Μόσχα και Τεχεράνη οδηγούνται σε μία βαθύτερη σχέση αλληλεξάρτησης, την οποία καθορίζει ο ρους των γεγονότων σε Ουκρανία και Μέση Ανατολή, δύο πολεμικές συγκρούσεις οι οποίες αν και έχουν εντελώς διαφορετική αφετηρία οδηγούν τα συμφέροντα των δύο χωρών σε τροχιά σύγκλισης, προκαλώντας ανησυχία στις Ηνωμένες Πολιτείες και το Ισραήλ.
Η Ρωσία και το Ιράν είχαν ήδη μια ισχυρή αμυντική σχέση σε βάθος χρόνου, ωστόσο αυτή συνίστατο κυρίως στην αγορά ρωσικών όπλων από την Τεχεράνη. Οι εξελίξεις σε Μέση Ανατολή και Ουκρανία έχουν μετατοπίσει το κέντρο βάρους της διμερούς αυτής σχέσης, καθώς όσο η Μόσχα βαλτώνει στα πεδία των μαχών της Ουκρανίας αποδυναμώνεται η ικανότητα της να παρακρατεί υψηλή αμυντική τεχνολογία, την οποία αναζητά απελπισμένα το Ιράν, αλλά και σε ορισμένες περιπτώσεις βρίσκεται ακόμη στην αμήχανη για την ίδια θέση να αναζητά ιρανική τεχνολογία.
Η σύσφιγξη των δεσμών της Ρωσίας με το Ιράν από ό,τι φαίνεται άρχισε να εμβαθύνεται μετά τη σφαγή των αμάχων του Ισραήλ την 7η Οκτωβρίου, υπήρχε ωστόσο ως μία εξελισσόμενη διαδικασία από την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία.
Σε απάντηση της επιτυχημένης χρήσης των τουρκικών μη επανδρωμένων αεροσκαφών Bayraktar από την Ουκρανία, για παράδειγμα, η Μόσχα στράφηκε προς το Ιράν για να καλύψει τα κενά της σε ένα όπλο που γρήγορα έγινε καθοριστικός παράγοντας για την πορεία του πολέμου. Το Ιράν άρχισε να μεταφέρει μη επανδρωμένα αεροσκάφη (οπλισμένα και μη) στη Ρωσία τον Αύγουστο του 2022.
Τα ιρανικά UAV παράγονται φτηνά και μαζικά, οπότε -ακόμη και όταν αναχαιτίζονται- το κόστος της απώλειάς τους είναι χαμηλό σε σχέση με τους ακριβούς πυραύλους που επιπλέον απαιτούν μεγαλύτερο χρόνο παραγωγής. Με κινητήρα που βασίζεται σε κλεμμένα γερμανικά σχέδια, τα Shahed-136, κατασκευάζονται με κόστος από περίπου 18.000 έως 45.000 ευρώ ανά μονάδα. Η δαπάνη αυτή είναι μόνο ένα κλάσμα του κόστους που θα έπρεπε να δαπανήσει η Ρωσία για την παραγωγή δικών της πυραύλων, όπως ο Kalibr, ο KH-101 ή ο Iskander. Μέχρι τα τέλη Φεβρουαρίου, η Ρωσία είχε εκτοξεύσει περίπου 4.600 μη επανδρωμένα αεροσκάφη ιρανικής σχεδίασης, συχνά μαζικά σε σμήνη, τα οποία δεν μπορεί να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά η ούτως ή άλλως αδύναμη αεράμυνα της Ουκρανίας.
