Η ελληνική Θράκη αποτελεί μικρό τμήμα του γεωγραφικού χώρου που είναι γνωστός στην ιστορία ως «Μείζων Θράκη». Σήμερα, στην Ελλάδα ανήκει το 1/9 της Θράκης, ενώ τα 3/9 ανήκουν στην Βουλγαρία (είναι η «βόρεια Θράκη» ή αλλιώς «ανατολική Ρωμυλία») και τα 5/9 έχουν περιέλθει υπό την κυριαρχία των Τούρκων, μετά το άδοξο τέλος της Μικρασιατικής εκστρατείας. Είναι η γνωστή σε όλους «ανατολική Θράκη».
Από την εποχή των Βαλκανικών Πολέμων, σημειώθηκαν μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών, ενώ οι Τούρκοι εφάρμοσαν μία καταπιεστική πολιτική εις βάρος του ελληνισμού της ανατ. Θράκης. Κατά τα έτη 1913–1917, 232.000 Έλληνες εγκατέλειψαν τις εστίες τους (στη Μακρά Γέφυρα, την Μάδυτο, τις Σαράντα Εκκλησιές, τη Ραιδεστό κ.α.) και άλλοι 96.000 οδηγήθηκαν σε καταναγκαστικά έργα στη Μ. Ασία.
Από τους τελευταίους, περίπου οι μισοί (50.000) επέστρεψαν ρακένδυτοι και σε κακή κατάσταση στις εστίες τους, μετά τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Είχε προηγηθεί το ξεκλήρισμα του ελληνισμού της ανατ. Ρωμυλίας, που υποχρέωσε 110.000 και πλέον γηγενείς Έλληνες να εγκαταλείψουν τις πατρογονικές εστίες τους.
Μετά τη διάσπαση του μετώπου στη Μ. Ασία και τη αποχώρηση ενός μεγάλου τμήματος του Ελληνικού Στρατού για τη μητροπολιτική Ελλάδα και τις νήσους του Αιγαίου, υπεγράφη η ανακωχή των Μουδανιών. Την 25η Σεπτεμβρίου/8η Οκτωβρίου 1922, ο Ελ. Βενιζέλος συμβούλεψε τους ηγέτες του στρατιωτικού κινήματος Πλαστήρα - Γονατά (που είχε εν τω μεταξύ επικρατήσει) να δεχθούν τις αποφάσεις της Διασκέψεως των Μουδανιών, εφ’ όσον θα είχαν την έγκριση των Βρεταννών αντιπροσώπων.
Επίσης, συνέστησε να ενημερωθούν και οι εκπρόσωποι της Θράκης, με την εξής φράση: «Ανακοινώσατε, παρακαλώ, τηλεγράφημα εις πληρεξουσίους Θράκης, Ανατολική Θράκη απωλέσθη ατυχώς δι’ Ελλάδα και επανέρχεται εις άμεσον κυριαρχίαν Τουρκίας, αποκλειομένης πάσης διαμέσου λύσεως, οία υπονοούμενη εις τηλεγράφημά σας. Επί πλέον υποχρεούμεθα να εκκενώσωμεν από τούδε Θράκην».
Επηκολούθησε η υπογραφή της συμβάσεως για την υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών, η οποία υπεγράφη την 30η Ιανουαρίου 1923. Το άρθρο 2 προέβλεπε την εξαίρεση των Ελλήνων Κωνσταντινουπολιτών και των μουσουλμάνων της δυτικής Θράκης, χαρακτηρίζοντας τους πρώτους εθνική και τους δευτέρους θρησκευτική μειονότητα. Εντούτοις, υπήρχε μία προϋπόθεση: οι πρώτοι έπρεπε να είχαν εγκατασταθεί στην Πόλη προ του Οκτωβρίου του 1918.
