Το μπλόκο που έχει στήσει η Άγκυρα για την εισδοχή των δύο σκανδιναβικών χωρών στο ΝΑΤΟ δείχνει την έντονη ανησυχία του Τούρκου προέδρου για την αλλαγή των ενδοσυμμαχικών ισορροπιών μετά από αυτές τις εξελίξεις. Από εκεί που η Τουρκία θεωρούσε πως μπορούσε να παίρνει μόνο τα θετικά από τη συμμαχική αλληλεπίδραση, δίχως να επωμίζεται τις αντίστοιχες υποχρεώσεις, βλέπει τώρα να αλλάζουν τα δεδομένα, με επιπτώσεις και στις σχέσεις με την Ελλάδα.
Η πάνδημη υποστήριξη στην υποψηφιότητα της Φινλανδίας και της Σουηδίας εδράζεται στη σημερινή συγκυρία, μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Τις προηγούμενες δεκαετίες η ουδετερότητα των δύο χωρών ήταν ταυτόχρονα μία πολιτική επιλογή των ηγεσιών τους και της κοινής γνώμης των χωρών, την οποία μετέβαλε πλέον η επιθετικότητα του Κρεμλίνου. Η μελανή στάση της Τουρκίας δεν μπορεί να σταθεί ικανή να σταματήσει αυτή τη δυναμική, ώστε να μπουν τα δύο κράτη στο ΝΑΤΟ, καθώς στη Δύση γνωρίζουν πως το μομέντουμ δεν θα διαρκέσει αέναα.
Στην Τουρκία βλέπουν πως μεταβάλλεται η στρατηγική ισορροπία της συμμαχίας με την προσθήκη των δύο σκανδιναβικών χωρών. Το ΝΑΤΟ πλέον εκτείνει το φάσμα του ουσιαστικά σε όλο το βόρειο τμήμα της Ευρώπης, καλύπτοντας όλη τη Βαλτική θάλασσα, μπλοκάροντας σχεδόν οποιαδήποτε πιθανή δίοδο της Ρωσίας στην Αρκτική. Πλέον, η Τουρκία δεν μπορεί να κραδαίνει το επιχείρημα της μοναδικής θέσης της εντός της Συμμαχίας, ειδικά απέναντι στη Ρωσία. Επιπλέον, οι σημαντικές στρατιωτικές δυνατότητες της Φινλανδίας και της Σουηδίας θα επιτρέψουν στα δύο κράτη, δημοκρατίες-πρότυπο, να έχουν βαρύνοντα ρόλο στις εξελίξεις.
Μέχρι σήμερα, η Τουρκία προσπαθούσε να εκμεταλλευτεί τη νέα συνθήκη που έχει προκύψει με τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Τη στιγμή που η Ελλάδα πήρε σαφή στάση εξ’ αρχής εναντίον των παραβιάσεων των διεθνών κανόνων από τη Ρωσία, η Τουρκία κοίταξε να εκμεταλλευτεί την κατάσταση, ώστε να προωθήσει τις δικές της σχέσεις με τη Μόσχα.
Δεν είναι τυχαίο άλλωστε που ο Τζο Μπάιντεν ευχαρίστησε τη Δευτέρα τον Έλληνα πρωθυπουργό για τη στάση της Ελλάδας απέναντι στη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, τη στιγμή που ο Ερντογάν δεν έχει δεχθεί καν πρόσκληση στην Ουάσιγκτον. Το πόσο τα ζητήματα της Ρωσίας αγγίζουν το εσωτερικό πολιτικό σύστημα των Ηνωμένων Πολιτειών φάνηκε από την υποδοχή στην ομιλία του Μητσοτάκη στο Κογκρέσο αναφερόταν στη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και στην προσέγγιση της Ελλάδας.
Η μείωση της διαπραγματευτικής ισχύος του τουρκικού καθεστώτος εντός του ΝΑΤΟ συνδυάζεται με τους σημαντικούς περιορισμούς που βρίσκει στις αγοραπωλησίες εξοπλισμών. Τη στιγμή δηλαδή που η ελληνική πλευρά ανακοινώνει τη δρομολόγηση αγοράς μαχητικών F-35, η Τουρκία βρίσκεται στις συμπληγάδες πέτρες του περίπλοκου συστήματος εξουσίας των Ηνωμένων Πολιτειών.
