Η παράδοση στη Γερμανία θέλει τις κυβερνήσεις να εξαντλούν την τετραετία, όμως ο συνασπισμός στα χρώματα του «φωτεινού σηματοδότη» βρισκόταν σχεδόν σε μόνιμη κρίση από τη στιγμή που ανέλαβε το «πέρασμα» της χώρας στη μετά Μέρκελ εποχή και τελικά έσβησε στη χειρότερη δυνατή στιγμή για την Ευρώπη, όταν καλείται να «θωρακιστεί» έναντι της επερχόμενης προεδρίας Τραμπ.
Ένα δηλητηριώδες πολιτικό κλίμα και το φάσμα της αβεβαιότητας συνόδευσε την προδιαγεγραμμένη κατάρρευση του κυβερνώντος τρικομματικού συνασπισμού υπό τον Όλαφ Σολτς, ο οποίος ανέλαβε να ηγηθεί της δύσκολης συμμαχίας ή του «πειράματος» της συγκυβέρνησης με Πράσινους και Φιλελεύθερους κατόπιν της ιστορικής επιστροφής των Σοσιαλδημοκρατών (SPD) ως πρώτου σε κοινοβουλευτική δύναμη κόμματος στη γερμανική πολιτική σκηνή στις κάλπες του 2021.
Τρία χρόνια και αμέτρητες εσωτερικές έριδες μετά, ο συνασπισμός αποτελεί παρελθόν μετά τη ρήξη με τους Ελεύθερους Δημοκράτες (FDP) και η Γερμανία οδεύει σε πρόωρες εκλογές την 23η Φεβρουαρίου στη βάση της σχετικής συμφωνίας στην οποία κατέληξαν οι Σοσιαλδημοκράτες και η Χριστιανοδημοκρατική Ένωση (CDU) υπό τον Φρίντριχ Μερτς. Ο δρόμος προς τις κάλπες περνά μέσα από την ψήφο εμπιστοσύνης που θα ζητήσει, και θα χάσει, ο Σολτς στις 16 Δεκεμβρίου. Ο Γερμανός πρόεδρος, Φρανκ-Βάλτερ Στάινμαγερ, θα προχωρήσει ακολούθως στη διάλυση της Βουλής και την προκήρυξη εκλογών.
Το συμφωνηθέν χρονοδιάγραμμα έρχεται να δώσει σαφήνεια για τα επόμενα βήματα έπειτα από ημέρες εσωτερικών συγκρούσεων και εικασιών για το τι έπεται μετά την αποπομπή του υπουργού Οικονομικών και επικεφαλής του FDP Κρίστιαν Λίντνερ.
Η συγκυρία, ωστόσο, ήθελε τους τίτλους τέλους της πρώτης στα χρονικά τρικομματικής κυβέρνησης συνασπισμού να γράφονται ακριβώς τη στιγμή που βαφόταν την 5η Νοεμβρίου κόκκινος ο χάρτης στις ΗΠΑ με τη νίκη του Ντόναλντ Τραμπ. Και η συμφωνηθείσα ημερομηνία διεξαγωγής της ψηφοφορίας σημαίνει ότι η μεγαλύτερη ευρωπαϊκή οικονομία θα βρίσκεται στο μέσον της προεκλογικής εκστρατείας όταν ο Τραμπ θα ορκίζεται πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών στις 20 Ιανουαρίου -με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την Ευρώπη που τη δεδομένη στιγμή χρειάζεται ισχυρή ηγεσία απέναντι στο δόγμα Τραμπ «Πρώτα η Αμερική», και εν αναμονή των κινήσεων του νέου προέδρου στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής, πρωτίστως στο μέτωπο της Ουκρανίας, και φυσικά στο πεδίο της οικονομίας μπροστά στην προοπτική επιβολής δασμών.
Η διαχείριση της οικονομίας ήταν και η βασική αιτία της κατάρρευσης του συνασπισμού Σολτς, όπως έχει επισημάνει στο Liberal o πολιτικός αναλυτής Δρ. Ρόναλντ Μαϊνάρντους: «Σε αυτήν την, πλέον πρώην, κυβερνητική συμμαχία υπήρχαν εκ διαμέτρου αντίθετες ιδεολογικές απόψεις. Ο Κρίστιαν Λίντνερ και το μικρό φιλελεύθερο κόμμα του, FDP, επέμεναν σε μια αυστηρή δημοσιονομική πολιτική (θέτοντας ως αδιαπραγμάτευτο όρο την τήρηση του «φρένου χρέους»), ενώ ο Όλαφ Σολτς και οι Πράσινοι υποστήριζαν ότι η Γερμανία πρέπει να προχωρήσει σε νέο δανεισμό για να αντιμετωπίσει τις οικονομικές και πολιτικές προκλήσεις.
»Τελικά, οι επιπλέον στρατιωτικές δαπάνες για βοήθεια προς την Ουκρανία, που είχε ζητήσει ο Σολτς και τις οποίες απέρριψε ο υπουργός Οικονομικών, ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι, οδηγώντας στην κλιμάκωση της κρίσης και τη διάλυση της συμμαχίας. Συνοπτικά: ένα τοξικό μείγμα εξωτερικών και οικονομικών διαφορών σφράγισε το τέλος της κυβέρνησης. Η επανεκλογή του Ντόναλντ Τραμπ έδωσε μια ιδιαίτερη νότα στο γερμανικό δράμα».
