Ο πυρήνας της δέσμευσης των Ηνωμένων Πολιτειών στην ασφάλεια του Ισραήλ ήταν ανέκαθεν και παραμένει ακλόνητος, όμως η Ράφα -εκεί όπου βρίσκονται τα εναπομείναντα τάγματα των τρομοκρατών της Χαμάς και όπου παράλληλα έχουν καταφύγει άνω του ενός εκατομμυρίου Παλαιστίνιοι άμαχοι- έχει έλθει να δοκιμάσει τη σχέση Ουάσινγκτον-Τελ Αβίβ τη στιγμή που η προοπτική εκεχειρίας στη Λωρίδα της Γάζας δείχνει να καταρρέει.
Με την κρίση στη Μέση Ανατολή να έχει καταστεί μείζον εσωτερικό πολιτικό ζήτημα για τις Ηνωμένες Πολιτείες καθ’ οδόν προς μία εξαιρετικά αμφίρροπη προεδρική αναμέτρηση με ιστορικό διακύβευμα και ενώ δεν διαφαίνεται «φως» στις διαπραγματεύσεις του Καΐρου, o Τζο Μπάιντεν συναρτά πλέον ευθέως τη συνέχιση της αποστολής επιθετικού οπλισμού στο Ισραήλ με το εάν θα διεξαχθεί ευρείας κλίμακας χερσαία εισβολή στη Ράφα.
Η εξουδετέρωση των τελευταίων ταγμάτων της Χαμάς, που παραμένουν στη Ράφα μαζί με τον ενορχηστρωτή της σφαγής της 7ης Οκτωβρίου Γιαχία Σινουάρ, αποτελεί διακηρυγμένο και αδιαπραγμάτευτο στόχο της ισραηλινής κυβέρνησης συνασπισμού εδώ και δύο μήνες. Ανεξαρτήτως, κατά δήλωση του Μπενιαμίν Νετανιάχου, εάν θα συναφθεί εκεχειρία -στην οποία η Χαμάς προσβλέπει όχι για την άμβλυνση της ανθρωπιστικής κρίσης στη Γάζα, αλλά για την επιβίωσή της και μόνο, εξ ου και οι τακτικισμοί και οι κωλυσιεργίες κατά τις διαπραγματεύσεις.
Η αντίθεση της αμερικανικής κυβέρνησης σε μία ευρείας κλίμακας χερσαία εισβολή στη Ράφα δίχως συνεκτικό σχέδιο απομάκρυνσης και προστασίας των αμάχων είχε εκφραστεί πολλάκις μέσω διπλωματικών διαύλων και δημόσια από τον πρόεδρο Τζο Μπάιντεν. Ωστόσο, καθώς πλέον έχουν ξεκινήσει περιορισμένης κλίμακας ισραηλινές επιχειρήσεις στα ανατολικά της πόλης και ο ίδιος τελεί υπό ολοένα και μεγαλύτερη πίεση στο εσωτερικό των ΗΠΑ, ο Μπάιντεν ανακοίνωσε πως δεν θα σταλούν στο Ισραήλ αμερικανικά επιθετικά όπλα και πυρομαχικά που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν στη Ράφα.
Για πρώτη φορά στους επτά μήνες που κρατά ο πόλεμος για την εκκαθάριση της Γάζας από το τέρας της Χαμάς, οι Ηνωμένες Πολιτείες παρακρατούν την παράδοση όπλων ως μέσο πίεσης για την αποτροπή μίας ενδεχόμενης μαζικής επιχείρησης, με τον Τζο Μπάιντεν να αναγνωρίζει επίσης για πρώτη φορά στην συνέντευξη που παραχώρησε στην Έριν Μπερνέτ του CNN πως έχουν υπάρξει απώλειες αμάχων από αμερικανικές βόμβες.
Η κυβέρνηση Μπάιντεν μπορεί να αποστασιοποιείται από μία ισραηλινή επιχείρηση Ράφα, αλλά όχι σαφώς από την ασφάλεια του Ισραήλ, όπως υπογράμμισε στη συνέντευξή του ο Τζο Μπάιντεν και επανέλαβε χθες, εν μέσω των αντιδράσεων που προήλθαν από το Τελ Αβίβ, ο εκπρόσωπος του Συμβουλίου Ασφαλείας του Λευκού Οίκου Τζον Κίρμπι.
Η στρατηγική στήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών στο Ισραήλ, όσο και η κοινή στόχευση για την εξουδετέρωση της Χαμάς, είναι αταλάντευτες και η κυβέρνηση Μπάιντεν θα εξακολουθήσει να παράσχει αμυντικά όπλα, περιλαμβανομένου οπλισμού για χρήση από το σύστημα αντιπυραυλικής άμυνας Iron Dome. Αυτή καθαυτή η απόφαση περί αναστολής των παραδόσεων επιθετικού οπλισμού (ήδη από την περασμένη εβδομάδα έχει «παγώσει» η παράδοση φορτίου με περισσότερες από 2.000 βόμβες), θα συνεξαρτηθεί ως φαίνεται από τη μορφή και την έκταση που θα λάβει η ισραηλινή επιχείρηση στη Ράφα.
