Συνήθως είναι λογοτέχνες ή ποιητές, μυθικοί viveurs έστω, που μένουν στη συλλογική συνείδηση με τα βαρύγδουπα μότο τους ή τα συναισθηματικά φορτισμένα ρητά τους. Υπήρξε, ωστόσο, ένας κεντρικός τραπεζίτης, ακαδημαϊκός και τεχνοκράτης να ενταχθεί στην κατηγορία. Ο Μάριο Ντράγκι ήταν ο αυτουργός της σωτηρίας του ευρώ και ρόλος-κλειδί στην έκρηξη του χρέους μας και το ντελίριο της παραμονής μας στην ευρωζώνη.
Η απάντησή του «Whatever it takes» στη διάσημη πλέον συνέντευξη τύπου στο Λονδίνο στις 26 Ιουλίου του 2012, αναφερόμενος στην πρόθεση και το εύρος λήψης μέτρων της ΕΚΤ με στόχο τη σταθερότητα του νομίσματος, απέκτησε διαστάσεις μύθου και λειτούργησε ως αγχολυτικό σε ένα τοξικό κλίμα για την Ευρωζώνη και τις αγορές. Οι λεγόμενες PIIGS (Πορτογαλία, Ιρλανδία, Ιταλία, Ελλάδα) είδαν τα spreads τους να αντιδρούν ένα βήμα πριν την καταστροφή και ένας ολόκληρος θεσμός, όπως η ΕΚΤ, έγινε προσωποκεντρικός.
Κάποιος θα αναρωτηθεί δικαιολογημένα προς τι τόση εισαγωγή και δη χρωματισμένη με υποκειμενικότητα ως προς τον μόλις παραιτηθέντα Πρωθυπουργό της Ιταλίας. Η απάντηση είναι απλή: γιατί δεν καταβάλλω προσπάθεια να κρύψω την άποψή μου εν προκειμένω, θα είναι και η πολυτέλεια του να μην είσαι δημοσιογράφος στο επάγγελμα. Ο Ντράγκι ήταν η κότα με τα χρυσά αυγά σε μια χώρα που τελικά επέλεξε να γίνει vegan. Δεν έχουμε πολλές περιπτώσεις δημόσιων προσώπων με το αποδεδειγμένο παγκόσμιο κύρος και την ψυχραιμία του αποκαλούμενου «Σούπερ Μάριο».
Ο Ντράγκι εισήλθε δυναμικά στη δημόσια σφαίρα της Ιταλίας όταν τη δεκαετία του ΄90 ανέλαβε διευθυντής του Υπουργείου Κρατικού Προϋπολογισμού και νομισματικής πολιτικής (η Ιταλία είχε ξεχωριστή διαχείριση από το κλασικό Υπουργείο Οικονομικών). Η τότε θέση του είχε πολλά κοινά με τη θέση που μόλις άφησε. Ο Ντράγκι ήταν ο υπεύθυνος για τη συμμόρφωση της χώρας με τις κοινοτικές οδηγίες που καλούσαν σε ομογένεια στις ευρωπαϊκές κεφαλαιαγορές. Μέχρι σήμερα η ιταλική κεφαλαιαγορά και οι τράπεζες λειτουργεί κάτω από τον λεγόμενο «νόμο Ντράγκι».
Μετά την θητεία του στην ΕΚΤ δεν ήταν λίγες οι προσκλήσεις να αναλάβει την Προεδρεία της Ιταλικής Δημοκρατίας που αρνήθηκε, έως ότου προέκυψε η επόμενη μεγάλη κρίση: Το ιταλικό χρέος εκτινάχθηκε (πολύ πριν την πανδημία, αλλά αυτή ήταν η χαριστική βολή) και η χώρα κλήθηκε να συντάξει το δικό της Recovery Plan και τις απαιτούμενες από την ΕΕ νομοθετικές μεταρρυθμίσεις. Όταν ανακοινώθηκε ότι ο Ντράγκι δέχτηκε την πρόταση για πρωθυπουργία και ήχησε το καμπανάκι μετά την υπογραφή του, η χώρα μπήκε σε ένα πρωτόγνωρο κλίμα ευφορίας. Οι αγορές ήταν σε έκσταση, ενώ σήμερα η Ιταλία καταγράφει υψηλότερη ανάπτυξη από τη Γερμανία και τη Γαλλία -το ευρωπαϊκό της αντίπαλο δέος στους G8.
Ήταν, λοιπόν, η κυβέρνηση Ντράγκι ονειρική; Κάθε άλλο. Ο Ντράγκι βρέθηκε αντιμέτωπος με αδύναμες πλειοψηφίες, το «εισόδημα υπηκοότητας» και πιο αμφιλεγόμενο μέτρο της προηγούμενης κεντροαριστερής κυβέρνησης, καιροσκόπους και αέναο μιντιακό θόρυβο. Η χώρα ανέκτησε το διεθνές της κύρος ως μέλος των ισχυρών 8 του πλανήτη και σοβαρού διπλωματικού ρυθμιστή. Εσωτερικά ήταν πολύ διαφορετική η συζήτηση, με ελάχιστες ουσιαστικές πολιτικές που ψηφίστηκαν και τελικά τις προγραμματισμένες κάλπες του Σεπτέμβρη (πρωτόγνωρη ημερομηνία εκλογών, αν εξαιρεθούν τα μαύρα χρόνια της ιστορίας της Ρεπούμπλικα).
