Χρειάστηκε λίγο καιρό μέχρι να μάθουμε τι είναι η κινόα και οι σπόροι τσία, ενώ σύντομα θα μπει στη ζωή μας και ο αμάρανθος, το λεγόμενο superfood του 2017.
Η κινόα καλλιεργείται από τους πληθυσμούς των Άνδεων στη Νότια Αμερική εδώ και 4.000 χρόνια, αλλά στην εποχή μας αναδείχθηκε για την υψηλή περιεκτικότητα πρωτεϊνών της. Πριν αρχίσουν οι δυτικοί καταναλωτές να “κυνηγούν” την κινόα, οι μόνοι που την απολάμβαναν ήταν οι ίδιοι οι παραγωγοί της, οι φτωχοί αγρότες στις Άνδεις που την μάζευαν από τα βουνά.
Κύριος εξαγωγέας ήταν η Βολιβία, ενώ στο Περού η παραγωγή ήταν τόση όση για να καταναλωθεί εγχώρια. Το 2004 οι Περουβιανοί κατανάλωναν τα 3/4 της παραγωγής τους. Σιγά σιγά όμως, οι πλούσιοι της Δύσης ανακάλυψαν τις ευεργετικές ιδιότητες του ψευτοδημητριακού, με αποτέλεσμα να “εκτοξευτεί” η ζήτηση. Το υψηλότερο επίπεδο που έφτασε η τιμή της κινόα ήταν στα $6 ή $7 το κιλό, ενώ πριν την “ανακάλυψή” της κυμαινόταν στα $2-$3.
Η τιμή έφτασε στα ύψη γεγονός που άλλαξε την παγκόσμια παραγωγή, με μια μεγάλη αύξηση της προσφοράς. Οι αγρότες που ήδη καλλιεργούσαν κινόα συνέχισαν να το κάνουν, ενώ ακόμα και ευρωπαίοι αγρότες άρχισαν να ασχολούνται με το φυτό για να προλάβουν να κερδίσουν ένα μέρος της πίτας των κερδών. Σήμερα, η κινόα καλλιεργείται σε περισσότερες από 50 χώρες σε όλο τον κόσμο.
Είναι γνωστά άλλωστε τα αποτελέσματα της υπερπαραγωγής των superfoods, καθώς συχνά έχει παρατηρηθεί το φαινόμενο του να μην μπορούν να τα αγοράσουν οι ίδιοι οι παραγωγοί τους. Για μεγάλο διάστημα, στο Περού και στη Βολιβία ήταν πιο φτηνό να εισάγεις junk food παρά να αγοράσεις κινόα από το τοπικό σούπερ μάρκετ.
Ο πυρήνας του προβλήματος περιγράφεται χαρακτηριστικά από τον Karl Marx, ο οποίος αναφέρει πως “ο τελικός λόγος για όλες τις πραγματικές κρίσεις παραμένει η φτώχεια και η περιορισμένη κατανάλωση των μαζών, σε αντίθεση με την τάση της καπιταλιστικής παραγωγής να αναπτύσσει τις παραγωγικές δυνάμεις ωσάν η απόλυτη καταναλωτική δύναμη της κοινωνίας να αποτελεί το μόνο όριό τους”.
Όπως αναφέρει ο Economist, το εντυπωσιακό ωστόσο είναι πως μετά την τεράστια άνοδο στην τιμή της κινόα ακολούθησε μια “βουτιά” 40% από τον Σεπτέμβριο του 2014 και τον Αύγουστο του 2015.
Σε μια έρευνα των Marc F. Bellemare, Johanna Fajardo-Gonzalez και Seth R. Gitter κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η αύξηση στην τιμή αγοράς της κινόα συνδέεται με μία σημαντική άνοδο στην ευημερία του μέσου νοικοκυριού σε περιοχές όπου καταναλώνεται η κινόα, το οποίο υποδηλώνει ότι η αύξηση της τιμής της κινόα επέδρασε στη γενική ισορροπία που επεκτάθηκε στα νοικοκυριά που δεν εμπλέκονται στην παραγωγή.
Ένα ακόμη εύρημα ήταν ότι η παραγωγή κινόα συνδέεται με τον ταχύτερο ρυθμό ανάπτυξης της ευημερίας των νοικοκυριών, αλλά μόνο στο απόγειο της έκρηξης των τιμών της κινόα.
Ο δρόμος της επιτυχίας όμως δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα, καθώς η ζήτηση για κινόα οδήγησε στην καλλιέργεια ελάχιστων από τις 3.000 ποικιλίες του φυτού που υπάρχουν.
Ο Stefano Padulosi, ειδικός σε αγροτικά προϊόντα με λιγότερη ζήτηση στο ινστιτούτο Bioversity International, εξηγεί πως πολλές από τις ποικιλίες που έχουν εγκαταλειφθεί από τους αγρότες των Άνδεων αποτελούν το μέλλον της κινόα κι αυτό γιατί μπορούν να προσαρμοστούν στην κλιματική αλλαγή. Μαζί με τους συνεργάτες του, ο S. Padulosi εργάζεται στη Βολιβία και στο Περού για να δημιουργήσει τις κατάλληλες εγχώριες αγορές για τις “απειλούμενες” ποικιλίες κινόα. Η προσπάθειά τους περνάει μέσα από προγράμματα διατροφής σε σχολεία και νοσοκομεία και μέχρι στιγμής έχουν εμφανίσει μερική επιτυχία.
Δυστυχώς το μέλλον της κινόα προβλέπεται δυσοίωνο, καθώς λόγω της ξηρασίας που πλήττει τη Βολιβία η παραγωγή του φυτού μπορεί να μειωθεί έως και 50% μέσα στο 2017. Αυτό σημαίνει πως η παραγωγή θα μειωθεί από τους 69.000 τόνους που ήταν το 2016 στους 35.000.
Σύμφωνα με τον Benjamin Martinez, τον πρόεδρο της Ένωσης Παραγωγών Κινόα της περιοχής Anapqui, η σοδειά του 2017 θα μειωθεί 30%. Οι αγρότες έχουν πάψει να έχουν κίνητρα για τη συνέχιση της παραγωγής, καθώς λαμβάνουν ολοένα και πιο χαμηλές τιμές για την καλλιέργειά τους. Επίσης, η ξηρασία κατά τη διάρκεια της περιόδου σποράς, έχει μειώσει σημαντικά την έκταση που έχει σπαρθεί με κινόα, ενώ τέλος, η ξηρασία και οι ισχυροί άνεμοι έχουν πλήξει σοβαρά την καλλιέργεια σε όλη την περιοχή.
Επιμέλεια: Δανάη Μαραγκουδάκη