Παραπέμποντας στα λόγια του Τζο Μπάιντεν ότι το Ισραήλ θα έχει ό,τι χρειάζεται σε στρατιωτικό επίπεδο για να πολεμήσει την Χαμάς και αυτό δεν αλλάζει, ο Τζον Κίρμπι υπογράμμισε ότι οι ΗΠΑ θεωρούν πως η επιχείρηση στη Ράφα δεν θα επιταχύνει το στόχο της εξολόθρευσης της Χαμάς και προκρίνουν εναλλακτικούς τρόπους για την εξουδετέρωση των τρομοκρατών και του Γιαχία Σινουάρ. Η μαζικής κλίμακας επιχείρηση του είδους που έχει διαφανεί ότι μπορεί να σχεδιάζεται δεν έχει ξεκινήσει, και η απόφαση για τα επόμενα βήμα εναπόκειται στο Ισραήλ, κατά τον Τζον Κίρμπι. Ενώ το Ισραήλ διαθέτει επαρκή οπλισμό στα αποθέματά του για να πραγματοποιήσει μια ευρείας κλίμακας εισβολή στη Ράφα, η απόφαση των ΗΠΑ θα μπορούσε να αναγκάσουν τον ισραηλινό στρατό να περιορίσει τη χρήση συγκεκριμένων πυρομαχικών, εκτιμούν ορισμένοι ειδικοί.
Η στάση της κυβέρνησης Μπάιντεν αναπόφευκτα έχει δυναμιτίσει το πολιτικό κλίμα στο Ισραήλ πυροδοτώντας οργή κατά της Ουάσινγκτον. «Εάν χρειαστεί να σταθούμε μόνοι, θα σταθούμε μόνοι» ήταν η απάντηση που έδωσε ο Μπενιαμίν Νετανιάχου στον Τζο Μπάιντεν. Σε ειρωνικό και εμπρηστικό τόνο ήλθε την ίδια στιγμή η αντίδραση εκ μέρους των ακροδεξιών εταίρων του κυβερνώντος συνασπισμού, Ιταμάρ Μπεν Γκβιρ και Μπεζαλέλ Σμότριτς. Ο μόνιμος αντιπρόσωπος του Ισραήλ στα Ηνωμένα Έθνη, Γκιλάντ Ερντάν, χαρακτήρισε «ενοχλητική» και «εξοργιστική» τη στάση Μπάιντεν.
Έντονες οι αντιδράσεις και στον ισραηλινό Τύπο, με ορισμένους αναλυτές να κάνουν λόγο για τη σοβαρότερη διπλωματική κρίση μεταξύ ΗΠΑ και Ισραήλ μετά τον πόλεμο του Λιβάνου το 1982, όταν η τότε κυβέρνηση Ρέιγκαν ανέστειλε την παράδοση πυρομαχικών διασποράς και άλλων όπλων στο Ισραήλ. Στον αντίποδα, άλλοι αναλυτές υποβάθμισαν τη βαρύτητα των γεγονότων, αναφέροντας ότι υπήρξαν πολύ σοβαρότερες ρωγμές στο παρελθόν και η ρήξη για τη συμφωνία του 2016 για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν ήταν πολύ χειρότερη. Να επωφεληθεί από την κατάσταση επιδίωξε ως είθισται την ίδια στιγμή στις Ηνωμένες Πολιτείες ο Ντόναλντ Τραμπ, με ισχυρισμούς περί «εγκατάλειψης» του Ισραήλ από τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Εν μέσω της τεταμένης ατμόσφαιρας, ο πρόεδρος Ισραήλ, Ισαάκ Χέρτζογκ, ευχαρίστησε από πλευράς του τις Ηνωμένες Πολιτείες για την υποστήριξή τους. «Ακόμα και όταν υπάρχουν διαφωνίες και στιγμές απογοήτευσης μεταξύ φίλων και συμμάχων, υπάρχει τρόπος να ξεκαθαριστούν οι διαφορές», επισήμανε.
Στο μέτωπο της Ράφα, οι ισραηλινές επιχειρήσεις συνεχίζονται ενώ επίκεινται αποφάσεις σε πολιτικό επίπεδο για το πώς θα προχωρήσει η επόμενη φάση του πολέμου. Αφότου δόθηκε η εντολή εκκένωσης για τα ανατολικά της Γάζας είχαν αναχωρήσει μέχρι χθες περί τους 80.000 Παλαιστίνιους με κατεύθυνση την Χαν Γιουνίς, τη διευρυμένη ανθρωπιστική ζώνη στο Αλ Μουάσι και στο Ντέιρ αλ-Μπάλαχ, σύμφωνα με την Υπηρεσία Αρωγής και Έργων του ΟΗΕ για τους Παλαιστίνιους Πρόσφυγες (UNRWA).
Όσον αφορά τις διαπραγματεύσεις προς επίτευξη εκεχειρίας, οι αντιπροσωπείες του Ισραήλ και της Χαμάς, καθώς και ο αρχηγός της CIA Ουίλιαμ Μπερνς, έχουν αποχωρήσει από το Κάιρο, δίχως να είναι σαφές εάν και πότε μπορεί να επαναληφθούν οι συνομιλίες. Η γενικευμένη αίσθηση είναι πως η κατάπαυση του πυρός έχει απομακρυνθεί κατά πολύ, παρ’ όλα αυτά η διαπραγμάτευση δεν θεωρείται λήξασα.