Χαρακτηριστικό ήταν άλλωστε το πλήθος χειροκροτημάτων στην ομιλία του Μητσοτάκη στο Κογκρέσο, όταν καλούσε τους Αμερικανούς βουλευτές να μην επιτρέψουν την πώληση όπλων σε καθεστώτα όπως της Τουρκίας, που δεν μοιράζονται τις ίδιες αρχές με εκείνους.
Γι’ αυτό και τώρα ο Ερντογάν επιζητά μία ηθική και υλική νίκη, πιέζοντας τον Τζο Μπάιντεν να πείσει το Κογκρέσο των ΗΠΑ να εγκρίνει την αναβάθμιση του στόλου των τουρκικών F-16, σε αντιστάθμισμα με το πράσινο φως για τη Φινλανδία και τη Σουηδία.
Πίσω από τις κλειστές πόρτες, το τουρκικό καθεστώς διατηρεί ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας με το Κρεμλίνο βέβαια. Αν ο Τούρκος πρόεδρος μπορούσε να επικαλεστεί μία μεγάλη πολιτική επιτυχία προς τη Μόσχα, όπως το να σταματήσει την επέκταση του ΝΑΤΟ προς ανατολάς, θα μπορεί να το χρησιμοποιήσει στο να επιτύχει μία καλύτερη συμφωνία με τη Ρωσία προς όφελος του. Η σχέση του με τον Βλαντιμίρ Πούτιν άλλωστε παραμένει αγαστή. Στη στρατηγική αυτοτέλεια που επιδιώκει, η Τουρκία του προσπαθεί να καρπώνεται οφέλη τόσο από τη Δύση όσο κι από την Ανατολή.
Αρχικά φαίνεται η Τουρκία να έδωσε ένα προειδοποιητικό χτύπημα σταματώντας τη ψηφοφορία στη συνάντηση των πρεσβευτών του ΝΑΤΟ για την έναρξη των ενταξιακών συνομιλιών, μόλις η Φινλανδία και η Σουηδία υπέβαλαν το αίτημα εισδοχής τους. Με αυτό τον τρόπο προσπαθεί να πατήσει φρένο στη διαδικασία-εξπρές για την είσοδο των δύο σκανδιναβικών χωρών που έχει προαναγγείλει ο Γενικός Γραμματέας του Οργανισμού, Γενς Στολτενμπεργκ.
Το ερώτημα είναι που απομένει να απαντηθεί είναι εάν η Τουρκία θα φτάσει στο σημείο να ασκήσει επίσημα βέτο στην υποψηφιότητα της Σουηδίας, κάτι το οποίο αφήνει να διαφανεί ο Ταγίπ Ερντογάν με την προκλητική συμπεριφορά του. Η απάντηση όμως μπορεί να δοθεί από το κατά πόσο η Άγκυρα, με αυτή την κατάσταση που βρίσκεται η οικονομία της, μπορεί να αντισταθεί σε, έστω και μικρές, κινήσεις των Ηνωμένων Πολιτειών στη διεθνή οικονομία, ακόμα και στη σημερινή κατάσταση.
Στη Δύση είναι κοινός τόπος πως η συγκυρία για την είσοδο της Σουηδίας και της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ είναι ευνοϊκή σήμερα, δίχως αυτό να ισχύει απαραίτητα αύριο. Στη Γερμανία άλλωστε εμφανίζονται σίγουροι πως οι τουρκικές αντιστάσεις θα καμφθούν για την είσοδο της Φινλανδίας και Σουηδίας στο ΝΑΤΟ, όπως δήλωσε η Γερμανίδα Υπουργός Άμυνας, Κριστίνε Λάμπρεχτ στο περιθώριο του Συμβουλίου των υπουργών Άμυνας της ΕΕ, ζητώντας, συμβιβαστικά να ληφθούν σοβαρά τα ζητήματα που έχει εκφράσει η Άγκυρα. Ωστόσο, το τουρκικό καθεστώς προσπαθεί ακόμα και τώρα να αποκομίσει όσα περισσότερα ανταλλάγματα μπορεί, ώστε να εκμεταλλευτεί τη διεθνή αναταραχή, ως συνήθως.