Η εκστρατεία εμβολιασμού κατά της covid-19 στο Ισραήλ, που προηγείται κατά πολύ σε σχέση με τον υπόλοιπο κόσμο, δείχνει ότι το εμβόλιο μειώνει σημαντικά τον κίνδυνο σοβαρής νόσησης από covid-19, όμως προς το παρόν δεν έχουν εξαχθεί συμπεράσματα για τη συλλογική ανοσία.
Το Ισραήλ διαθέτει ηλεκτρονικές ιατρικές τράπεζες δεδομένων για το σύνολο του πληθυσμού του, κάτι που το βοήθησε να συνάψει συμφωνία με την αμερικανική φαρμακευτική εταιρεία Pfizer: εκείνη παρείχε γρήγορα το εμβόλιό της κατά της covid-19 στη χώρα, η οποία με τη σειρά της μοιράστηκε με την εταιρεία τα στοιχεία από την επίδραση του εμβολιασμού.
Από τον Δεκέμβριο έχουν εμβολιαστεί στο Ισραήλ περίπου 3,2 εκατομμύρια άνθρωποι (το 35% του πληθυσμού), εκ των οποίων το 1,8 εκατομμύριο έχει λάβει και τη δεύτερη δόση του εμβολίου κατά της covid-19. Συνολικά έχουν χορηγηθεί πέντε εκατομμύρια δόσεις, πρώτα στους ηλικιωμένους.
Παράλληλα ερευνητές αναλύουν τον μαζικό όγκο των δεδομένων για να κατανοήσουν τις επιπτώσεις του εμβολιασμού, με πρώτο ερώτημα πώς συμπεριφέρεται το εμβόλιο εκτός κλινικών δοκιμών.
Σε πρόσφατη έρευνα, επιστήμονες του ινστιτούτου Maccabi κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η πρώτη δόση του εμβολίου μειώνει κατά 51% τις μολύνσεις από covid-19, 13 με 14 ημέρες μετά τη χορήγησή της.
Συγκεκριμένα οι επιστήμονες συνέκριναν τα ιατρικά στοιχεία ατόμων 12 ημέρες μετά τον εμβολιασμό τους, περίοδο που η ανοσολογική αντίδραση του οργανισμού δεν είναι ακόμη ξεκάθαρη, με αυτά τις επόμενες 12 ημέρες.
«Δύο εβδομάδες μετά την χορήγηση της πρώτης δόσης, παρατηρήσαμε μια σημαντική, αλλά ανεπαρκή μείωση των μολύνσεων», εξήγησε ο Γκάμπριελ Τσόντικ, ένας από τους επιστήμονες που συμμετείχαν στην έρευνα. «Δεν αμφισβητούμε το εμβόλιο, όμως υπογραμμίζουμε τη σημασία της δεύτερης δόσης», πρόσθεσε.
Αν και κάποιες χώρες αποφάσισαν να χορηγήσουν την πρώτη δόση του εμβολίου κατά της covid-19 σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερο αριθμό ευάλωτων ατόμων προτού ξεκινήσουν τη χορήγηση της δεύτερης, το Ισραήλ, που δεν αντιμετωπίζει προβλήματα στην προμήθεια εμβολίων, προτίμησε να χορηγήσει τη δεύτερη δόση τρεις εβδομάδες μετά την πρώτη, όπως συνιστά η Pfizer.
Τα προκαταρκτικά αποτελέσματα δείχνουν αποτελεσματικότητα 92% μία εβδομάδα μετά τη δεύτερη δόση, επεσήμανε το ινστιτούτο Maccabi, το οποίο ανακοίνωσε ότι από τα 248.000 άτομα που είχαν λάβει δύο δόσεις του εμβολίου, τα 66 παρουσίασαν ελαφρά συμπτώματα covid-19, χωρίς να χρειαστεί να νοσηλευθούν. Το ινστιτούτο δεν έχει δημοσιεύσει ακόμη λεπτομερή επιστημονική έρευνα για τα στοιχεία αυτά.
Το μυστήριο της ανοσίας
Παρά τα αποτελέσματα αυτά και το lockdown που ισχύει στο Ισραήλ από τα τέλη Δεκεμβρίου, ο αριθμός των νέων κρουσμάτων του κορονοϊού παραμένει υψηλός στη χώρα, με τις αρχές να αποδίδουν το φαινόμενο στις παραβιάσεις των περιοριστικών μέτρων κυρίως από τους υπερορθόδοξους Εβραίους και τους Άραβες.
Η ισραηλινή κυβέρνηση ελπίζει σε μείωση των κρουσμάτων και κυρίως στον αριθμό των νοσηλευομένων, καθώς περνούν οι εβδομάδες και προχωρά η εκστρατεία εμβολιασμού.
Όμως αν και το εμβόλιο μειώνει σημαντικά τον κίνδυνο σοβαρής νόσησης από covid-19, το ερώτημα που παραμένει είναι αν εμποδίζει τη μετάδοση του ιού.
«Πρέπει να διαχωρίσουμε τα δύο αποτελέσματα του εμβολίου. Το άμεσο αποτέλεσμα είναι ότι ο άνθρωπος που έχει εμβολιαστεί προστατεύεται από τα σοβαρά συμπτώματα» της covid-19, εξήγησε ο Ραν Μπάλισερ, επικεφαλής της εθνικής επιτροπής ειδικών για την covid-19 στο Ισραήλ και στέλεχος του ινστιτούτου ερευνών Clalit.
«Το έμμεσο αποτέλεσμα είναι όταν ένα μέρος το πληθυσμού έχει εμβολιαστεί, δημιουργείται ένα επιδημιολογικό φράγμα το οποίο μειώνει τη μεταδοτικότητα (…) Όμως το αποτέλεσμα αυτό είναι πιο δύσκολο να εκτιμηθεί», πρόσθεσε.
«Γνωρίζουμε ότι το εμβόλιο μειώνει τον κίνδυνο νόσησης, (…) όμως δεν γνωρίζουμε αν μειώνει και τη μεταδοτικότητα», σημείωσε ο Γκάμπι Μπάρμπας ερευνητής στο επιστημονικό ινστιτούτο Weiszmann κοντά στο Τελ Αβίβ.
«Ο αριθμός των ατόμων που βρέθηκαν θετικά στον κορονοϊό δεν έχει μειωθεί πραγματικά εδώ και ενάμιση μήνα. Αυτό συμβαίνει επειδή δεν τηρείται το lockdown ή επειδή το εμβόλιο δεν μειώνει τη μεταδοτικότητα (του κορονοϊού); Κανείς δεν μπορεί να πει προς το παρόν», κατέληξε.