Για να μειώσει περαιτέρω το κόστος ανά μονάδα και να αυξήσει τον αριθμό των διαθέσιμων προς χρήση μη επανδρωμένων αεροσκαφών, η Ρωσία αγόρασε ιρανική τεχνογνωσία και δημιούργησε δικό της εργοστάσιο για εγχώρια παραγωγή στην περιοχή του Ταταρστάν. Έτσι, η Ρωσία συναρμολογεί πλέον τα Shahed και παράγει πολλά -όχι όλα- από τα εξαρτήματα εγχώρια, ενώ χρησιμοποιεί υψηλότερης ποιότητας κινητήρες, μικροηλεκτρονικά και οπτικά, που είτε παράγει η ίδια είτα τα εισάγει από την Κίνα. Παράλληλα, έχει βελτιώσει τις επικαλύψεις των επιφανειών καθιστώντας τα λιγότερο ορατά στα ραντάρ. Η Μόσχα φέρεται να έχει τώρα ως στόχο την παραγωγή 6.000 από αυτά τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη ετησίως μέχρι το επόμενο καλοκαίρι.
Από την άλλη, οι εξελίξεις στη Μέση Ανατολή αναγκάζουν την Τεχεράνη να ζητά και αυτή από τη Μόσχα όλο και περισσότερα σε στρατιωτικό υλικό. Το πιο πιεστικό πρόβλημα για την Τεχεράνη είναι η θλιβερή κατάσταση της πολεμικής αεροπορίας και οι αδυναμίες της στην αεράμυνα, γεγονός που την αφήνει έκθετη απέναντι στο Ισραήλ, που διαθέτει την ισχυρότερη αεροπορία στην περιοχή και αποτελεί την αιχμή της δύναμης κρούσης της, με δεδομένο και το γεγονός ότι την έκβαση μίας ενδεχόμενης σύγκρουσης μεταξύ Ισραήλ και Ιράν θα κρίνει η αεροπορική ισχύς, καθώς οι δύο χώρες δεν έχουν κοινό χερσαίο σύνορο για να αναμετρηθούν στο έδαφος. Επιπλέον, το Ιράν έχει απέναντί του και τη στρατιωτική ισχύ των Ηνωμένων Πολιτειών, οι οποίες εγγυώνται την ασφάλεια του Ισραήλ.
Ο Ρώσος πρώην υπουργός Αμυνας, Σεργκέι Σοϊγκού, και νυν γραμματέας του Συμβουλίου Ασφαλείας της Ρωσίας βρέθηκε στις αρχές Αυγούστου στην Τεχεράνη, όπου συναντήθηκε με αρκετούς αξιωματούχους, μεταξύ των οποίων και ο νέος πρόεδρος του Ιράν, Μασούντ Πεζεσκιάν, που φέρεται να είπε στον Σοϊγκού ότι το καθεστώς είναι «αποφασισμένο να επεκτείνει τις σχέσεις» με τον «στρατηγικό εταίρο του, τη Ρωσία». Σύμφωνα με πληροφορίες η Μόσχα έχει ικανοποιήσει το αίτημα της Τεχεράνης για μαχητικά αεροσκάφη Su-35, επιθετικά ελικόπτερα Mi-28 και εκπαιδευτικά αεροσκάφη Yak-130. Ορισμένα από τα τελευταία έχουν ήδη παραδοθεί και οι Ιρανοί πιλότοι ήδη εκπαιδεύονται σε αυτά. Η παράδοση των Su-35 θα μπορούσε να αρχίσει από φέτος εκτιμά στον ιστότοπο του Carnegie Endowment, ο Νικίτα Σμάγκιν, ερευνητής και αναλυτής σε θέματα Μέσης Ανατολής.
Σύμφωνα με το Politico, ενώ ο Σοϊγκού βρισκόταν στην Τεχεράνη, κυκλοφόρησαν πληροφορίες ότι η Ρωσία είχε μεταφέρει στο Ιράν συστήματα βαλλιστικών πυραύλων μικρού βεληνεκούς Iskander και συστήματα ηλεκτρονικού πολέμου Murmansk-BN. Με βεληνεκές περίπου 400-500 χιλιόμετρα και δυνατότητα εκτόξευσης συμβατικών ή πυρηνικών κεφαλών, ο Iskander αποτελεί πρωταρχικό στοιχείο της βαλλιστικής πυραυλικής ικανότητας της Ρωσίας. Το δε Murmansk-BN, που αναπτύχθηκε για πρώτη φορά το 2014, είναι ένα σύγχρονο σύστημα, το οποίο αναμφίβολα θα αποτελέσει αναβάθμιση για το Ιράν.
