Όσοι πωλούν αρχαιότητες που κλάπηκαν από εμπόλεμες ζώνες θα πρέπει να διώκονται για συνέργεια σε εγκλήματα πολέμου και χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, ζητά το Ίδρυμα Κλούνεϊ για τη Δικαιοσύνη, το οποίο έχει ιδρυθεί από τον Τζορτζ και την Αμάλ Κλούνεϊ.
«Το παράνομο εμπόριο αρχαιοτήτων δεν είναι ένα έγκλημα χωρίς θύματα», τόνισε η Άνια Νεϊστάτ, η νομική διευθύντρια του The Docket, ενός προγράμματος του Ιδρύματος, παρουσιάζοντας στην Ουάσινγκτον μια διετή έρευνα για τη διακίνηση πολιτιστικών θησαυρών από το Ιράκ, τη Συρία, την Υεμένη και τη Λιβύη, που πουλήθηκαν στη συνέχεια στις ΗΠΑ και την Ευρώπη.
Το εμπόριο αυτό, που ελέγχεται από ένοπλες οργανώσεις, όπως για παράδειγμα από το Ισλαμικό Κράτος ή από τη Χαγιάτ Ταχρίρ αλ Σαμ –το πρώην παρακλάδι της Αλ Κάιντα στη Συρία– τους επιτρέπει με τα έσοδα να αγοράζουν όπλα και να χρηματοδοτούν επιθέσεις, εξήγησε η Άνια Νεϊστάτ.
Το Ισλαμικό Κράτος, την εποχή που είχε υπό τον έλεγχό του πολλά εδάφη της Συρίας και του Ιράκ (2011-16) ίδρυσε ένα «υφυπουργείο» αρχαιοτήτων το οποίο χορηγούσε άδειες σε άτομα που λεηλατούσαν αρχαιολογικούς χώρους και στη συνέχεια επέβαλε φόρους στην πώληση των αντικειμένων.
Η αρχαιοκαπηλία θεωρείται έγκλημα πολέμου από τις Συμβάσεις της Γενεύης για την προστασία των θυμάτων πολέμου, από το Καταστατικό της Ρώμης του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου και από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, υπογράμμισε μια δικηγόρος του ιδρύματος, η Μανέλ Σιμπάν.
Τα κλεμμένα αντικείμενα περνούσαν από την Τουρκία, τον Λίβανο, την ανατολική Ευρώπη ή την Ταϊλάνδη για να καταλήξουν σε εμπόρους έργων τέχνης ή να πουληθούν διαδικτυακά, με ιδιωτικές αγοραπωλησίες.
Τα περισσότερα από τα αντικείμενα που εντοπίζονται και κατάσχονται επιστρέφονται τελικά στις χώρες όπου ανήκουν. Οι μεταπωλητές όμως δεν διώκονται για τις πράξεις τους, δεν θεωρούνται εγκληματίες πολέμου, σύμφωνα με το ίδρυμα.
Η Άνια Νεϊσράτ είπε ότι οι ποινικές διώξεις είναι «ένα θεμελιώδες στοιχείο για να σπάσει ο κύκλος» του λαθρεμπορίου και να διασφαλιστεί ότι θα εξαρθρωθούν τα κυκλώματα, για να σταματήσει η λεηλασία.
Πρόσφατα οι γαλλικές αρχές ξεκίνησαν προκαταρκτική έρευνα σε βάρος του Ζαν-Λυκ Μαρτινέ, του πρώην διευθυντή του Λούβρου, για διακίνηση αρχαιοτήτων που προέρχονταν από τη Μέση ή την Εγγύς Ανατολή. Στο πλαίσιο της έρευνας αυτής κατασχέθηκαν από την αμερικανική δικαιοσύνη πέντε αιγυπτιακές αρχαιότητες που ήταν στην κατοχή του Μητροπολιτικού Μουσείο της Νέας Υόρκης αλλά πιθανότατα προέρχονταν από αρχαιοκαπηλία.