Το Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών είχε ήδη δώσει δείγματα γραφής ότι επρόκειτο να αποφανθεί υπέρ του Ντόναλντ Τραμπ «κρατώντας» τον στα ψηφοδέλτια του Κολοράντο και κάθε άλλης πολιτείας καθ’ οδόν προς τις προεδρικές εκλογές. Όπως και έπραξε. Η απόφαση ήταν ομόφωνη και ήλθε έγκαιρα εν όψει της Σούπερ Τρίτης για να ξεκαθαρίσει το ζήτημα οριστικά και να μην βυθιστεί σε ακόμη μεγαλύτερο χάος μία προεκλογική περίοδος σαν καμία άλλη. Ωστόσο, κατά τους ειδικούς ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες...
Οι εννέα δικαστές του Ανώτατου Δικαστηρίου -έξι συντηρητικοί, οι τρεις διορισθέντες επί προεδρίας Τραμπ, και τρεις προοδευτικοί- απεφάνθησαν ότι η εκάστοτε πολιτεία δεν έχει το συνταγματικό δικαίωμα να αποκλείσει υποψήφιο για ομοσπονδιακό αξίωμα στη βάση της επίμαχης μετεμφυλιακής ρήτρας περί εξέγερσης. «Πουθενά στο Σύνταγμα δεν απαιτείται να υπομείνουμε ένα τέτοιο χάος, που να εκτείνεται σε οποιαδήποτε στιγμή ή σε διαφορετικές χρονικές στιγμές, μέχρι και ίσως και μετά την ορκωμοσία», αναφέρεται στην ετυμηγορία που δικαιώνει τον υπόδικο πρώην πρόεδρο απέναντι στην πολιτειακή Δικαιοσύνη του Κολοράντο.
Η ομοφωνία όμως αρχίζει και τελειώνει εδώ· έπειτα, έρχεται σε πρώτο πλάνο η διαίρεση και «ανοίγουν» μεγαλύτερα ερωτήματα που αφορούν σε ποιες δικλείδες ασφαλείας υπάρχουν τελικά για τη θωράκιση της αμερικανικής Δημοκρατίας. Αυτή καθαυτή η απόφαση περί της υποψηφιότητας Τραμπ δεν ήλθε ως έκπληξη. Είναι η συνακόλουθη συνοδευτική γνωμοδότηση που εξέδωσε η συντηρητική πλειοψηφία των δικαστών που εξέπληξε και θορύβησε νομικούς και δικαστικούς κύκλους, και η οποία συγκέντρωσε τα «πυρά» των φιλελεύθερων συναδέλφων τους στο Ανώτατο Δικαστήριο.
Η πλειοψηφία -συγκεκριμένα οι πέντε εκ των έξι συντηρητικών δικαστών, καθώς η διορισθείσα από τον Τραμπ ανώτατη δικαστής Κόνι Μπάρετ διαφοροποιήθηκε- εγκαλείται ότι υπερέβη των αρμοδιοτήτων της κατά την εκδίκαση μίας ούτως ή άλλως πρωτοφανούς υπόθεσης που ήλθε ενώπιον του δικαστηρίου. Ο λόγος είναι ότι παράλληλα έκρινε ότι σε ομοσπονδιακό επίπεδο, μόνο το Κογκρέσο των Ηνωμένων Πολιτειών θα μπορούσε να αποκλείσει υποψηφιότητα για το προεδρικό αξίωμα στη βάση του Άρθρου 3 της 14ης Τροπολογίας και εφόσον περάσει σχετική ερμηνευτική νομοθεσία -που δεν έχει περάσει από το 1858 όταν εισήχθη το επίμαχο εδάφιο αμέσως μετά τον αμερικανικό Εμφύλιο.
Το Άρθρο 3 ορίζει ότι δεν έχει δικαίωμα να διεκδικήσει δημόσιο αξίωμα όποιος ενεπλάκη σε ανταρσία «έχοντας στο παρελθόν ορκισθεί, ως μέλος του Κογκρέσου ή ως αξιωματούχος των Ηνωμένων Πολιτειών ή ως μέλος οποιουδήποτε πολιτειακού κοινοβουλίου ή ως εκτελεστικός ή δικαστικός αξιωματούχος οποιασδήποτε πολιτείας, να υποστηρίζει το Σύνταγμα των Ηνωμένων Πολιτειών». Για την πολιτειακή Δικαιοσύνη του Κολοράντο η εισβολή στο Καπιτώλιο την 6η Ιανουαρίου 2021 ήταν ανταρσία και ο Τραμπ ήταν ο υποκινητής, εξ ου και τον απέκλεισε από τα ψηφοδέλτια στην κούρσα για το ρεπουμπλικανικό χρίσμα. Πρόκειται για διάταξη που έχει διχάσει ως προς την ερμηνεία και το πεδίο εφαρμογής της νομικούς και συνταγματολόγους, και η οποία ήλθε για πρώτη φορά στα χρονικά ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου.
