Του Γιώργου Παυλόπουλου
Η εντύπωση που έμεινε από την πρόσφατη συνάντηση κορυφής ανάμεσα στον Ντόναλντ Τραμπ και τον Βλαντίμιρ Πούτιν είναι ότι, καθώς η Ευρώπη αδυνατεί να ενωθεί και να παίξει τον ρόλο που (θεωρητικά) της αναλογεί, έχουν αποφασίσει να τη μοιράσουν μεταξύ τους. Και όπως είναι προφανές, προϋπόθεση γι'' αυτό είναι να αποτρέψουν την πορεία προς την πολιτική και οικονομική της ολοκλήρωση και, εάν είναι δυνατόν, να οδηγήσουν όσο περισσότερα μέλη της γίνεται προς την κατεύθυνση της εξόδου. Αυτός, άλλωστε, είναι και ο λόγος που ο Τραμπ επέπληξε τη Βρετανίδα πρωθυπουργό, Τερέζα Μέι, για το γεγονός ότι υποκύπτει στους ευρωπαϊστές και προσπαθεί να αποφύγει το «καθαρό Brexit».
Ακροδεξιός λαϊκισμός
Από αυτή την άποψη, δεν είναι τυχαίο ότι οι εκφραστές του ακροδεξιού λαϊκισμού σε (σχεδόν) όλες τις χώρες τάσσονται τόσο υπέρ του προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών όσο και του ομολόγου του της Ρωσίας. Οι πολιτικοί αυτοί, δηλαδή, που ετοιμάζονται να μπουν κάτω από την ομπρέλα του ιδρύματος που σχεδιάζει ο πάλαι ποτέ μυστικοσύμβουλος του Τραμπ, Στίβεν Μπάνον, δηλώνουν ότι επιθυμούν στενές σχέσεις με τη Μόσχα και πιέζουν τις Βρυξέλλες να άρουν τις κυρώσεις που έχουν επιβάλει εις βάρος της. Είναι, μάλιστα, οι ίδιοι που εναντιώνονται στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και το γερμανοκρατούμενο «διευθυντήριο», ζητώντας επιστροφή των εξουσιών στα κράτη-μέλη.
Και ποιους έχουν απέναντί τους, αλήθεια, οι κάθε λογής Σαλβίνι και Λεπέν, Τζόνσον και Φάρατζ, Στράχε και Βίλντερς; Ευτυχώς ή δυστυχώς (αναλόγως της σκοπιάς από την οποία το βλέπει κανείς), αλλά πάντως χωρίς να παίρνει αμφισβήτηση, εκεί θα συναντήσει κανείς αδύναμους ηγέτες, οι οποίοι είναι κυριολεκτικά όμηροι και υπό προθεσμία. Στις βόρειες Γερμανία και Βρετανία, αλλά και στις νότιες Ιταλία και Ισπανία, το τιμόνι βρίσκονται πολιτικοί που δεν έχουν τη δυνατότητα ούτε να ορθώσουν ανάστημα ούτε να προβάλουν ένα πειστικό εναλλακτικό σχέδιο. Έτσι, αναγκαστικά, το βάρος πέφτει στους ώμους του Μακρόν - κι αυτός, όμως, αποδεικνύεται πολύ μικρότερος από τη σκιά του, όπως απέδειξε και το πρόσφατε σκάνδαλο με τον νταή σωματοφύλακά του.
ΓΕΡΜΑΝΙΑ: Ήταν κάποτε η «σιδηρά καγκελάριος»
Η Άνγκελα Μέρκελ δεν είναι πλέον αυτή που ήταν τις προηγούμενες τρεις τετραετίες, δηλαδή από το 2005 ως το 2017, όταν κυριαρχούσε χωρίς αντίπαλο στην πολιτική σκηνή της Γερμανίας. Ακόμη και οι παραδοσιακοί της εταίροι, οι Βαυαροί Χριστιανοκοινωνιστές, δεν διστάζουν να την αμφισβητούν και να την εκβιάζουν ωμά, απειλώντας ακόμη και με ανατροπή την τέταρτη κατά σειρά κυβέρνησή της εάν δεν τους κάνει τα χατίρια, ειδικά στο προσφυγικό. Από κοντά και οι ακροδεξιοί της «Εναλλακτικής για τη Γερμανία», που έχουν εφορμήσει σαν γύπες στα τραυματισμένα κορμιά των παραδοσιακών κομμάτων της χώρας, ξεσκίζοντας τις εκλογικές και πολιτικές τους σάρκες.
