Αν κάποιος αναρωτιόταν ποια είναι συγκεκριμένα η πολιτική της Δύσης απέναντι στον πόλεμο στην Ουκρανία και ήθελε να απαντήσει ειλικρινά, θα ομολογούσε πως η μέχρι σήμερα στάση της Συμμαχίας των 50 κρατών, συνοψίζεται στη φράση: και η Ουκρανία να νικήσει και ο Πούτιν να μην χάσει τον πόλεμο.
Η επαμφοτερίζουσα αυτή στάση οφείλεται, κυρίως, στον μεγάλο άγνωστο Χ που θα ακολουθήσει στην ηγεσία της Ρωσίας μετά την αποχώρηση του Βλαντίμιρ Πούτιν, ο οποίος, ειρήσθω εν παρόδω, προετοιμάζει την επόμενη εκλογή του στη θέση του προέδρου της χώρας του, το 2024.
Πολλοί, άλλοι δυνατά κι άλλοι ψιθυριστά, μιλούν για την μετά τον Πούτιν εποχή, ως μία περίοδο τελείως απροσδιόριστη και νεφελώδη, ενώ δεν είναι λίγοι εκείνοι που εικάζουν πως στη θέση του θα έρθουν άλλοι πιο σκληροπυρηνικοί ηγέτες. Φυσικά, δεν λείπουν και εκείνοι, οι οποίοι, μαζί τους άλλους, που υποστηρίζουν πως η εξέγερση του Πριγκόζιν επιβεβαιώνει αυτούς τους φόβους.
Μόνο που αυτός ο παράξενος, ολίγων ωρών «πόλεμων» έληξε, λίγες εβδομάδες αργότερα ο επικεφαλής του πέθανε σε ένα μυστηριώδες αεροπορικό δυστύχημα, ενώ οι οπαδοί του είτε εντάχθηκαν στις δυνάμεις του Υπουργείου Άμυνας, είτε διασκορπίστηκαν στην αχανή Ρωσία, πραγματοποιώντας πολλά ειδεχθή εγκλήματα σε βάρος των συμπατριωτών τους.
Την ίδια στιγμή, οι διάφορες φατρίες της ελίτ, είναι υποχρεωμένες να ελίσσονται σε ένα κλίμα γενικευμένης καχυποψίας όλων έναντι όλων, γι’ αυτό και αναγκαστικά επιδεικνύουν δημόσια και για παν ενδεχόμενο την απόλυτη αφοσίωσή τους στον ένοικο του Κρεμλίνου.
Ο Πούτιν, εξάλλου, συνήλθε πολύ γρήγορα από το σοκ της εξέγερσης, αποκατέστησε τη δημόσια εικόνα του και όπως φάνηκε από την ομιλία του αυτή την εβδομάδα στην πιο επιδραστική δεξαμενή σκέψης της Ρωσίας, στην Λέσχη Βαλντάι, θεωρεί πως παραμένει αδιαμφισβήτητος κυρίαρχος του παιχνιδιού.
Ο ρωσικός πληθυσμός από την άλλη, αυτό που ο Βιατσεσλάβ Σούρκοφ, αποκάλεσε «βαθιά Ρωσία», ενδιαφέρεται μόνο για ένα πράγμα: την ηρεμία στην ιδιωτική του ζωή. Αυτό, βέβαια, οφείλεται στο γεγονός πως εμπιστεύεται τις διαβεβαιώσεις του Κρεμλίνου πως δεν θα υπάρξει νέα επιστράτευση και πως στην κρεατομηχανή του θανάτου θα πηγαίνουν μόνο επαγγελματίες οπλίτες και εθελοντές.