Ο συγκεκριμένος όρος επέφερε την εκδίωξη 38.000 Ελλήνων από την Κωνσταντινούπολη. Σημειωτέον ότι σύμφωνα με βρεταννικές στατιστικές, ο αριθμός των Ελλήνων Κωνσταντινουπολιτών έφθανε τις 300.000 (το 1914) και ξεπερνούσε τις 400.000 (το 1922). Αντιθέτως, ο αριθμός των μουσουλμάνων της Θράκης ήταν κατά πολύ μικρότερος, ανερχόμενος σε 86.000 (που αυξήθηκαν σύντομα σε 106.000).
Την 24η Ιουλίου 1923, υπεγράφησαν οι Συνθήκες της Λωζάννης, καθώς δεν επρόκειτο για ένα νομικό κείμενο αλλά για μία πλειάδα συνθηκών, πρωτοκόλλων και άλλων κειμένων. Σύμφωνα με την Συνθήκη Ειρήνης της Λωζάννης, το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως απογυμνώθηκε από όλες τις μη θρησκευτικού χαρακτήρα αρμοδιότητες, ενώ εξέλειπε πλήρως το σύστημα των millet.
Τα μειονοτικά δικαιώματα των Ελλήνων στην Κωνσταντινούπολη, την Ίμβρο και την Τένεδο (και αντίστοιχα των μουσουλμάνων της Θράκης) κατοχυρώνονταν από τα άρθρα 37, 38, 39, 41, 42, 43, 44 και 45 (Τμήμα Ε΄, Προστασία των Μειονοτήτων).
Από την επομένη, όμως, της υπογραφής της Συνθήκης, η Τουρκία άρχισε να περιορίζει τα δικαιώματα, που η προαναφερθείσα Συνθήκη παρείχε στους Έλληνες, καταπατώντας με απροκάλυπτο τρόπο τα άρθρα της και ασκώντας παντοιοτρόπως ποικίλες πιέσεις στα μέλη της ομογένειας και στο ίδιο το Πατριαρχείο. Είναι γνωστή η πορεία του ελληνισμού της Πόλης, που σήμερα αριθμεί μόλις λίγες χιλιάδες ψυχές, καθώς η τουρκική πολιτεία επέβαλε μία σειρά δυσβάστακτων φόρων (όπως ο βαρλίκ του 1942), έδιωξε χιλιάδες Ελλήνων με διάφορα προσχήματα και τέλος υπεχρέωσε τους εναπομείναντες να φύγουν μετά τα γεγονότα του 1955 και του 1964. Τα ίδια συνέβησαν και με τους Έλληνες της Ίμβρου και της Τενέδου, αν και τα δικαιώματά τους προστατεύονταν από το αρ. 14 της Συνθήκης Ειρήνης της Λωζάννης.
Την ιδία ώρα, η μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης διαβιεί μέσα σε καθεστώς πλήρους ισονομίας και ισοπολιτείας στην ελληνική επικράτεια, γεγονός που έχει οδηγήσει στην αριθμητική αύξηση των μελών της.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι Τούρκοι ήσαν αυτοί που επέμειναν στην χρήση του όρου «μουσουλμάνος» (αρ. 2β) επειδή στην Οθωμανική Αυτοκρατορία η θρησκεία μετρούσε πολύ περισσότερο από ότι η εθνικότητα, ενώ ήθελαν όλοι οι μουσουλμάνοι της δυτικής Θράκης να παραμείνουν στην περιοχή.
Αργότερα, ένα τουρκικό προξενείο εγκαταστάθηκε στην Κομοτηνή. Πιο συγκεκριμένα, αυτό δημιουργήθηκε το 1923, αρχικώς ως προξενικό γραφείο. Μετά το 1930, η κυβέρνηση Βενιζέλου συμφώνησε στην αναβάθμισή του σε προξενείο. Ήταν το αποτέλεσμα των συμφωνιών μεταξύ Βενιζέλου-Κεμάλ, οι οποίες εγκαθίδρυσαν στα χαρτιά την λεγόμενη «ελληνοτουρκική φιλία».
Το τουρκικό προξενείο στην Κομοτηνή λειτουργεί ως Γενικό Προξενείο, σε αντιστοιχία της δημιουργίας του Γενικού Προξενείου της Ελλάδος στην Κωνσταντινούπολη, από το 1950 έως σήμερα. Έχει γραφεί ότι αυτό απασχολούσε τουλάχιστον 20 υπαλλήλους, είχε ετήσιο προϋπολογισμό 15.000.000-20.000.000 ευρώ και 3.500 έμμισθους συνεργάτες, στα τέλη της δεκαετίας του 2000.