Κακά τα ψέματα, η Μέρκελ είναι σήμερα μια αδύναμη καγκελάριος, ενώ δεν λείπουν και τα σενάρια ότι ενδέχεται να μην καταφέρει να ολοκληρώσει τελικώς τη θητεία της. Ως τέτοια δε, αδυνατεί να επιβάλει τη θέλησή της και τη γραμμή του Βερολίνου στην υπόλοιπη Ευρώπη, στερώντας έτσι τόσο την Ε.Ε. όσο και την ευρωζώνη από τον (φυσικό της, σε μεγάλο βαθμό) ηγέτη. Η καγκελάριος, την οποία ο Μπάρακ Ομπάμα έχρισε διάδοχό του και υπερασπιστή του «ελεύθερου δυτικού κόσμου» στα τέλη του 2016, προτού παραδώσει τα κλειδιά του Λευκού Οίκου στον Ντόναλντ Τραμπ, δεν εμπνέει πια τη γνωστή αίσθηση ισχύος και εμπιστοσύνης προς τους συμμάχους και τους ανταγωνιστές της.
ΙΣΠΑΝΙΑ - ΙΤΑΛΙΑ: Οι Νότιοι ψάχνουν την πυξίδα τους
Είναι κοινό μυστικό στα ευρωπαϊκά σαλόνια ότι ο πραγματικός ηγέτης της Ιταλίας σήμερα δεν είναι ο τύποις πρωθυπουργός της, ο μέχρι πρότινος άσημος και άπειρος πολιτικά Τζουζέπε Κόντε, αλλά ο Ματέο Σαλβίνι. Ο επικεφαλής της ακροδεξιάς, εθνικιστικής και αντιευρωπαϊκής Λέγκας δεν χάνει ευκαιρία, άλλωστε, να υπενθυμίζει ποιος είναι αυτός ο οποίος χαράσσει πολιτική -σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό απ'' ό,τι ο κυβερνητικός εταίρος του από το Κίνημα Πέντε Αστέρων, Λουίτζι ντι Μάγιο- τόσο στην οικονομική πολιτική όσο και στα άλλα κρίσιμα μέτωπα, όπως είναι το προσφυγικό και οι εξωτερικές σχέσεις της Ρώμης.
Την ίδια στιγμή, στη μεγαλύτερη από τις δύο χώρες της Ιβηρικής Χερσονήσου, η πολιτική αλλαγή που συντελέστηκε (σε μεγάλο βαθμό αναγκαστικά) μετά τη σοβαρότατη κρίση της Καταλονίας, έφερε στη θέση του πρωθυπουργού τον επικεφαλής των Σοσιαλιστών, Πέδρο Σάντσεθ. Μόνο που η φωτογένεια του Σάντσεθ και οι όρκοι πίστης προς το κατεστημένο της Μαδρίτης που υποχρεώθηκε να δώσει από την πρώτη στιγμή δεν του διασφαλίζουν και μια ισχυρή κυβέρνηση, καθώς το κόμμα του είναι μειοψηφία στη Βουλή και, κατά συνέπεια, έρμαιο εκείνων που τον στηρίζουν περιστασιακά και επειδή εξυπηρετούν τα δικά τους συμφέροντα και στοχεύσεις.
Συμπέρασμα: Ιταλία και Ισπανία μπορούν ανά πάσα στιγμή να βρεθούν ακυβέρνητες.
ΒΡΕΤΑΝΙΑ: Η απόλυτη μοναξιά της Τερέζα Μέι
Αναλαμβάνοντας η ίδια τα ηνία των διαπραγματεύσεων με τις Βρυξέλλες για το Brexit, όπως ανακοίνωσε αυτή την εβδομάδα, η Βρετανίδα πρωθυπουργός απέδειξε ότι πλέον δεν εμπιστεύεται κανέναν, ούτε καν τους πιο στενούς συνεργάτες της και έχει αρχίσει να φοβάται και... τη σκιά της. Και πώς να συμβεί διαφορετικά, άλλωστε, όταν το προηγούμενο διάστημα είδε τον ένα μετά τον άλλο να εγκαταλείπουν το τρένο της κυβέρνησης: πρώτα ο υπουργός Εξωτερικών και οπαδός του «σκληρού» Brexit, Μπόρις Τζόνσον, αμέσως μετά ο επικεφαλής της βρετανικής διαπραγματευτικής ομάδας, Ντέιβιντ Ντέιβις, και τελευταίος ο υπουργός Άμυνας, ο -φιλοευρωπαϊστής σ'' αυτή την περίπτωση- Γκούτο Μπεμπ.
Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, στις διαδοχικές ψηφοφορίες που διεξάγονται στη Βουλή γύρω από τις τροπολογίες που αφορούν τη διαδικασία και την ουσία του «διαζυγίου» με την Ε.Ε., η Μέι διαπιστώνει με τρόμο ότι οι διαρροές από το κόμμα των Τόρις πληθαίνουν, τόσο από τη μία όσο και από την άλλη πλευρά. Είναι χαρακτηριστικό ότι την τελευταία φορά κατάφερε να διασωθεί για μόλις τρεις ψήφους - όμως, ολοένα περισσότεροι προβλέπουν ότι δεν θα αντέξει για πολύ και η «ώρα μηδέν» θα βρει τη χώρα με άλλον ή άλλη στο τιμόνι. Ενδεχομένως και πηγαίνοντας προς διαφορετική κατεύθυνση.
Αναδημοσίευση από Φιλελεύθερο της Παρασκευής 27ης Ιουλίου