Η κυβέρνηση της Ινδίας απαγόρευσε σήμερα πολλά πλαστικά μίας χρήσης με στόχο να αντιμετωπίσει τον μεγάλο όγκο απορριμμάτων που καταλήγουν στα ποτάμια της χώρας και δηλητηριάζουν τη χλωρίδα και την πανίδα της. Όμως τα εμπόδια είναι πολλά, σύμφωνα με τους ειδικούς, που αναφέρουν ότι οι καταναλωτές διστάζουν να πληρώσουν περισσότερο και οι κατασκευαστές δεν είναι προετοιμασμένοι για την αλλαγή αυτή.
Η Ινδία παράγει περίπου τέσσερα εκατομμύρια τόνους πλαστικού ετησίως, το ένα τρίτο από το οποίο δεν ανακυκλώνεται και καταλήγει στους υδάτινους πόρους και χωματερές. Συχνά στις χωματερές ξεσπούν πυρκαγιές επιδεινώνοντας την ατμοσφαιρική ρύπανση.
Τα μισά από αυτά τα απορρίμματα προέρχονται από πλαστικά αντικείμενα μίας χρήσης, μια πραγματικότητα που η κυβέρνηση της Ινδίας προσπαθεί να αλλάξει.
Το νέο μέτρο της απαγόρευσης θα αφορά τόσο την παραγωγή, όσο και την εισαγωγή και την πώληση πλαστικών μίας χρήσης, οπως τα καλαμάκια και τα κύπελα, αλλά και το περιτύλιγμα των τσιγάρων. Θα εξαιρούνται αρχικά προϊόντα όπως πλαστικές σακούλες πάνω από ένα συγκεκριμένο πάχος.
Την πρώτη απαγόρευση είχε υιοθετήσει το 2018 ο πρωθυπουργός Ναρέντρα Μόντι και έκτοτε οι αρχές είχαν δεσμευθεί να αυστηροποιήσουν τους κανόνες.
Σήμερα είχαν βγει στους δρόμους επιθεωρητές για να βεβαιωθούν ότι οι καταστηματάρχες δεν παραβιάζουν την απαγόρευση, με τους παραβάτες να κινδυνεύουν να τους επιβληθεί ανώτατο πρόστιμο 100.000 ρουπίες (1.209 ευρώ) ή ποινή φυλάκισης πέντε ετών.
Αντιδράσεις
Σχεδόν τα μισά κρατίδια της Ινδίας έχουν προσπαθήσει να επιβάλουν αυτού του είδους τους περιορισμούς, αλλά, όπως μαρτυρά η κατάσταση των ποταμών και των χωματερών, με μικρή επιτυχία.
Οι εταιρείες της βιομηχανίας πλαστικού, όπου εργάζονται εκατομμύρια άνθρωποι, φέρνουν αντιρρήσεις εκτιμώντας ότι οι εναλλακτικές στα πλαστικά μίας χρήσης κοστίζουν πολύ και ασκούν πιέσεις στην κυβέρνηση να αναβάλει την απαγόρευσή τους.
Ο Τζιγκίς Ν. Ντόσι, πρόεδρος του βιομηχανικού ομίλου Plastindia Foundation, αναμένει “προσωρινές” απώλειες θέσεων εργασίας όμως εκτιμά ότι το πιο σημαντικό πρόβλημα είναι οι εταιρείες “που έχουν επενδύσει τεράστια ποσά σε μηχανήματα τα οποία μάλλον δεν θα είναι χρήσιμα” μετά την απαγόρευση.
Ο Σάτις Σίνχα, της περιβαλλοντικής οργάνωσης Toxics Link, εκτιμά ότι “θα υπάρξει αρχικά αντίσταση”, διότι είναι δύσκολο να βρεθούν εναλλακτικές. “Θα υπάρξουν δυσκολίες και κινδυνεύουμε να πληρώσουμε το κόστος, αλλά αν παίρνουμε σοβαρά υπόψη μας το περιβάλλον, αυτό είναι ένα σημαντικό ζήτημα το οποίο απαιτεί συντονισμένες προσπάθειες”, πρόσθεσε.