Σημειωτέον ότι οι πρόξενοι είναι ειδικοί διπλωματικοί υπάλληλοι, οι οποίοι δεν πρέπει να ασχολούνται με πολιτικά θέματα και μπορούν να έρχονται σε επαφή με τις τοπικές Αρχές για ζητήματα οικονομικής ή διοικητικής φύσεως προκειμένου να εξυπηρετούν τους πολίτες του κράτους που εκπροσωπούν.
Δεν επιτρέπεται η ανάμειξή τους, προς όφελος του κράτους από το οποίο προέρχονται, στις εσωτερικές υποθέσεις του κράτους διαμονής. Η αρμοδιότητα των προξένων περιορίζεται αποκλειστικά στην προξενική τους περιφέρεια. Αυτοί είναι υποχρεωμένοι να σέβονται τους νόμους του κράτους υποδοχής και να μην αναμειγνύονται στις εσωτερικές υποθέσεις του. Εντούτοις, αυτό φαίνεται πως δεν ισχύει για τους προξένους στην Κομοτηνή, με αποτέλεσμα η δράση τους να έχει καταγγελθεί επανειλημμένως στο παρελθόν.
Ποιος δεν θυμάται τον ρόλο του τουρκικού προξενείου στα Σεπτεμβριανά του 1955 ή τις καταγγελίες του Ανδρ. Παπανδρέου και του Κων. Μητσοτάκη στα τέλη της δεκαετίας του 1980. Αν και υπήρχε ακραία πολιτική πόλωση, οι ηγέτες των τότε μεγαλυτέρων κομμάτων καυτηρίασαν τη στάση του προξενείου.
Ήταν η περίοδος που εξελέγησαν οι «ανεξάρτητοι» βουλευτές Αχμέτ Σαδίκ και Αχμέτ Φαΐκογλου (στη Ροδόπη και την Ξάνθη, αντιστοίχως). Μάλιστα, οι συνδυασμοί τους – «Εμπιστοσύνη» (Güven) στη Ροδόπη και «Πεπρωμένο» (İkbal) στην Ξάνθη – έλαβαν το 32,7% των ψήφων στον νομό Ροδόπης και το 14,5% στον νομό Ξάνθης στις εκλογές του Ιουνίου 1989, το 29,1% και το 18,2% αντιστοίχως σε αυτές του Νοεμβρίου του ιδίου έτους καθώς και το 35,3% και το 25,4%, αντιστοίχως, τον Απρίλιο του 1990. Σημειωτέον ότι στις εκλογές του Νοεμβρίου 1990, ο Φαΐκογλου επέλεξε να μην υποβάλει υποψηφιότητα και στη θέση του εξελέγη ο ομόθρησκός του Ισμαήλ Μολλά Ροδοπλού.
Σημειωτέον ότι την εποχή εκείνη το προξενείο διακινούσε μία μαύρη λίστα με ονόματα Ελλήνων μουσουλμάνων. Όποιος αναγραφόταν σε αυτήν κινδύνευε με απαγόρευση εισόδου στην τουρκική επικράτεια, δήμευση της περιουσίας του στην Τουρκία, ακόμη και με απέλαση των παιδιών του, εάν αυτά σπούδαζαν σε τουρκικά πανεπιστήμια.
Μάλιστα, το 1990, είχε απελαθεί ο Τούρκος πρόξενος Κεμάλ Γκιουρ (Kemal Gur) λόγω των προκλητικών δηλώσεων και πράξεών του. Ενδεικτικώς αναφέρεται ότι δεν είχε διστάσει να χαρακτηρίσει (σε επιστολή του προς τη Νομαρχία Ροδόπης) τους Έλληνες πολίτες μουσουλμανικού θρησκεύματος «ομογενείς» του και «πολίτες τουρκικού γένους»!
