Του Γιώργου Παυλόπουλου
Η έρευνα για τον «ρωσικό δάκτυλο» στις ΗΠΑ και την επίδρασή του στις εκλογές του 2016 και στην ήττα της Χίλαρι Κλίντον, καθώς και για τις σχέσεις του Ντόναλντ Τραμπ και των στενότερων συνεργατών του με τη Μόσχα, είχε χαρακτηριστεί ως το... πυρηνικό όπλο με το οποίο οι αντίπαλοι του νυν προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών – τόσο οι Δημοκρατικοί όσο και εντός του ίδιου του κόμματός του, αλλά και στις τάξεις του κατεστημένου της Ουάσινγκτον – θα τον ισοπέδωναν την κατάλληλη στιγμή.
Μάλιστα, ο ίδιος ο Τραμπ φέρεται να αναφώνησε έντρομος «Θεέ μου, αυτό είναι το τέλος μου!», όταν πληροφορήθηκε (το 2017) τη σύσταση της επιτροπής και την τοποθέτηση στη θέση του επικεφαλής της ενός πρώην διευθυντή του FBI, του Ρόμπερτ Μάλερ.
Την Πέμπτη, όμως, όταν δόθηκε στη δημοσιότητα το πολυαναμενόμενο και πολύκροτο πόρισμα, αυτός που χάρηκε περισσότερο από όλους ήταν ο... Τραμπ! «Game Over» διεμήνυσε στους αντιπάλους του μέσω Twitter, καθώς ο φερόμενος ως δήμιός του αναγκάστηκε να παραδεχτεί ότι όσο κι αν έψαξε, δεν κατάφερε να βρει αξιόποινες πράξεις του προέδρου των ΗΠΑ, που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την πρόταση μομφής σε βάρος του και, πολύ περισσότερο, την αποπομπή του ή την παραπομπή του σε δίκη για «εσχάτη προδοσία».
Απογοήτευση στους Δημοκρατικούς
«Αυτή η αναφορά δεν συμπεραίνει ότι ο πρόεδρος διέπραξε κάποιο ποινικό αδίκημα, ταυτόχρονα όμως δεν τον απαλλάσσει», σημειώνεται χαρακτηριστικά στο 400σέλιδο πόρισμα της επιτροπής – μια φράση η οποία φανερώνει και την αγωνιώδη προσπάθεια του Μάλερ να σώσει τα προσχήματα και να διαμηνύσει ότι τίποτε δεν έχει ακόμη τελειώσει. Ο ίδιος προσπαθεί να στρέψει την προσοχή στις δέκα τουλάχιστον περιπτώσεις που ο Τραμπ και οι συνεργάτες του επιχείρησαν να παρακωλύσουν τις έρευνες της επιτροπής και τη λειτουργία της δικαιοσύνης – αν και γνωρίζει ότι ακόμη κι αν αυτό το αδίκημα αποδειχθεί, η βαρύτητά του δεν συγκρίνεται με την αντίστοιχη της βασικής κατηγορίας.
Κάτι ανάλογο προσπαθούν να κάνουν και οι Δημοκρατικοί οι οποίοι, αν και εμφανώς απογοητευμένοι από το πόρισμα, κάλεσαν τον Μάλερ σε... ανάκριση στο Κογκρέσο και διαμηνύουν ότι θα συνεχίσουν το... πρέσινγκ μέχρι και τις επόμενες προεδρικές εκλογές, που θα γίνουν σε ενάμιση χρόνο, στις αρχές Νοεμβρίου του 2020. Παράλληλα δε, από πολλές πλευρές αφήνονται αιχμές και υπονοούμενα για τον ρόλο-κλειδί που έχουν παίξει τα Wikileaks στην υπόθεση και για στοιχεία που θα μπορούσαν να «κάψουν» τον πρόεδρο των ΗΠΑ εάν ο Τζούλιαν Ασάνζ εκδιδόταν στη χώρα.
Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, ένα είναι σίγουρο: Ο Τραμπ έχει καταφέρει για την ώρα να αποφύγει την παγίδα που είχαν στήσει, έστω κι αν για να το πετύχει χρειάστηκε να θυσιάσει πολλά από τα «πιόνια» που είχε στον στρατό του. Και έτσι, βάζει μπρος για να πετύχει τον επόμενο μεγάλο του στόχο: Να επανεκλεγεί για μια δεύτερη θητεία, μπήγοντας το καρφί ακόμη πιο βαθιά στο μάτι όλων εκείνων που τον μισούν και θέλουν να απαλλαγούν από την παρουσία του.
Δημοφιλής όσο και ο Ομπάμα!
Το μεγάλο του όπλο σε αυτή την προσπάθεια δεν είναι, βεβαίως, η προσωρινή του απαλλαγή από την επιτροπή Μάλερ. Είναι, πάνω από όλα, η σαρωτική του κυριαρχία στο εσωτερικό των Ρεπουμπλικάνων και τα σχετικά υψηλά ποσοστά που διατηρεί στο σύνολο της αμερικανικής κοινωνίας. Και παράλληλα, το γεγονός ότι ανάμεσα στους 20 διεκδικητές του χρίσματος του υποψήφιου προέδρου από την πλευρά των Δημοκρατικών δεν φαίνεται για την ώρα να υπάρχει το βαρύ όνομα που θα καταφέρει να βγάλει τον Τραμπ από το Οβάλ Γραφείο.
Για του λόγου το αληθές, σύμφωνα με το διαρκές βαρόμετρο της Morning Consult, το 85% όσων συμμετέχουν στα προκριματικά του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος εγκρίνουν την πολιτική Τραμπ, ενώ το 77% θεωρεί ότι πρέπει να του δοθεί ξανά το χρίσμα του υποψηφίου για τις επόμενες εκλογές. Στο σύνολο δε της κοινωνίας, ο μέσος όρος των δημοσκοπήσεων δείχνει ότι το ποσοστό των θετικών γνωμών είναι της τάξης του 42-43% – κάτι που σημαίνει, πρακτικά, ότι είναι περίπου το ίδιο με το αντίστοιχο του Μπαράκ Ομπάμα στο ίδιο σημείο της πρώτης θητείας του, αλλά και άλλων προέδρων, όπως του Μπιλ Κλίντον, του Ρόναλντ Ρίγκαν, του Τζίμι Κάρτερ και του Τζέραλντ Φορντ.
Το βασικό πρόβλημα που φαίνεται για την ώρα να αντιμετωπίζει ο Τραμπ είναι ότι, παρά την καλή πορεία της οικονομίας και τον εμπορικό πόλεμο που έχει κηρύξει σε Κινέζους και Ευρωπαίους, υπάρχει δυσαρέσκεια στις βιομηχανικές πολιτείες που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο για τη νίκη του το 2016 – Μίτσιγκαν, Πενσιλβάνια, Οχάιο, αλλά και Ουισκόνσιν, Μινεσότα και Αϊόβα. Εάν καταφέρει να πάρει ξανά το πάνω χέρι και εκεί, τότε πρακτικά τίποτα δεν θα μπορεί να τον σταματήσει.
Τι σημαίνουν όλα αυτά; Πολύ απλά, ότι ο δρόμος προς την δεύτερη τετραετία του Τραμπ – ενός από τους πιο αντιδραστικούς προέδρους στην ιστορία των ΗΠΑ, που έχει εμπνεύσει πολλούς ακόμη σκοταδιστές και ακροδεξιούς πολιτικούς ηγέτες ανά τον κόσμο – μοιάζει να έχει πλέον σαφώς λιγότερα εμπόδια.
Φωτογραφία AP