O Ντόναλντ Τραμπ, υποψήφιος πρόεδρος των Ρεπουμπλικανών, είχε μόλις ξεκινήσει την ομιλία του στο Μπάτλερ της Πενσυλβάνια το Σάββατο, 13 Ιουλίου, όταν ένας ένοπλος άνδρας ανέβηκε σε μία κοντινή στέγη, τον πυροβόλησε και τον τραυμάτισε, μαζί με δύο υποστηρικτές του. Άλλος ένας υποστηρικτής του Τραμπ έχασε τη ζωή του.
Η απόπειρα δολοφονίας εναντίον του Ντόναλντ Τραμπ ήταν η αποκορύφωση ετών προειδοποιήσεων από εκλεγμένους αξιωματούχους ότι βρίσκονται αντιμέτωποι με την κλιμάκωση των απειλών βίας. Μελέτες έχουν καταγράψει την αυξανόμενη εχθρότητα των πολιτών εναντίον δημάρχων, τοπικών βουλευτών, υποψηφίων για διάφορα αξιώματα, και μελών του Κογκρέσου.
Οι συνεντεύξεις της ερευνητικής μου ομάδας στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου του Ιλινόι στο Σικάγο με πολιτικούς από διάφορες πολιτείες δείχνουν ότι οι απειλές βίας μπορεί να έχουν σημαντικές συνέπειες για τη Δημοκρατία, καθώς τα θύματα τείνουν να αποφεύγουν «αμφιλεγόμενες» πολιτικές θέσεις, συναντώνται λιγότερο συχνά με τους εκλογείς τους, δεν επιδιώκουν να διεκδικήσουν υψηλότερα αξιώματα ή αποσύρονται από την πολιτική.
Μετά την απόπειρα δολοφονίας, πολλοί πολιτικοί παρατηρητές εξέφρασαν ανησυχία ότι μπορεί να αυξηθεί η πολιτική βία. Μελέτες για μαζικούς πυροβολισμούς υποδεικνύουν ότι η εκτεταμένη κάλυψη από τα μέσα ενημέρωσης μπορεί να κανονικοποιήσει τέτοιες πράξεις και ακόμη και να οδηγήσει σε μίμηση. Αν αυτό ισχύει για την πολιτική βία, τότε πολλοί εκλεγμένοι αξιωματούχοι που μας είπαν ότι φοβούνται ότι η δημοσιοποίηση των εμπειριών τους μπορεί να τροφοδοτήσει περισσότερη βία, έχουν δικαιολογημένους φόβους.
Εξετάσαμε αν η έκθεση των πολιτών σε ειδήσεις σχετικά με τη βία που στοχεύει πολιτικούς από τον ίδιο ή αντίθετο πολιτικό χώρο ενδυναμώνει την τάση να θεωρείται η πολιτική βία δικαιολογημένη.
Αποτελέσματα από δύο πειράματα που διεξαγάγαμε το 2023-2024 και μία έρευνα που συλλέγει στοιχεία καθημερινά από τον Μάιο του 2024 δείχνουν ότι η έκθεση σε αληθινές ή υποθετικές ιστορίες βίας εναντίον πολιτικών δεν κάνει τους πολίτες πιο ανεκτικούς προς την πολιτική βία, αλλά μάλλον μειώνει την ανοχή τους.
Στα πειράματά μας, που διενεργήθηκαν μέσω Διαδικτύου, αναθέσαμε στους συμμετέχοντες να διαβάσουν ένα άρθρο για έναν γερουσιαστή από τον ίδιο ή αντίθετο πολιτικό χώρο. Τα άρθρα δεν ήταν αληθινά, αλλά βασίζονταν σε πραγματικά γεγονότα.