Ο Ντράγκι αφήνει σήμερα ως εναλλακτικές στους Ιταλούς πολίτες, λαοπλάνους πολιτικούς, απίθανες συμμαχίες, ανύπαρκτη πλειοψηφία, δύο μήνες προεκλογικής εκστρατείας express με τα αντίστοιχα τεράστια περιθώρια προπαγάνδας και μιντιακής χειραγώγησης, και μία σειρά πολιτικών-σταρ που εξωτερικά διαφημίζουν την υπεροχή τους για την ηγεσία και εσωτερικά μειώνονται σε καυγάδες επιπέδου δημοτικού σχολείου.
Οι δημοσκοπήσεις της διεθνούς εταιρείας έρευνας αγοράς Ipsos δίνουν 23,3% στην ακροδεξιά Fratelli d’Italia της Giorgia Meloni και 23,2% στο κεντροαριστερό PD, που ήταν και ο κυριότερος λόγος κατάρρευσης της κυβέρνησης Ντράγκι όσο η κεντροδεξιά συμμαχία συνέχιζε να τον στηρίζει. Εδώ εκρήγνυται η πολυπλοκότητα της κατάστασης. Η διεθνής κοινότητα δείχνει ιδιαίτερα ανήσυχη από την «ακραία» Meloni, η οποία αναδείχθηκε το πιθανότερο κεφάλι της κεντροδεξιάς συμμαχίας έναντι της εναλλακτικής ενός γηραιού Berlusconi και ενός εθισμένου στα ΜΜΕ και ασταθούς Salvini.
Ταυτόχρονα, και παρά τη διαφημισμένη στήριξη του βετεράνου Silvio στη γυναίκα εκ των τριών, οι πολιτικοί αρχηγοί αδυνατούν να παρουσιάσουν σοβαρό και κοινά αποδεκτό πρόγραμμα, ενώ οι προτάσεις τους παρουσιάζουν ξεκάθαρο αποπροσανατολισμό ως προς τους ψηφοφόρους που προσπαθούν να ελκύσουν. Εθνικιστικές εξάρσεις, προσήλωση στην πολιτική μετανάστευσης και flat tax, οι μόνες σαφείς θέσεις, πέφτουν στο κενό μεταξύ συγκρουόμενων δηλώσεων εν μέσω μιντιακού καταιγισμού, εσωτερικών διαμαχών και έλλειψης συστημικού οράματος εν καιρώ παγκόσμιας και εθνικής αστάθειας.
Η κατάσταση γίνεται ακόμη χειρότερη στην κεντροαριστερή όχθη, όπου δεν εντοπίζονται καν σταθερές συμμαχίες. Το κυρίαρχο κόμμα της προηγούμενης κυβέρνησης M5S αδυνατεί να συνάψει συμμαχία με το PD (παράγοντας που θα έδινε σοβαρή πιθανότητα να σχηματιστεί κυβέρνηση κεντροαριστεράς), που αντίθετα βρήκε έναν σύμμαχο στους Πράσινους (Verdi), ενώ ανοιχτά ενδεχόμενα αφήνει η Italia Viva του Renzi και ο αυτονομημένος από M5S Di Maio. Δηλώσεις του τύπου «Το PD θα πρέπει να στείλει ανθοδέσμη στον Letta», «Silvio, ευχαριστώ δε θα πάρω» και «Μία ψήφος παραπάνω και την αρχηγία θα την πάρω εγώ» δεν εκλείπουν, σε ένα κλίμα μακιαβελικού οπορτουνισμού, αναίσχυντου λαϊκισμού και πολιτικού παλιμπαιδισμού.
Σκέφτομαι, ως δεκαετής κάτοικος Ιταλίας πλέον, τι θα ψηφίσω αυτόν τον Σεπτέμβρη για το καλό μιας χώρας που μου φέρθηκε με γενναιοδωρία και μου έρχονται τραυματικά φλας της πατρίδας μου το 2015. Στη σημερινή διεθνή σκακιέρα, οι διαστάσεις του ιταλικού χρέους, η στρατιωτική και εμπορική θέση της χώρας και το ειδικό της βάρος στις υπερεθνικές συμμαχίες και θεσμούς θα ξεπεράσουν τρομακτικά την ελεγχόμενη έκρηξη μιας ελληνικής κρίσης. Αγαπητέ Μάριο, ας ελπίσουμε να άφησες κληρονομιά στον λαό σου τη διάκριση των τσαρλατάνων από τους πολιτικούς βεληνεκούς.
* H Αναστασία Γιακουμέλου είναι Καθηγήτρια Χρηματοοικονομικών στο University of Venice Ca' Foscari και Καθηγήτρια στον τομέα Συγχωνεύσεων και Εξαγορών στο Bocconi University, Milan