εμπιστοσύνη των πολιτών στο δικαστικό σύστημα και τους θεσμούς.
Η ηγέτις της γαλλικής Ακροδεξιάς έχει έλθει μπροστά στο οξύμωρο - κάποιοι αναλυτές το χαρακτηρίζουν έως τρόπον τινά και νέμεσις - να καταγγέλλει η ίδια επί χρόνια ότι η γαλλική Δικαιοσύνη είναι «επιεικής» στις ποινές της έναντι δημόσιων προσώπων και τώρα το Δικαστήριο του Παρισιού να εξαντλεί την αυστηρότητα του νόμου στο πρόσωπό της διά της επιβολής άμεσης στέρησης πολιτικών δικαιωμάτων μετά την καταδίκη στην υπόθεση της υπεξαίρεσης κονδυλίων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Ως θύμα συνωμοσίας του «συστήματος» προβάλλει εαυτόν η Μαρίν Λεπέν· καταγγέλλει μία δικαστική απόφαση υπαγορευμένη από πολιτικά κίνητρα και, θυμίζοντας τη ρητορική του Ντόναλντ Τραμπ, διαμηνύει πως «δεν θα τους αφήσουμε να μας κλέψουν τις προεδρικές εκλογές».
Η αντίστιξη έρχεται μέσω ενός βίντεο που κάνει τις τελευταίες ώρες το γύρο των γαλλικών μέσων κοινωνικής δικτύωσης, με την Λεπέν να δηλώνει στο πλατό του δικτύου Public Sénat το 2013, όταν η Ακροδεξιά κυμάτιζε τη «σημαία» κατά της διαφθοράς του κατεστημένου: «Πότε θα πάρουμε το μάθημά μας και θα θεσπίσουμε ισόβια απαγόρευση στο να εκλέγονται όσοι καταδικάστηκαν για πράξεις που διέπραξαν κατά τη διάρκεια της θητεία τους;». Η Μαρίν Λεπέν δηλώνει σήμερα θύμα ενός νόμου που η ίδια προωθούσε.
Καταγγέλλει παρέμβαση της Δικαιοσύνης στις εκλογές, όμως ήταν αναμενόμενη εν πολλοίς η στέρηση του δικαιώματος του εκλέγεσθαι με άμεση ισχύ - προ της εκδίκασης έφεσης - διότι εδώ και χρόνια είναι σχεδόν ο κανόνας σε περιπτώσεις καταδίκης για υπεξαίρεση δημόσιου χρήματος, βάσει του άρθρου 432-17 του Ποινικού Κώδικα, όπως τροποποιήθηκε από τον νόμο Sapin II της 9ης Δεκεμβρίου 2016 για τη διαφάνεια, την καταπολέμηση της διαφθοράς και τον εκσυγχρονισμό της οικονομικής ζωής.
Κατ' εφαρμογήν των νόμων που έχουν ψηφισθεί από την γαλλική Εθνοσυνέλευση ελήφθη η απόφαση, ωστόσο η ιδιαίτερη πολιτική ευαισθησία της συγκεκριμένης υπόθεσης, που έχει στο προσκήνιο την ηγέτιδα της Άκρας Δεξιάς που αποτελεί το φαβορί των επόμενων προεδρικών εκλογών, έχει εγείρει ενστάσεις και προβληματισμούς και πέραν του χώρου της γαλλικής και ευρωπαϊκής Άκρας Δεξιάς, με στελέχη της γαλλικής Δεξιάς αλλά και της Αριστεράς να δηλώνουν αντίθετοι ή να κρατούν σαφείς αποστάσεις από την απόφαση των δικαστών.
Τα περί εργαλειοποίησης της Δικαιοσύνης οδηγούν σε εξαιρετικά τεταμένο κλίμα που αντικατοπτρίζεται στις απειλές κατά της ζωής τους που δέχονται οι δικαστές που εξέδωσαν την απόφαση κατά της Μαρίν Λεπέν, τις οποίες και καταδικάζει το σύνολο του πολιτικού συστήματος. Το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο της Γαλλίας σε σπάνια ανακοίνωσή του καταγγέλλει τις απειλές προειδοποιώντας για κινδύνους «αμφισβήτησης της ανεξαρτησίας της δικαστικής αρχής, θεμέλιο του Κράτους Δικαίου». Η προεδρεύουσα της δίκης Μπενεντίκ ντε Περτουί έχει τεθεί υπό αστυνομική προστασία.
Η Λεπέν υποστηρίζει ότι της έριξαν μία «πολιτική πυρηνική βόμβα» και συνεργάτες της, του Μπαρντελά προεξάρχοντος, προβάλλουν την υπόθεση ως επίθεση κατά της δημοκρατίας, κοινώς καταγγέλλουν ποινικοποίηση της πολιτικής ζωής προκειμένου να ανακοπεί η πορεία μίας πολιτικής αντιπάλου προς την προεδρία της χώρας.
