Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν και οι τέσσερις Ευρωπαίοι ηγέτες με τους οποίους συνομίλησε σήμερα τηλεφωνικά, συμφώνησαν να συνεχίσουν με την επιβολή κυρώσεων στη Ρωσία για την εισβολή της στην Ουκρανία, ανακοίνωσε ο Λευκός Οίκος.
Σε αυτήν την τηλεφωνική επικοινωνία, διάρκειας περίπου μίας ώρας, οι ηγέτες των ΗΠΑ, της Βρετανίας, της Γαλλίας, της Γερμανίας και της Ιταλίας επανέλαβαν ότι είναι αποφασισμένοι «να αυξήσουν το τίμημα που πληρώνει η Ρωσία για τη βάναυση επίθεσή της στην Ουκρανία» καθώς και να συνεχίσουν να παρέχουν αμυντική βοήθεια στην Ουκρανία, σύμφωνα με την ανακοίνωση του Λευκού Οίκου.
Ο Τζο Μπάιντεν, ο Μπόρις Τζόνσον, ο Εμανουέλ Μακρόν, ο Όλαφ Σολτς και ο Μάριο Ντράγκι συμφώνησαν επίσης ότι «δεν θα μπορούσε να υπάρξει καμία χαλάρωση της δυτικής αποφασιστικότητας όσο δεν τερματίζεται η φρίκη που επιβλήθηκε στην Ουκρανία», υπογραμμίζεται εξάλλου στην ανακοίνωση που εξέδωσε η Ντάουνινγκ Στριτ.
Στην ίδια ανακοίνωση αναφέρεται ότι εκφράστηκε η ανάγκη της συνεργασίας για να περιοριστεί η εξάρτηση από τους ρωσικούς υδρογονάνθρακες. Συγκεκριμένα τονίζεται ότι «οι ηγέτες συζήτησαν την ανάγκη να συνεργαστούν ώστε να αναδιαμορφώσουν τη διεθνή ενεργειακή αρχιτεκτονική και να περιορίσουν την εξάρτηση από τους ρωσικούς υδρογονάνθρακες. Συμφώνησαν ότι δεν θα πρέπει να υπάρχει χαλάρωση της αποφασιστικότητας της Δύσης μέχρι να τερματιστεί η φρίκη στην Ουκρανία».
Ο Μπάιντεν είπε επίσης ότι η Δύση περιμένει να δει αν η Ρωσία «θα κρατήσει τον λόγο της» όσον αφορά τον περιορισμό των στρατιωτικών επιχειρήσεών της στο Κίεβο και το Τσερνίχιφ. «Φαίνεται ότι συμφωνούμε ομόφωνα ότι πρέπει να δούμε τι έχουν να προσφέρουν» οι Ρώσοι, πρόσθεσε μιλώντας στους δημοσιογράφους.
Ο Βρετανός πρωθυπουργός Μπόρις Τζόνσον σχολίασε από την πλευρά του ότι το καθεστώς του Πούτιν «θα κριθεί από τις πράξεις και όχι από τα λόγια».
Μιλώντας στους δημοσιογράφους μετά τις συνομιλίες που είχε με τον πρωθυπουργό της Σιγκαπούρης Λι Σιεν Λουνγκ, ο Μπάιντεν είπε ότι αναμένει να δει αν η Ρωσία «θα κρατήσει τον λόγο της» σε ό,τι αφορά την αποκλιμάκωση των συγκρούσεων στο Κίεβο και τη βόρεια Ουκρανία. «Θα συνεχίσουμε να παρακολουθούμε στενά όσα συμβαίνουν», πρόσθεσε.