Κάποιοι συμμετέχοντες διάβασαν ένα άρθρο για μία πολιτική συγκέντρωση που συμμετείχε ο γερουσιαστής και πολίτες από άλλο πολιτικό χώρο. Άλλοι διάβασαν για μία μη βίαιη διαμαρτυρία στο γραφείο του γερουσιαστή. Και οι δύο ιστορίες αντανακλούν δημοκρατικά μέσα επαφής και επικοινωνίας με πολιτικούς. Ωστόσο, άλλοι συμμετέχοντες διάβασαν ένα άρθρο για μία διαμαρτυρία κατά του γερουσιαστή, κατά την οποία διατυπώθηκαν απειλές εναντίον του ή οι διαδηλωτές έγιναν βίαιοι, τραυματίζοντάς τον σοβαρά με ένα ρόπαλο.
Τα αποτελέσματά μας κατέδειξαν ότι οι συμμετέχοντες αναγνώρισαν τη βίαιη συμπεριφορά ως τέτοια, ανεξαρτήτως της πολιτικής ταυτότητας του θύματος.
Επιπλέον, όσοι διάβασαν άρθρο για βίαιη επίθεση εναντίον ενός πολιτικού από τον ίδιο πολιτικό χώρο έδειξαν μειωμένα θετικά συναισθήματα για το άλλο κόμμα. Συγκεκριμένα, τα θετικά συναισθήματα προς το άλλο κόμμα μειώθηκαν κατά 3-4 ποσοστιαίες μονάδες σε μια εκατοστιαία κλίμακα.
Ωστόσο, όσοι διάβασαν το άρθρο για βιαιοπραγία κατά του πολιτικού από τον ίδιο χώρο δεν έδειξαν να υποστηρίζουν την πολιτική βία περισσότερο από άλλους συμμετέχοντες στην έρευνα. Αντιθέτως, τους έκανε λιγότερο πιθανό να δικαιολογήσουν τη βία. Αυτά τα ευρήματα είναι σημαντικά δεδομένων των ανησυχιών στις ΗΠΑ για την πυροδότηση ενός κύκλου βίας.
Ένα πλεονέκτημα των πειραμάτων είναι ότι επιτρέπουν στους ερευνητές να δοκιμάσουν σε ελεγχόμενο περιβάλλον αν η έκθεση σε πληροφορίες για βία κατά πολιτικών από τον ίδιο πολιτικό χώρο οδηγεί τους πολίτες να δικαιολογούν τη βία κατά του άλλου κόμματος σε υψηλότερα ποσοστά. Το μειονέκτημα είναι ότι οι συμμετέχοντες μπορεί να ανταποκρίνονται διαφορετικά σε υποθετικές ιστορίες από ό,τι σε πραγματικά γεγονότα.
Η απόπειρα δολοφονίας κατά του Τραμπ μας δίνει τη δυνατότητα να εξετάσουμε πώς οι πολίτες από τον ίδιο ή τον αντίθετο πολιτικό χώρο αντιδρούν σε ένα πραγματικό γεγονός που αφορά ένα άτομο για το οποίο τα συναισθήματα και από τις δύο πλευρές είναι έντονα.
Εδώ, εκμεταλλευόμαστε τη διαχρονική έρευνα που συλλέγει στοιχεία από τον Μάιο. Ρωτήσαμε τους συμμετέχοντες πόσο αληθινή ή ψευδή βρήκαν τη δήλωση: «Η χρήση βίας για την προώθηση ενός σημαντικού πολιτικού στόχου που υποστηρίζετε είναι δικαιολογημένη». Στους ερωτηθέντες δόθηκε μία κλίμακα απαντήσεων από «πολύ ψευδές» (1) έως «πολύ αληθινό» (6).
Επειδή η ερώτηση αυτή τίθεται συνεχώς από τον Μάιο, μπορούμε να ελέγξουμε αν οι απαντήσεις των συμμετεχόντων διέφεραν πριν και μετά την απόπειρα δολοφονίας εναντίον του Ντόναλντ Τραμπ.