Οι υποστηρικτές της απόφασης υπογραμμίζουν ότι ουδείς είναι υπεράνω του νόμου, τονίζοντας ότι η απόδοση ευθυνών στους πολιτικούς για οικονομικά παραπτώματα ενισχύει τη Δημοκρατία και το Κράτους Δικαίου. Εξάλλου η Μαρίν Λεπέν δεν αποτελεί εξαίρεση στα πρόσφατα δικαστικά χρονικά της Γαλλίας, όπου μεταξύ άλλων έχουν καταδικαστεί δύο πρώην πρόεδροι της Δημοκρατίας (Σιράκ και Σαρκοζί), ένας πρώην πρωθυπουργός (Φιγιόν) και αρκετοί υπουργοί.
Σε κάθε περίπτωση, το γεγονός είναι ότι η δικαστική απόφαση για την Λεπέν δίνει πιθανώς το έναυσμα για αναδιάταξη του πολιτικού τοπίου της Γαλλίας, επηρεάζοντας πρωτίστως τον Εθνικό Συναγερμό, αλλά και τη Δεξιά, και το Κέντρο του προέδρου Εμανουέλ Μακρόν, ακόμα και την Αριστερά του Μελανσόν, που προτάσσει ότι η μάχη της Άκρας Δεξιάς πρέπει να δοθεί στην κάλπη και τους δρόμους.
Η αβεβαιότητα σχετικά με το ποιος θα είναι ο υποψήφιος πρόεδρος του Εθνικού Συναγερμού θα δοκιμάσει σοβαρά το «σύμφωνο» μεταξύ της Μαρίν Λεπέν και του Ζορντάν Μπαρντελά, ιδίως καθώς οι αντίστοιχοι κύκλοι τους δεν έχουν τις ίδιες σχέσεις εμπιστοσύνης, ούτε ακριβώς την ίδια πολιτική γραμμή. Η πολιτική μοίρα του Εθνικού Συναγερμού δείχνει στην κατεύθυνση του Ζορντάν Μπαρντελά, που έρχεται πρώτος στις δημοσκοπήσεις ως πιθανός υποψήφιος αντί της Λεπέν, δεν έχει όμως το πολιτικό εκτόπισμά της.
Ανεξαρτήτως αυτού, η ίδια δεν του δίνει το «δαχτυλίδι» για τη διεκδίκηση της προεδρίας τη δεδομένη στιγμή. Εκείνος από την πλευρά του προσπαθεί να παρουσιαστεί ως ο ιδανικός δελφίνος, το κάνει όμως με διακριτικό τρόπο, για να μην προσβάλλει την ηγέτιδα. Ιδανικά, θα ονειρευόταν μία ένωση των δεξιών δυνάμεων για την κατάκτηση του Μεγάρου των Ηλυσίων, αν όχι του Ματινιόν.
Προς το παρόν παραμένει απόλυτα πιστός στην Λεπέν, ωστόσο μπορεί να μην αργήσουν οι εντάσεις και σε αυτές θα προστεθούν και οι δυσκολίες διαχείρισης των οικονομικών του κόμματος, παρότι έχουν ενισχυθεί από τα 13 εκατ. ευρώ ετήσιας δημόσιας επιχορήγησης που λαμβάνουν πλέον με βάση τα πρόσφατα εκλογικά τους αποτελέσματα.
Ο Εθνικός Συναγερμός καλείται να επιστρέψει 3,2 εκατ. ευρώ στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και του επιβλήθηκε πρόστιμο επιπλέον 2 εκατ. ευρώ, ενώ προστίθενται οι οικονομικές αποζημιώσεις που οφείλονται από κάθε έναν από τους συγκατηγορούμενους, συνολικού ύψους άνω των 7 εκατ. ευρώ, τις οποίες η Λεπέν επιβεβαίωνε πάντα ότι θα πλήρωνε το κόμμα.
Αυτό που, ωστόσο, διακρίνει και στο οποίο δίνει έμφαση ο γαλλικός Monde είναι ότι η απομάκρυνση της Λεπέν από την κούρσα για την προεδρία το 2027 θα μπορούσε να αλλάξει τα πάντα στη Δεξιά. Πράγματι, το 2022, ήταν το ισχυρότερο εμπόδιο ενάντια σε μια συμμαχία μεταξύ της Δεξιάς και της Ακροδεξιάς. Επιπλέον, η ίδια και ο ακροδεξιός αντίπαλός της Ερίκ Ζεμούρ έτρεφαν αμοιβαία εχθρότητα, ενώ ο Μπαρντελά και η προσκείμενη στον Ζεμούρ ευρωβουλευτής Σάρα Κανφό έχουν καλύτερες σχέσεις.