Η Ρωσία έχει μια σειρά από οικονομικά συμφέροντα στην περιοχή, όπως τις πωλήσεις όπλων, αλλά και την κατασκευή πυρηνικών εργοστασίων στην Αίγυπτο και την Τουρκία, ο συντονισμός με τις χώρες του Κόλπου στο πλαίσιο του OPEC+ στις διεθνείς αγορές πετρελαίου και αντιστρόφως οι αραβικές χώρες του Κόλπου προσπαθούν να διατηρούν καλές σχέσεις με τη Μόσχα τόσο επειδή έχουν την κουλτούρα των συναλλακτικών σχέσεων και βλέπουν συμφέρον σε αυτό, όσο και επειδή με αυτόν τον τρόπο την κρατούν σε απόσταση από το Ιράν. Είναι επίσης παρούσα στη Συρία από τον Σεπτέμβριο του 2015 και χρησιμοποιεί αυτή την παρουσία της ως εφαλτήριο για να προβάλλει ισχύ στην ανατολική Μεσόγειο, αλλά και ευρύτερα στη Μέση Ανατολή. Τα συμφέροντα αυτά παραμένουν αμετάβλητα και αν μη τι άλλο, δεδομένης της ρήξης με τη Δύση εξαιτίας της εισβολής στην Ουκρανία, αυτά τα συμφέροντα έχουν γίνει ακόμη πιο σημαντικά.
«Τα ρωσικά συμφέροντα σε γενικές γραμμές στη Μέση Ανατολή δεν έχουν αλλάξει τόσο πολύ με την πλήρους κλίμακας εισβολή στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022. Η Ρωσία επιδιώκει σταθερά να διασφαλίσει ορισμένα συμφέροντα στην περιοχή, συμφέροντα ασφαλείας» παρατήρτησε η Χάνα Νότε, εξωτερική συνεργάτις του προγράμματος Ευρασίας του Κέντρου Στρατηγικών και Διεθνών Μελετών (CSIS), σε εκδήλωση που διοργάνωσε το εδρεύων στην Ουάσινγκτον think-tank με αντικείμενο τη συνεργασία της Ρωσίας με το Ιράν. Η ίδια συμπλήρωσε, όμως, ότι «κάποια πράγματα έχουν αλλάξει τα τελευταία δύο και πλέον χρόνια. Και αυτό μας οδηγεί στο θέμα των σχέσεων Ρωσίας-Ιράν».
Από την πλευρά του, ο Τζον Άλτερμαν, διευθυντής του προγράμματος Μέσης Ανατολής του ίδιου Κέντρου, υποστηρίζει ότι «ίσως δεν είναι καν σωστό να αποκαλέσουμε τη σχέση Μόσχας-Τεχεράνης εταιρική σχέση», αλλά είναι περισσότερο «ένας συναλλακτικός τρόπος συνεργασίας».
Επισημαίνει δε ότι οι σχέσεις Μόσχας-Τεχεράνης είναι ιστορικά «ταλαιπωρημένες» από πέντε ρωσο-περσικούς πολέμους και την κατάληψη του βορείου Ιράν από τη Σοβιετική Ένωση, προσθέτοντας ότι οι δύο πλευρές δεν υπήρξαν πραγματικά ευθυγραμμισμένες στη Συρία, και έχουν πολύ διαφορετικές σχέσεις με την Τουρκία. «Αυτό είναι πραγματικά, πραγματικά πολύ περίπλοκο. Υπάρχει ένας τρόπος με τον οποίο ο πόλεμος στην Ουκρανία ξεκαθάρισε τα πράγματα τόσο για τους Ιρανούς όσο και για τους Ρώσους. Τους έδωσε μια στρατηγική ευκαιρία να συνεργαστούν» σχολιάζει ο δρ. Άλτερμαν χαρακτηρίζοντας καταληκτικά τις σχέσεις Ρωσίας-Ιράν «φίλοι με πλεονεκτήματα» (friends with benefits).