Σε κάθε περίπτωση, το Ανώτατο Δικαστήριο δεν «άγγιξε» το ζήτημα εάν ο Τραμπ μετείχε ή δεν μετείχε σε ανταρσία. Και με τη γνωμοδότηση της και την έμφαση που δίνει στη δράση του Κογκρέσου, η συντηρητική πλειοψηφία έρχεται, όπως προειδοποιούν νομικοί, να περιορίσει την εξουσία του δικαστικού σώματος να ερμηνεύσει την 14η τροπολογία. Υπό αυτό το σκεπτικό, το Ανώτατο Δικαστήριο μπορεί να μην είναι σε θέση να αποκλείσει κάποιον όπως ο Τραμπ από τα εκλογικά ψηφοδέλτια, ακόμη και αν καταδικαστεί σε ομοσπονδιακό επίπεδο για εξέγερση. Οι φιλελεύθεροι δικαστές τονίζουν ότι ουσιαστικά «ευνουχίζεται» η δυνατότητα του Ανώτατου Δικαστηρίου να σταθμίσει το ζήτημα στο μέλλον, ενώ τη διαφωνία της εξέφρασε και η συντηρητική δικαστής Έιμι Κόνι Μπάρετ.
Ιδίως για την περίπτωση Τραμπ, ο Δημοκρατικός βουλευτής Τζέιμι Ράσκιν ανέφερε στον απόηχο της απόφασης του Ανώτατου Δικαστηρίου ότι είχε αρχίσει τη σύνταξη σχετικού νομοσχεδίου. Όμως είναι προφανές ότι ένα ανάλογο νομοσχέδιο ουδεμία τύχη έχει, δεδομένης της ευρείας υποστήριξης που απολαμβάνει ο Τραμπ στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, το οποίο και ελέγχει τη Βουλή των Αντιπροσώπων των Ηνωμένων Πολιτειών. Η απόφαση σαφώς όμως δεν περιορίζεται στον Ντόναλντ Τραμπ αλλά αγγίζει προεδρικές αναμετρήσεις του μέλλοντος στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Η εικόνα είναι περίπλοκη και ίσως αποτυπώνεται καλύτερα στην τοποθέτηση του Τζέι Μάικλ Λάτιγκ, εκ των πλέον γνωστών και έγκριτων συντηρητικών ομοσπονδιακών δικαστών που χαίρει ιδιαίτερης εκτίμησης στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Σε συνέντευξή του στο CNN και τον Τζέικ Τάπερ, ο Λάτιγκ απέφυγε να επικρίνει την απόφαση να παραμείνει ο Τραμπ στα ψηφοδέλτιο, αλλά δήλωσε ότι η απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου σχετικά με έτερα μείζονα συνταγματικά ζητήματα «ήταν τόσο σοκαριστική, όσο και πρωτοφανής». Υπογράμμισε ότι το Ανώτατο Δικαστήριο ούτε καλούνταν, ούτε έπρεπε να υπερβεί το στενό πεδίο της υπόθεσης.
Καθίσταται πρακτικά αδύνατο να αποκλείονται στασιαστές από την ανάληψη ομοσπονδιακών αξιωμάτων μελλοντικά, υπογράμμισε. «Ουσιαστικά το δικαστήριο αποφάσισε σήμερα ότι κανένα πρόσωπο στο μέλλον δεν θα αποκλείεται ποτέ βάσει του Αρθρου 3 της 14ης τροπολογίας, ανεξάρτητα [από] το αν έχει εμπλακεί σε εξέγερση ή στάση κατά του Συντάγματος των Ηνωμένων Πολιτειών», επισήμανε ο Λάτιγκ, ο συνταξιοδοτηθείς δικαστής που συμβουλεύτηκε ο πρώην αντιπρόεδρος Μάικ Πενς όταν δεχόταν ασφυκτικές πιέσεις από τον Ντόναλντ Τραμπ να εμποδίσει την επικύρωση της δημοκρατικής εκλογής του Τζο Μπάιντεν την 6η Ιανουαρίου 2021 από το Κογκρέσο, χωρίς ούτε καν να έχει την αρμοδιότητα να το πράξει ακόμη και αν τα περί νοθείας δεν ήταν όλα ψέματα.