«Παραμένουμε αποφασισμένοι να κάνουμε ό,τι είναι απαραίτητο για να διατηρήσουμε την ακεραιότητα της διεθνούς τάξης που βασίζεται σε κανόνες», ανέφεραν σε κοινή δήλωσή τους οι ηγέτες της G7, καταδικάζοντας τον Πούτιν για την εισβολή στην Ουκρανία λέγοντας ότι «έβαλε τον εαυτό του στη λάθος πλευρά της ιστορίας».
«Καταδικάζουμε τον πρόεδρο Πούτιν για τη συνεχή άρνησή του να συμμετάσχει σε μια διπλωματική διαδικασία για την αντιμετώπιση ζητημάτων που αφορούν στην ευρωπαϊκή ασφάλεια, παρά τις επανειλημμένες προσφορές μας», αναφέρεται στην ανακοίνωση.
«Είμαστε ενωμένοι με τους εταίρους, συμπεριλαμβανομένου του ΝΑΤΟ, της ΕΕ και των κρατών μελών τους καθώς και της Ουκρανίας και παραμένουμε αποφασισμένοι να κάνουμε ό,τι είναι απαραίτητο για να διατηρήσουμε την ακεραιότητα της διεθνούς τάξης που βασίζεται σε κανόνες».
«Αυτής της απρόκλητης και εντελώς αδικαιολόγητης επίθεσης στο δημοκρατικό κράτος της Ουκρανίας είχαν προηγηθεί κατασκευασμένοι ισχυρισμοί και αβάσιμες κατηγορίες. Η επίθεση συνιστά σοβαρή παραβίαση του διεθνούς δικαίου και του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, αλλά και όλων των δεσμεύσεων που είχε αναλάβει η Ρωσία», τονίζεται στο ανακοινωθέν. «Ως G7 επιβάλλουμε αυστηρές και συντονισμένες οικονομικές και χρηματοοικονομικές κυρώσεις», τονίζουν οι επτά ισχυρότερες οικονομίες του κόσμου και καλούν τους εταίρους τους και τα μέλη της διεθνούς κοινότητας «να καταδικάσουν την επίθεση με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο, να σταθούν στο πλευρό της Ουκρανίας και να υψώσουν τη φωνή τους ενάντια σε αυτήν την κατάφωρη παραβίαση των θεμελιωδών αρχών της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας».
Ο πρόεδρος Πούτιν «επανέφερε τον πόλεμο στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Έβαλε τον εαυτό του στη λάθος πλευρά της Ιστορίας», τονίζουν οι ηγέτες και εκφράζουν τη δέσμευσή τους για στήριξη «του λαού της Ουκρανίας και της δημοκρατικά εκλεγμένης κυβέρνησης» της χώρας, αλλά και όσων ενδεχομένων εγκαταλείψουν τη χώρα αναζητώντας ασφάλεια.
«Καλούμε τη Ρωσική Ομοσπονδία να σταματήσει την αιματοχυσία, να αποκλιμακώσει αμέσως και να αποσύρει τις δυνάμεις της από την Ουκρανία», συνεχίζουν οι επτά ηγέτες και καταδικάζουν ταυτόχρονα και τη συμμετοχή της Λευκορωσίας σε αυτήν την επίθεση. Υπενθυμίζουν ότι η αναγνώριση της ανεξαρτησίας των Ντονέτσκ και Λουχάνσκ αποτελεί παραβίαση βασικών αρχών των Ηνωμένων Εθνών και ζητούν από τις χώρες - μέλη του ΟΗΕ «να μην ακολουθήσουν την παράνομη απόφαση» της Μόσχας. Σημειώνουν μάλιστα ότι «η κατεχόμενη Κριμαία και οι αυτοαποκαλούμενες "Λαϊκές Δημοκρατίες" αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της Ουκρανίας».
Η G7 καταδικάζει, τέλος, τον Πρόεδρο Πούτιν «για τη συνεχή άρνησή του να συμμετάσχει σε μια διπλωματική διαδικασία για την αντιμετώπιση ζητημάτων που αφορούν την ευρωπαϊκή ασφάλεια, παρά τις επανειλημμένες προσφορές» και επισημαίνει την αποφασιστικότητα των εταίρων «να κάνουμε ό,τι είναι απαραίτητο προκειμένου να διατηρήσουμε την ακεραιότητα της βασιζόμενης σε κανόνες διεθνούς τάξης».
Σε αυτό το πλαίσιο, «παρακολουθούμε στενά τις συνθήκες της παγκόσμιας αγοράς πετρελαίου και φυσικού αερίου (…) Υποστηρίζουμε τη συνεπή και εποικοδομητική δέσμευση και τον συντονισμό των μεγάλων παραγωγών και καταναλωτών ενέργειας προς το συλλογικό συμφέρον για τη σταθερότητα του παγκόσμιου ενεργειακού εφοδιασμού και είμαστε έτοιμοι να ενεργήσουμε όπως απαιτείται για την αντιμετώπιση πιθανών διαταραχών», καταλήγει η ανακοίνωση της G7.
Συμμετέχοντες στη συνάντηση, σύμφωνα με τον Λευκό Οίκο, ήταν ο πρόεδρος Μπάιντεν, ο Γερμανός καγκελάριος Όλαφ Σολτς, ο πρωθυπουργός του Καναδά Τζάστιν Τριντό, ο Γάλλος πρόεδρος Εμμανουέλ Μακρόν, ο Ιταλός πρωθυπουργός Μάριο Ντράγκι, ο Πρωθυπουργός της Ιαπωνίας, Κισίντα Φούμιο, ο Βρετανός πρωθυπουργός Μπόρις Τζόνσον, η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα Φον ντερ Λάιεν, ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Σαρλ Μισέλ και ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, Γενς Στόλτενμπεργκ.