Οι αναλύσεις μας δείχνουν ότι μετά την απόπειρα δολοφονίας τόσο οι Δημοκρατικοί όσο και οι Ρεπουμπλικανοί ήταν λιγότερο πιθανό να αξιολογήσουν τη δήλωση ως «αληθινή». Αυτή η διαφορά είναι στατιστικά σημαντική, αλλά μικρή. Αυτό σημαίνει ότι η προτίμηση για πολιτική βία δεν αυξήθηκε τις εβδομάδες μετά την απόπειρα δολοφονίας και μπορεί να έχει μειωθεί λίγο. Πράγμα που είναι καλό νέο για τη Δημοκρατία.
Επιπλέον, σε άλλη ερώτηση, ρωτήσαμε τους συμμετέχοντες για ποιο λόγο οι πολιτικοί επιλέγουν να μιλήσουν δημόσια για τις εμπειρίες τους με πολιτική βία. Οι απαντήσεις συμπεριλαμβάνουν: 1) οι πολιτικοί ανησυχούν πραγματικά για την ασφάλειά τους, 2) απλώς προσπαθούν να τραβήξουν την προσοχή, 3) χρησημοποιούν τέτοιες εμπειρίες για να δικαιολογήσουν την ανικανότητά τους, ή 4) επιζητούν να δικαιολογήσουν τη χρήση βίας κατά του άλλου κόμματος.
Η ανάλυση μας δείχνει ότι μετά την απόπειρα δολοφονίας, οι ερωτηθέντες είναι σημαντικά πιο πιθανό να πουν ότι οι δημόσιοι αξιωματούχοι μιλούν για απειλές και βία από πραγματική ανησυχία για την ασφάλειά τους, και όχι λόγω σκοπιμότητας.
Αυτά τα αποτελέσματα μας δίνουν κάποια αισιοδοξία ότι οι πολιτικοί μπορούν να μοιραστούν τις εμπειρίες τους και το κοινό θα ανταποκριθεί, όχι με αυξημένη υποστήριξη για βία, αλλά με αναγνώριση και ίσως συμπάθεια.
Ένα κοινό στοιχείο μεταξύ των πειράματων και της έρευνας που βασίζεται στην πραγματική αντίδραση στην απόπειρα δολοφονίας κατά του Τραμπ είναι ότι η αντίδραση από τις κομματικές ελίτ δεν περιλάμβανε υποκίνηση περαιτέρω βίας. Στα πειράματά μας, τα άρθρα παρουσίασαν τα συμβάντα χωρίς κανένα σχόλιο από το θύμα. Στην περίπτωση της απόπειρας δολοφονίας, οι περισσότεροι ηγέτες και από τα δύο κόμματα, συμπεριλαμβανομένου και του ίδιου του Τραμπ, χαμήλωσαν τους τόνους.
Σε συνδυασμό με μελέτες που δείχνουν ότι το τι λένε οι κομματικοί ηγέτες για τη βία έχει σημασία, η έρευνά μας υποδηλώνει ότι η έκθεση σε άρθρα που αφορούν σε πολιτική βία δεν οδηγεί τους υποστηρικτές ένος κόμματος να θεωρούν τη βία δικαιολογημένη. Αντιθέτως, μπορεί να μειώσει την υποστήριξη για την πολιτική βία, καθώς οι πολίτες έρχονται αντιμέτωποι με το αληθινό ανθρώπινο κόστος τέτοιων συμβάντων. Ωστόσο, αυτό εξαρτάται από το πώς αντιδρούν οι κομματικοί ηγέτες και αν εργάζονται ενεργά για την προώθηση της ειρηνικής συνύπαρξης και την καταδίκη της βίας.
Η άσκηση αυτοσυγκράτησης είναι «κλειδί» για τη διατήρηση των δημοκρατικών θεσμών, και κατά τη διάρκεια αυτού του δύσκολου εκλογικού κύκλου στις Ηνωμένες Πολιτείες, τόσο οι πολίτες όσο και οι ηγέτες θα πρέπει να το καταλάβουν.
* Η Αλεξάνδρα Φιλήνδρα είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Πολιτικών Επιστημών και Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Ιλινόι στο Σικάγο