Το κλίμα στην περιοχή ήταν ιδιαιτέρως τεταμένο και διάφορα περιστατικά έλαβαν χώρα και με αφορμή την επίσκεψη της επικεφαλής του τότε «Συνασπισμού» Μαρ. Δαμανάκη. Στα τέλη Ιανουαρίου 1990, το Πλημμελειοδικείο Κομοτηνής καταδίκασε τον Σαδίκ σε φυλάκιση 18 μηνών χωρίς αναστολή, για «πρόκληση πολιτών σε διχόνοια», επειδή (σε προεκλογική προκήρυξή του) αποκαλούσε τη μειονότητα «τουρκική».
Την αυτή περίοδο, η λογομαχία για το θέμα αυτό, μεταξύ δύο ασθενών στο νοσοκομείο της πόλεως, κατέληξε σε δολοφονικό κτύπημα του μουσουλμάνου ασθενούς κατά του χριστιανού Άγγελου Σολακίδη, που επέφερε τον θάνατό του, μετά από λίγες ημέρες.
Η κατάσταση φάνηκε να εξομαλύνεται τα επόμενα χρόνια, καθώς το προξενείο προσπάθησε να κάνει λιγότερο φανερή τη δραστηριότητά του. Βεβαίως, υπήρχαν περιπτώσεις όπως αυτή των Ευρωεκλογών του 2014 (όταν απέτρεψε την υποψηφιότητα της Σουλεϊμάν Σαμπιχά, η οποία είναι Ρομά) και στις πρόσφατες εκλογές, κατά τις οποίες η δράση του «υπερέβη τα εσκαμμένα».
Είναι σαφές ότι το τουρκικό προξενείο θέλει να είναι ο μόνος εκπρόσωπος της μειονότητας, την οποία αντιμετωπίζει ως ενιαίο σύνολο, αν και αυτή απαρτίζεται από τουρκογενείς, Πομάκους και Ρομά. Στο πλαίσιο αυτό, επεχείρησε να «εργαλοποιήσει» και διεθνείς φορείς, όπως η FUEN, το 2015 (σε ένα περιστατικό, στο οποίο ίσως γίνει αναφορά σε άλλο άρθρο).
Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι είναι τελείως διαφορετικό το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού με την υποχρέωση σεβασμού των διεθνών συμβάσεων και συνθηκών αλλά και των νόμων της χώρας στην οποία διαβιεί κάποιος, πολλώ δε μάλλον, όταν αυτός φιλοδοξεί να εκπροσωπήσει τον ελληνικό λαό στο Κοινοβούλιο.
Το θέμα έλαβε μεγάλες διαστάσεις, τώρα όμως ήρθε η ώρα να πέσουν οι τόνοι, καθώς έγιναν σαφείς σε όλους οι θέσεις και οι απόψεις του καθενός. Τα εθνικά θέματα δεν προσφέρονται για κομματική αντιπαράθεση. Αυτό ισχύει στο πολλαπλάσιο για το θέμα της μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης.
Η περιοχή αποτελεί ίσως το μόνο μέρος στην Ευρώπη, όπου δεν υπάρχει ένταση μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων. Αυτό αποτελεί επίτευγμα της ελληνικής Πολιτείας, το οποίο οφείλουμε να διαφυλάξουμε όλοι «ως κόρη οφθαλμού».
Είναι το μεγάλο πλεονέκτημα της Ελλάδας έναντι της Τουρκίας, η οποία όχι μόνο δεν τήρησε τις συμβατικές υποχρεώσεις της έναντι των μειονοτήτων, που διαβιούν στο έδαφός της αλλά φρόντισε για την αριθμητική συρρίκνωσή τους (σε βαθμό εξαφανίσεως), μέσα σε διάστημα λιγότερο των 100 ετών, ενώ βαρύνεται με το έγκλημα της Γενοκτονίας των Αρμενίων, Ασσυρίων, Μικρασιατών και Ποντίων.
* Ο Δρ. Ιωαν. Σ. Παπαφλωράτος είναι Νομικός-Διεθνολόγος, καθηγητής στρατιωτικών σχολών