Του Γιώργου Παυλόπουλου
Πριν από έναν μήνα, η Ανγκελα Μέρκελ και ο Εμανουέλ Μακρόν βρέθηκαν στον Λευκό Οίκο με διαφορά λίγων ωρών, επιχειρώντας να πείσουν τον Τραμπ να δεχθεί κάποιες, έστω, από τις θέσεις τους και να μην τινάξει στον αέρα την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων. Τα όσα ακολούθησαν απέδειξαν ότι η αποστολή εκείνη απέτυχε παταγωδώς: Λίγα 24ωρα αργότερα, ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών ανακοίνωσε την απόφασή του να αφαιρέσει την υπογραφή της χώρας του από τη συμφωνία του 2015 για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, απειλώντας μάλιστα με βαρύτατες κυρώσεις όσες ευρωπαϊκές (και όχι μόνο) κυβερνήσεις και επιχειρήσεις αγνοήσουν την εντολή του για επαναφορά του εμπάργκο. Παράλληλα ξεκαθάρισε πως μένει αμετακίνητος όσον αφορά τους σκληρούς όρους που έχει θέσει στην Ευρώπη προκειμένου να μην προχωρήσει στην εφαρμογή των δασμών στις εισαγωγές χάλυβα, αλουμινίου, αλλά και αυτοκινήτων και άλλων προϊόντων στην αμερικανική αγορά.
Μετά το φιάσκο
Ετσι, μετά το αδιαμφισβήτητο φιάσκο, οι ηγέτες της Γερμανίας και της Γαλλίας υποχρεώθηκαν εκ των πραγμάτων να επαναπροσδιορίσουν τη στάση τους. Καθώς, μάλιστα, συνειδητοποίησαν ότι στην περίπτωση που η Ε.Ε. οδηγηθεί σε μια κατά μέτωπο σύγκρουση με τις ΗΠΑ είναι χαμένοι από χέρι, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι πρέπει να αναζητήσουν στήριγμα σε χώρες οι οποίες, κατά τα άλλα, δεν αντιμετωπίζονται ακριβώς (και πάντως όχι επισήμως) ως «φιλικές» από την Ευρώπη - την Κίνα και τη Ρωσία. Σε αυτό το πλαίσιο, άλλωστε, εντάσσεται η παρουσία, από χθες, της Γερμανίδας καγκελαρίου στο Πεκίνο και του Γάλλου προέδρου στη γενέτειρα του Βλαντίμιρ Πούτιν, την Αγία Πετρούπολη.
Συνοδευόμενη από υψηλόβαθμη επιχειρηματική αντιπροσωπεία, στην οποία περιλαμβάνονται και οι επικεφαλής της Volkswagen και τις Siemens, η Μέρκελ (η οποία το περασμένο Σαββατοκύριακο είχε επίσης επισκεφθεί τον Πούτιν στη Μόσχα) συνέχισε επί κινεζικού εδάφους να βαδίζει στον ίδιο... παράδοξο δρόμο στον οποίο την έχει οδηγήσει η πολιτική του Ντόναλντ Τραμπ: Διακήρυξε από κοινού με τους συνομιλητές της, τον πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ και τον πρωθυπουργό Λι Κεκιάνγκ, τη δέσμευσή της τόσο στο ελεύθερο εμπόριο όσο και στη συμφωνία με την Τεχεράνη - κάτι που, υπό φυσιολογικές συνθήκες, θα περίμενε κανείς να κάνει με τους παραδοσιακούς συμμάχους της χώρας της, τους Αμερικανούς, καταγγέλλοντας παράλληλα τους Κινέζους και τους Ρώσους ως υπονομευτές της ειρήνης και της ελεύθερης αγοράς.
Προσπάθεια επαναπροσέγγισης
Από την πλευρά του, η επίσκεψη Μακρόν στον Πούτιν αποτελεί «μια συνάντηση με στόχο την επαναπροσέγγιση ανάμεσα σε Ευρώπη και Ρωσία», όπως έγραφε χθες στον κεντρικό τίτλο της η γαλλική εφημερίδα «Le Figaro». Παρά το γεγονός ότι ο πρόεδρος της Γαλλίας επικρίνει τη Μόσχα για τη στάση της στη Συρία και την Ουκρανία, ενώ ποτέ δεν συνεχάρη τον Ρώσο ομόλογό του για την πρόσφατη επανεκλογή του -υιοθετώντας, εμμέσως πλην σαφώς, τις κατηγορίες περί αντιδημοκρατικών μεθοδεύσεων-, η πραγματικότητα τον αναγκάζει να ακολουθήσει την οδό της realpolitik. Με άλλα λόγια, όπως δήλωσε την προηγούμενη εβδομάδα στενός συνεργάτης του, να αναζητήσει «σοβαρό διάλογο, με στόχο την εξεύρεση κοινού εδάφους» στα μεγάλα ζητήματα, όπως δηλαδή είναι το Ιράν και το ελεύθερο εμπόριο.
Φυσικά, τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι διαλύθηκε το «δυτικό στρατόπεδο» και ότι Βερολίνο και Παρίσι στρέφονται ήδη προς μια στρατηγική συμμαχία με τη Μόσχα και το Πεκίνο. Ωστόσο, δεν μπορεί παρά να διαπιστώσουμε ότι οι παραδοσιακές διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα σε Δύση και Ανατολή, ανάμεσα στον «ελεύθερο κόσμο» και τα «αυταρχικά-ολοκληρωτικά καθεστώτα», ξεθωριάζει ολοένα περισσότερο. Κυρίως, μάλιστα, επειδή η Δύση έχει πάψει να είναι ενιαία και να ακολουθεί κοινή γραμμή στα μεγάλα μέτωπα.