Οι δυνάμεις του Φαγέζ αλ-Σάρατζ φέρονται να ανακατέλαβαν μια στρατηγικής σημασίας αεροπορική βάση κοντά στα σύνορα με την Τυνησία, συνεχίζοντας την αντεπίθεση την οποία έχουν εξαπολύσει εδώ και περίπου έναν μήνα.
Μία ακόμη σημαντική επιτυχία σημείωσε ο πιστός στην κυβέρνηση της Τρίπολης στρατός, στην αντεπίθεση την οποία έχει εξαπολύσει εδώ και ένα περίπου μήνα ο Φαγιέζ αλ-Σάρατζ εναντίον των αντίπαλων δυνάμεων του πολέμαρχου Χαλίφα Χαφτάρ, ο οποίος ελέγχει το ανατολικό τμήμα της Λιβύης. Σύμφωνα με τα όσα μεταδίδουν το δίκτυο al-Jazeera, το Reuters, άλλα διεθνή πρακτορεία και τα τουρκικά ΜΜΕ, οι μονάδες του GNA κατάφεραν να θέσουν υπό τον έλεγχό τους την στρατηγικής σημασίας αεροπορική βάση αλ-Ουτίγια, η οποία βρίσκεται 25 χιλιόμετρα από τα σύνορα με την Τυνησία. Η εξέλιξη αυτή επιτρέπει στην Τρίπολη να επιτεθεί με όλες τις δυνάμεις που διαθέτει κατά των δυνάμεων του Χαφτάρ στις παράκτιες περιοχές και γύρω από την πρωτεύουσα, προκειμένου να τις απομακρύνει και να χαλαρώσει τον ασφυκτικό κλοιό που είχαν επί μήνες δημιουργήσει γύρω από αυτήν.
Αξίζει να σημειωθεί ότι, όπως τουλάχιστον μεταδίδουν τα τουρκικά Μέσα, η ανακατάληψη της παραπάνω βάσης κατέστη δυνατή μετά την καταστροφή από drones των ρωσικών αντιαεροπορικών συστημάτων τύπου «Παντσίρ» που την προστάτευαν, τα οποία είχαν πρόσφατα εγκατασταθεί εκεί προερχόμενα από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Πρόκειται, όπως είναι γνωστό, για μία από τις χώρες που στηρίζουν ενεργά τον Χαφτάρ – μαζί με τη Ρωσία, τη Γαλλία και φυσικά την Αίγυπτο – και έδειχναν να του διασφαλίζουν σημαντικό πλοενέκτημα στα πεδία των μαχών.
Πλέον, βοηθούσης και της πανδημίας και των αναπροσαρμογών που προκάλεσε στα σχέδια των περισσότερων κυβερνήσεων, η κατάσταση αυτή μοιάζει να έχει αλλάξει, προς όφελος του αλ-Σάρατζ και του συμμάχου του Ταγίπ Ερντογάν. Πλέον, όπως σημειώνει ανάλυση που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Sabah, στόχος της κυβέρνησης της Τρίπολης είναι να διευρύνει και να κατοχυρώσει τα κέρδη της, αναγκάζοντας στη συνέχεια τον Χαφτάρ να καθίσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, με στόχο τη συγκρότηση μιας νέας και αντιπροσωπευτικής κυβέρνησης εθνικής ενότητας, την οποία στη συνέχεια θα αναγνωρίσει η διεθνής κοινότητα.