Επιπλέον, η ανιψιά της Λεπέν, η ευρωβουλευτής Μαριόν Μαρεσάλ, δεν έχει εγκαταλείψει την ιδέα να είναι ένα μέλος της οικογένειας Λεπέν - η ίδια, εν προκειμένω - παρών στις προεδρικές εκλογές, όπως σε κάθε ανάλογη ψηφοφορία από το 1988. Επίσης, η ρεπουμπλικανική Δεξιά θα μπορούσε να δει τον Μπαρντελά ως έναν λιγότερο πεισμωμένο αντίπαλο, ακόμη και ως πιθανό εταίρο.
Με την απόφασή του, το δικαστήριο του Παρισιού μπορεί να έχει δώσει το έναυσμα για μια νέα πολιτική αναδιάταξη, γράφει η γαλλική εφημερίδα για να προσθέσει το σχόλιο πως «όσο για τον Ζαν-Μαρί Λεπέν, τον πρωτεργάτη του σχεδίου υπεξαίρεσης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, που πέθανε στις 7 Ιανουαρίου σε ηλικία 96 ετών, ταρακούνησε μεταθανάτια το πολιτικό του κίνημα για άλλη μια φορά»...
Επόμενο βήμα για την Μαρίν Λεπέν -η οποία διατηρεί τη βουλευτική της έδρα- είναι το Εφετείο, όπου όμως θα πρέπει να δώσει μάχη με τον χρόνο. Κανονικά το διάστημα που χρειάζεται για την εκδίκαση της έφεσης είναι δύο χρόνια, ωστόσο αν οι δικαστές το κρίνουν θα μπορούσε η διαδικασία να κριθεί κατά προτεραιότητα, λόγω έκτακτης περίπτωσης.
Το Εφετείο του Παρισιού ανακοίνωσε ήδη ότι έχουν κατατεθεί εφέσεις κατά της καταδίκης της Μαρίν Λεπέν για υπεξαίρεση και της στέρησης του δικαιώματος του εκλέγεσθαι, προσθέτοντας ότι σχεδιάζει να «εξετάσει την υπόθεση σε χρονικό πλαίσιο που θα καταστήσει δυνατή την έκδοση απόφασης έως το καλοκαίρι του 2026».
Εάν και εφόσον η απόφαση εκδοθεί πράγματι αρκετούς μήνες πριν από τις προεδρικές εκλογές του 2027 και είναι απαλλακτική, θα δώσει στην Ακροδεξιά ηγέτιδα αρκετό χρόνο για να οργανώσει την προεκλογική της εκστρατεία, αλλά αυτό είναι ίσως ένα απομακρυσμένο σενάριο. Η σφοδρότητα της επίθεσης κατά των δικαστών από την Λεπέν σίγουρα συνέβαλε στην έκδοση της ανακοίνωσης.
Το ωστικό κύμα από την καταδίκη της Λεπέν έχει, πάντως εξαπλωθεί πολύ πέρα από τον Εθνικό Συναγερμό. Ο Γάλλος πρωθυπουργός, Φρανσουά Μπαϊρού, φέρεται να εκμυστηρεύτηκε στο περιβάλλον του ότι «τον ενόχλησε η διατύπωση της απόφασης», η οποία προβλέπει άμεση εκτέλεση της πενταετούς ποινής αποκλεισμού, προκαλώντας αντιδράσεις ακόμη και στους κόλπους της κυβερνώσας συμμαχίας στην Εθνοσυνέλευση. Ο ίδιος πάντως έσπευσε να διευκρινίσει δημόσια ότι η κυβέρνηση «δεν έχει δικαίωμα» να «ασκήσει κριτική» σε μια δικαστική απόφαση.
Ιδιαίτερα καυστικό ήταν το σχόλιο της συντηρητικής Le Point, που δεν είθισται να είναι επιεικής με την Ακροδεξιά και τον λαϊκισμό. «Ο Μακρόν δικαίως ανησυχεί για τη ρωσική απειλή, αλλά θα πρέπει επίσης να ανησυχεί για την κυβέρνηση των δικαστών που επιταχύνει την κατάρρευση της Δημοκρατίας» έγραψε και αναρωτήθηκε:
«Είναι η Γαλλία ακόμη δημοκρατία; Εδώ δεν είναι η πολιτική εξουσία που την αμφισβητεί, όπως στις Ηνωμένες Πολιτείες επί εποχής Τραμπ. […] Αυτή τη στιγμή, στη χώρα μας, η απειλή προέρχεται από μια υπερκομματική δικαιοσύνη 'ελέω Θεού', που, εκμεταλλευόμενη την αδυναμία του κράτους, συνεχίζει να μετακινεί τα πιόνια της για να επιτύχει τους στόχους της».