Ακόμη και σε ένα εντελώς πολωμένο πολιτικό και κοινωνικό περιβάλλον, θα πίστευε κανείς ότι τα δύο μεγάλα κόμματα των ΗΠΑ θα συμφωνούσαν σε κάτι θεμελιώδες, ότι δηλαδή μία υπερδύναμη θα πρέπει πάντα να εξυπηρετεί τα χρέη της.
Ωστόσο, τίποτα δεν είναι πια αυτονόητο στην Ουάσιγκτον και έτσι όλοι οι οικονομικοί δρώντες στον πλανήτη παρακολουθούν με αγωνία τις διαπραγματεύσεις που διεξάγονται εδώ και εβδομάδες ανάμεσα στον Λευκό Οίκο και την ηγεσία της Ρεπουμπλικανικής πλειοψηφίας στη Βουλή προκειμένου να εγκριθεί η απαραίτητη νομοθεσία ώστε να αποφευχθεί το αδιανόητο: Η χρεωκοπία της αμερικανικής κυβέρνησης.
Η νομοθεσία που υιοθετήθηκε το 1917, θέτει ένα νομικά επιβεβλημένο ανώτατο όριο χρέους το οποίο απαγορεύεται να υπερβεί η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση. Ουσιαστικά όμως, δεν σχετίζεται με την ανάληψη νέων χρεών της, αλλά με την εξυπηρέτηση όσων τώρα καθίστανται απαιτητά από τους δανειστές των ΗΠΑ.
Σε άλλες εποχές και πιο φυσιολογικές πολιτικές συνθήκες, το ζήτημα αυτό ουδέποτε απασχολούσε την επικαιρότητα και ήταν κάτι που διευθετείτο σχεδόν μηχανικά, με νόμους που περνούσαν με διακομματική συναίνεση και χωρίς να συνδέεται με όποιο άλλο ζήτημα που μπορεί κατά καιρούς να ήταν σημείο τριβής ανάμεσα σε Ρεπουμπλικάνους και Δημοκρατικούς.
Αυτό ήταν κάτι λογικό αφού τυχόν αποτυχία να αυξηθεί το όριο χρέους, θα οδηγούσε σε (τουλάχιστον) τεχνητή χρεωκοπία των ΗΠΑ, με εξαιρετικά απρόβλεπτες δυσμενείς επιπτώσεις, όχι απλώς για την αμερικανική, αλλά και την παγκόσμια οικονομία.
Αυτή η αυτονόητη συναίνεση σταμάτησε να υπάρχει, όχι με την εμφάνιση του Ντόναλντ Τραμπ, αλλά κάποια χρόνια νωρίτερα, επί προεδρίας Ομπάμα, όταν η νεοεκλεγείσα τότε Ρεπουμπλικανική πλειοψηφία στη Βουλή, υπό την επιρροή του Tea Party, προσπάθησε για πρώτη φορά το 2011 να χρησιμοποιήσει την απειλή μη αύξησης του ως διαπραγματευτικό όπλο για να εκβιάσει παραχωρήσεις στη δημοσιονομική πολιτική από την κυβέρνηση των Δημοκρατικών. Έκτοτε, συχνά η αύξηση του ορίου χρέους έχει μετατραπεί σε θρίλερ.
Το ίδιο συμβαίνει και τώρα, με το υπουργείο Οικονομικών να έχει ανακοινώσει πως δεν θα έχει πια τρόπο να διαχειριστεί το χρέος των ΗΠΑ χωρίς αύξηση του ορίου μετά την 1η Ιουνίου 2023. Αν και ορισμένοι Ρεπουμπλικάνοι θεωρούν μπλόφα αυτή την ανακοίνωση, η επίσημη ηγεσία φαίνεται να έχει αποδεχτεί ότι ισχύει αλλά επιμένει πως θα εγκρίνει την αύξηση μόνο αν υπάρξουν παραχωρήσεις, δηλαδή περικοπές κρατικών δαπανών από τον Λευκό Οίκο.
Από την άλλη πλευρά, ο Λευκός Οίκος επιμένει πως δεν προτίθεται να υποκύψει σε εκβιασμούς και υπαινίσσεται πως μπορεί να προβεί σε αντισυμβατικές ενέργειες, όπως η δημιουργία από το νομισματοκοπείο ενός νέου νομίσματος αξίας 1 τρις δολαρίων (!!), για να παρακάμψει το όριο χρέους, ενέργεια της οποίας η συνταγματικότητα δεδομένα θα αμφισβητηθεί, με εξίσου απρόβλεπτα αποτελέσματα. Είναι όμως ακόμη πιο αδιανόητο ο πρόεδρος Μπάιντεν να αφήσει τα πράγματα να οδηγήσουν σε ο,τιδήποτε άλλο πέραν της κανονικής εξυπηρέτησης του χρέους των ΗΠΑ.
Τις τελευταίες ώρες αχνοφαίνεται μία λύση στο αδιέξοδο, υπό τη μορφή μίας αύξησης του ορίου χρέους για 2 χρόνια, συνοδευμένη από ουσιαστικά συμβολικές περικοπές δαπανών, που θα επιτρέψει σε αμφότερα τα μέρη να δηλώνουν νικητές στη διελκυστίνδα των τελευταίων εβδομάδων.
Τυχόν συμβιβασμός θα αποτρέψει τα χειρότερα μέχρι τις επόμενες εκλογές, όμως η εικόνα που συνεχίζει να βγαίνει προς τα έξω, στους φίλους και εχθρούς των ΗΠΑ, ενός συγχυσμένου και δυσλειτουργικού πολιτικού συστήματος, τόσο βυθισμένου στην πόλωση, θα δημιουργήσει επιπλέον εύλογες ανησυχίες και ερωτηματικά.
Αυτά θα σχετίζονται όχι μόνο με την ισχύ αλλά και με τη διάθεση της υπερδύναμης να διαχειριστεί κι άλλες ευθύνες που έχουν αναλάβει εδώ και δεκαετίες, πέραν της εξυπηρέτησης του οικονομικού τους χρέους, απέναντι στο παγκόσμιο σύστημα ασφαλείας και στην ισορροπία του.
* O Νικόλας Νικολαΐδης είναι Διδάκτωρ Πολιτικών Επιστημών ΕΚΠΑ, Δικηγόρος