Ο Όλαφ Σολτς, ο οποίος θα απευθυνθεί στην Μπούντεσταγκ σήμερα, είχε προτείνει αρχικά να διενεργηθούν οι εκλογές στα τέλη Μαρτίου, αλλά δέχθηκε πιέσεις από τους Χριστιανοδημοκράτες και τους Πράσινους να επισπεύσει τη διαδικασία. Η Χριστιανοδημοκρατική Ένωση (CDU) βρίσκεται σταθερά στην πρώτη θέση των δημοσκοπήσεων και ο ηγέτης της, και ως όλα δείχνουν επόμενος καγκελάριος, Φρίντριχ Μερτς, πίεζε για εκλογές το συντομότερο δυνατό.
Οι Χριστιανοδημοκράτες και το συντηρητικό αδελφό κόμμα της Βαυαρίας, η Χριστιανοκοινωνική Ένωση (CSU) συγκεντρώνουν ποσοστό 32% στις μετρήσεις, ενώ οι Σοσιαλδημοκράτες του Σολτς βρίσκονται στην τρίτη θέση, με ποσοστό 16%, ακριβώς πίσω από την εθνικολαϊκιστική Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD). Η Άκρα Δεξιά είναι απομονωμένη από τις υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις σε μία «υγειονομική ζώνη», γνωστή ως «Brandmauer», συνεπώς είναι σχεδόν βέβαιο ότι η ένωση CDU/CSU θα συγκροτήσει συνασπισμό με τους Σοσιαλδημοκράτες αν και δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι έως τότε θα βρίσκεται ο Όλαφ Σολτς στο «τιμόνι» του κόμματος.
Στην τελευταία δημοσκόπηση, που δόθηκε προ δύο ημερών στη δημοσιότητα, σχετικά με τη δημοτικότητα των 20 πιο επιφανών Γερμανών πολιτικών, ο Σολτς βρίσκεται στην προτελευταία θέση με 32,7%, μπροστά μόνο από τον συμπροεδρεύοντα της AfD Τίνο Κρουπάλα. Η πλειονότητα των Γερμανών προτιμά ως υποψήφιο καγκελάριο τον υπουργό Άμυνας Μπόρις Πιστόριους, ο οποίος τους τελευταίους μήνες είναι ο πιο δημοφιλής πολιτικός της χώρας. Συγκεκριμένα μεταξύ των υποστηρικτών του SPD, τον Πιστόριους επιλέγει το 58% και τον Σολτς το 30%.
Η πιθανότερη εκλογική έκβαση είναι ένας νέος μεγάλος συνασπισμός CDU/CSU-Σοσιαλδημοκρατών που έχει δοκιμαστεί στην πράξη, ωστόσο με βάση την τρέχουσα δημοσκοπική εικόνα και τον κατακερματισμό του πολιτικού τοπίου, συντηρητικοί και Σοσιαλδημοκράτες μπορεί να χρειαστούν τρίτο εταίρο, γεγονός που προδιαθέτει μάλλον σε έναν νέο συνασπισμό εξίσου διχασμένο με τον προηγούμενο. Αυτό διότι οι Πράσινοι με τον νυν αντικαγκελάριο Ρόμπερτ Χάμπεκ -που αυτή τη στιγμή συγκεντρώνουν ποσοστό 10%- έχουν γίνει αγαπημένος στόχος των συντηρητικών για τις πολιτικές τους σχετικά με τη μετανάστευση και το κλίμα, ενώ το FDP θα ταίριαζε καλύτερα με τους συντηρητικούς, αλλά όχι με το SPD για προφανείς λόγους. Οι Φιλελεύθεροι συγκεντρώνουν ποσοστό 4%, κάτω από το όριο εισόδου στη Βουλή, και μπορεί να μην αποτελούν ούτως ή άλλως επιλογή.
Το γερμανικό πολιτικό δράμα κορυφώθηκε καθώς η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης αναμένεται να συρρικνωθεί για δεύτερο συνεχόμενο έτος και εν μέσω αυξημένης γεωπολιτικής αστάθειας, με τους πολέμους να μαίνονται στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή. Η πλέον αντιδημοφιλής κυβέρνηση που είχε η Γερμανία εδώ και πολύ καιρό δεν μπορούσε ούτε να περάσει τον προϋπολογισμό, ούτε να έχει μία ενιαία και συνεκτική πολιτική, εν μέσω διαρκούς «καλπασμού» της Άκρας Δεξιάς.
Η πρώτη μεγάλη νίκη των εθνολαϊκιστών της AfD -και δη της πλέον ακραιφνούς και επικίνδυνης μορφής της- σε κρατιδιακές εκλογές από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ήλθε να σημάνει συναγερμό στην Ευρώπη τον Σεπτέμβριο. Στις κάλπες Θουριγγίας και Σαξονίας ήλθε να εδραιωθεί και η ακροαριστερή λαϊκιστική πλατφόρμα της Σάρα Βάγκενκντεχτ, που περισσότερα την ενώνουν παρά τη χωρίζουν από την AfD. Στις πρόωρες κάλπες του Φεβρουαρίου η Βάγκενκντεχτ, πολιτικό τέκνο της Ανατολικής Γερμανίας και επί σειρά ετών στην πρώτη γραμμή της Linke, πιθανότατα θα επιτύχει την είσοδο του κόμματός της στο ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο.