Ούτε από τα δεξιά, ούτε από τα αριστερά δεν φαίνεται να υπάρχει φυγή από το πολιτικό αδιέξοδο της Ισπανίας. Όλα τα σενάρια για σχηματισμό κυβέρνησης μέχρι τον Οκτώβριο, όποτε και θα εξαντληθούν όλες οι δυνατότητες που παρέχει το Σύνταγμα, φαίνεται να είναι νεκρά εν τη γενέσει τους και η προσφυγή εκ νέου στις κάλπες τον Ιανουάριο δείχνει άνευ συγκλονιστικού απροόπτου μονόδρομος.
Η απόφαση του βασιλιά Φιλίππου ΣΤ’ να προτείνει τον ηγέτη του Λαϊκού Κόμματος (PP), Αλμπέρτο Νούνιεθ Φεϊχό, ως υποψήφιο πρωθυπουργό είναι απίθανο να οδηγήσει στο σχηματισμό δεξιάς κυβέρνησης. Ο Νούνιεθ Φεϊχό θα αποτύχει πιθανότατα να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης από το Κοινοβούλιο στις ψηφοφορίες που θα διεξαχθούν στις 26 και 27 Σεπτεμβρίου.
Τότε θα έλθει η σειρά ηγέτη του Σοσιαλιστικού Κόμματος (PSOE), Πέδρο Σάντσεθ, να προσπαθήσει να σχηματίσει κυβέρνηση. Για να το κατορθώσει όμως χρειάζεται την υποστήριξη του Καταλανού Κάρλες Πουτζδεμόν, ο οποίος τώρα ζητά ως αντάλλαγμα την αμνήστευση του ιδίου και όλων των αυτονομιστών συντρόφων του -τίμημα πολύ υψηλό για να καταβάλει οποιοσδήποτε μελλοντικός πρωθυπουργός της Ισπανίας.
Ο Νούνιεθ Φεϊχό διαθέτει δεδηλωμένη υποστήριξη από 172 βουλευτές στον πρώτο γύρο της ψηφοφορίας, χρειάζεται δηλαδή την υποστήριξη τεσσάρων ακόμη για να φτάσει το όριο της απόλυτης πλειοψηφίας των 176 εδρών σε σύνολο 350. Ο αριθμός αυτός περιλαμβάνει τους βουλευτές του δικού του Λαϊκού Κόμματος, καθώς και εκείνους του ακροδεξιού Vox του Σαντιάγο Αμπασκάλ, του Συνασπισμού των Καναρίων και της Λαϊκής Ένωσης της Ναβάρας. Αν δεν κερδίσει την απόλυτη πλειοψηφία, θα χρειαστεί στον δεύτερο γύρο απλή πλειοψηφία (περισσότερες θετικές από αρνητικές ψήφους), η οποία θα μπορούσε να επιτευχθεί μόνο εάν, κατόπιν διαπραγμάτευσης, απέχουν ορισμένοι βουλευτές των αντίπαλων προτάξεων.
Θεωρείται όμως απίθανο για τα περισσότερα κόμματα που έχουν αναφορές σε τοπικιστικά κινήματα να στηρίξουν έστω και διά της αποχής τους μία κυβέρνηση υπό τον Νούνιεθ Φεϊχό, σε συνεργασία με μία ξενοφοβική, αντιμεταναστευτική παράταξη, όπως είναι το Vox, που αρνείται την ύπαρξη της έμφυλης βίας, μαζί με τα δικαιώματα της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας. Από την άλλη, ο Πέδρο Σάντσεθ συμφώνησε μεν να προχωρήσει σε συνομιλίες με τον Φεϊχό, χωρίς αυτό να σημαίνει όμως ότι οι Σοσιαλιστές θα συναινέσουν να γίνει πρωθυπουργός ο ηγέτης της συντηρητικής παράταξης.
Εν μέσω του δαιδαλώδους μετεκλογικού σκηνικού ο Αλμπέρτο Νούνιεθ Φεϊχό Φεϊχό εναποθέτει τώρα τις ελπίδες του στην εκτίμηση ότι ούτε ο Σάντσεθ θα μπορέσει να σχηματίσει κυβέρνηση και θα διεξαχθούν νέες εκλογές τον Ιανουάριο -και μάλλον δεν θα πέσει έξω στην πρόβλεψή του.
Αν επαληθευτούν οι εκτιμήσεις των πολιτικών αναλυτών, μετά τις αποτυχημένες ψηφοφορίες για παροχή εμπιστοσύνης σε μία κυβέρνηση του Φεϊχό, στα τέλη Σεπτεμβρίου, ο βασιλιάς δικαιούται να προχωρήσει σε νέες διαβουλεύσεις με τους ηγέτες των κομμάτων και το πιο πιθανό σενάριο είναι να αναθέσει την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον Σάντσεθ.
H σύμπραξη Σοσιαλιστών με τη νεότευκτη αριστερή συμμαχία Sumar υπό την Γιολάντα Ντίαθ είναι δεδομένη, αλλά δεν αρκεί. Στη συμμαχία έχουν ενταχθεί θέλοντας και μη και οι Podemos που καταβαραθρώθηκαν στις τοπικές του Μαΐου, οι οποίες έδωσαν και το «έναυσμα» για την πρόωρη βουλευτική κάλπη που έστησε ο Σάντσεθ αναλαμβάνοντας ένα μεγάλο στοίχημα για τον ίδιο και τους Σοσιαλιστές.
Ο ηγέτης του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος χρειάζεται να εξασφαλίσει την υποστήριξη του καταλανικού αποσχιστικού κόμματος «Μαζί» του καταζητούμενου για προδοσία από τις ισπανικές Αρχές πρώην πρωθυπουργού της Καταλονίας, Κάρλες Πουτζδεμόν.
Ο τελευταίος βρήκε την ευκαιρία που περίμενε χρόνια και έθεσε προ ημερών τους όρους του για να στηρίξει κυβέρνηση υπό τον Σάντσεθ με πρώτο και κυριότερο την αμνήστευση όλων των πρωτεργατών του δημοψηφίσματος του 2017 για την ανεξαρτησία της Καταλονίας. Πολλοί από αυτούς που βρίσκονταν πίσω από το δημοψήφισμα εξακολουθούν να είναι καταζητούμενοι στην Ισπανία για ανυπακοή και υπεξαίρεση.
«Ο τερματισμός των διώξεων του κινήματος ανεξαρτησίας είναι θέμα αξιοπρέπειας» δήλωσε ο Πουτζδεμόν μιλώντας από τις Βρυξέλλες, και ζητώντας από τον Σάντσεθ να διατάξει τους εισαγγελείς της χώρας να αναστείλουν τις υποθέσεις εναντίον όλων όσοι συμμετείχαν στο κίνημα. Ταυτόχρονα, απέρριψε κάθε συζήτηση για μια ευρύτερη αμνηστία που θα συμπεριελάμβανε και τους αστυνομικούς που διώκονται για χρήση υπερβάλλουσας βίας μετά το δημοψήφισμα. Αυτή είναι μια ιδέα που διατυπώθηκε από μέλη του Σοσιαλιστικού Κόμματος για να γίνει η αμνηστία πιο «εύπεπτη» από το ευρύτερο ισπανικό κοινό. «Οι καταπιεστές δεν μπορούν να έχουν την ίδια μεταχείριση με τα θύματά τους» είπε.
Έτερος όρος που έθεσε είναι η προώθηση της καταλανικής γλώσσας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Μαδρίτη έχει ήδη ζητήσει από τις Βρυξέλλες να καταστήσουν τις συν-επίσημες γλώσσες της Ισπανίας επίσημες γλώσσες της ΕΕ. Οι υπουργοί του Συμβουλίου Γενικών Υποθέσεων πρόκειται να ασχοληθούν με το θέμα κατά τη συνεδρίασή τους αργότερα αυτό τον μήνα.
Ζητούμενο για τον Καταλανό ηγέτη δεν είναι καταλήξουν οι δύο πλευρές σε «μπαλώματα», όπως είπε, αλλά να υπάρξει μία «ιστορική συμφωνία, μια συμφωνία που κανένα καθεστώς ή ισπανική κυβέρνηση δεν μπόρεσε να επιτύχει από το 1714 [σ.σ. την εξέγερση των Καταλανών)». Είχε προηγηθεί η δήλωση Σάντσεθ ότι πρόθεσή του είναι «να γυρίσουμε σελίδα, να συνεχίσουμε να προχωράμε μαζί, συνυπάρχοντας».
Το «δίδυμο» Σάντσεθ-Ντίαθ φαίνεται ότι θέλει να εξαντλήσει τώρα όλες τις πιθανότητες, παρά το υψηλό πολιτικό κόστος ενός τέτοιου εγχειρήματος, εξ ου και η αναπληρώτρια πρωθυπουργός και ηγέτις του αριστερού συνασπισμού Sumar ταξίδεψε στις Βρυξέλλες και έγινε το πρώτο υψηλόβαθμο μέλος της ισπανικής κυβέρνησης που συναντήθηκε με τον Πουτζδεμόν, από τότε που εγκατέλειψε την Ισπανία πριν από έξι χρόνια. Η Ντίαθ φρόντισε, πάντως, να διευκρινίσει προληπτικά ότι συναντήθηκε με τον Πουτζδεμόν στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μόνο ως επικεφαλής του Sumar και όχι ως απεσταλμένη της κυβέρνησης -επιχείρημα που μάλλον δεν έπεισε τους Ισπανούς.
Η άρση του πολιτικού αδιεξόδου καθίσταται όλο και πιο επιτακτική, καθώς η σημερινή υπηρεσιακή κυβέρνηση του Πέδρο Σάντσεθ δεν είναι σε θέση να νομοθετήσει παρά μόνο σε επείγουσες περιπτώσεις και αυτό μπορεί να έχει οικονομικές επιπτώσεις.
Επειδή το σχέδιο προϋπολογισμού για το επόμενο έτος εγκρίνεται το τέταρτο τρίμηνο, διαφαίνεται πλέον το ενδεχόμενο να μεταφερθεί η έγκριση του προϋπολογισμού του 2024 στο νέο έτος, μετά τις νέες εκλογές τον Ιανουάριο και το σχηματισμό νέας κυβέρνησης. Η Μαδρίτη επίσης κινδυνεύει να χάσει κονδύλια από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς η πιθανή επανάληψη των εκλογών θα μπορούσε να καθυστερήσει την έγκριση των μεταρρυθμίσεων που απαιτούνται για να συνεχίσει η Ισπανία να λαμβάνει κεφάλαια από τις Βρυξέλλες.