Πόσο αληθοφανής μπορεί να φαντάζει η απειλή για όλους αυτούς πως ο διάδοχος του Πούτιν θα είναι χειρότερος. Για την πλειοψηφία του ρωσικού πληθυσμού σήμερα, είναι δύσκολο να φανταστεί πόσο χειρότερα μπορεί να γίνουν τα πράγματα από τον πρώτο μεγάλο πόλεμο στην Ευρώπη του 21ου αιώνα και στο ανελέητο καθεστώς διώξεων στο εσωτερικό της χώρας;
Η αντι-ουτοπία που περιέγραψαν πολλοί Ρώσοι συγγραφείς κατά τον 20ο αιώνα, όπως ο Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ, ο Γιεβγκένι Ζιμιάτιν κι ο Αντρέι Πλατόνοφ, είναι μια πραγματικότητα στη σημερινή Ρωσία, χάρη στις φιλότιμες προσπάθειες του Κρεμλίνου και του πανίσχυρου προπαγανδιστικού του μηχανισμού.
Πόσο χειρότερη μπορεί να γίνει η ζωή; Ποιος θα είναι το επόμενο τέρας; Μπορεί να αναρωτιούνται πολλοί. Ας εξετάσουμε μερικές υποψηφιότητες.
Οι υποψηφιότητες
Ο πανίσχυρος γραμματέας του Συμβουλίου Ασφαλείας, ο Νικολάι Πάτρουσεφ, μήπως; Σε τι είναι χειρότερος από τον Πούτιν, όταν ο ίδιος ως πυλώνας του σημερινού καθεστώτος, είναι συνάμα, ο μεγαλύτερος ιδεολόγος διαφόρων θεωριών συνομωσίας και αντιαμερικανισμού;
Μήπως κάποιος από τους διάφορους οπλαρχηγούς σαν τον Πριγκόζιν; Ποιος θα γνώριζε τον φαλακρό «μάγειρα» του Πούτιν αν δεν ήταν ο ίδιος προϊόν του συστήματος και αποδέκτης τεράστιων ποσών από τον κρατικό προϋπολογισμό, όταν σύμφωνα με τον αρχηγό του κράτους, την τελευταία πενταετία η Βάγκνερ έλαβε κρατικές ενισχύσεις ύψους 10 δισ. δολαρίων; Αυτή τη στιγμή, στο πεδίο των ιδιωτικών στρατών της Ρωσίας, δεν υπάρχει καμία προσωπικότητα που να συνδυάζει τα «χαρίσματα» του Πριγκόζιν ως οπλαρχηγού και επιχειρηματία, ταυτόχρονα.
Ένα ερώτημα που απασχολεί πολλούς έχει να κάνει με την πιθανότητα στρατιωτικού πραξικοπήματος. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν έχει καμία σχέση με την «πολιτική κουλτούρα» της Ρωσίας κατά τη μακραίωνη ιστορία της. Είναι σχεδόν απίθανο να συμπέσουν χρονικά τρεις, έστω, διαφορετικοί παράγοντες όπως η ύπαρξη μίας ομάδας συνωμοτών, μαζικές διαδηλώσεις και απότομη πτώση του βιοτικού επιπέδου του πληθυσμού. Μπορεί κανείς, στα σοβαρά, να θεωρήσει πιθανή την ευόδωση ενός τέτοιου σεναρίου;
Από την άλλη πλευρά, ο Πούτιν και το περιβάλλον του, δεν νιώθουν την πίεση των κυρώσεων, σε αντίθεση με τον πληθυσμό, πράγμα που στην πραγματικότητα ενισχύει τις αντιδυτικές διαθέσεις του, δέσμιος καθώς είναι της νοοτροπίας που κληρονόμησε από τη Σοβιετική Ένωση.
Ας μην ξεχνάμε, πάντως, το ασφυκτικό αστυνομικό κράτος, το οποίο καταστέλλει οποιαδήποτε διαμαρτυρία σε ελάχιστα λεπτά. Δύσκολο να βρεθούν ξανά οι «επτά γενναίοι» αντιφρονούντες που βγήκαν στην Κόκκινη πλατεία στις 25 Αυγούστου 1968 για να διαμαρτυρηθούν κατά της σοβιετικής εισβολής στην Τσεχοσλοβακία. Ως εκ τούτου, θριαμβεύει για άλλη μία φορά ο ρωσικός κομφορμισμός, περιορίζοντας στο ελάχιστο εκείνους που θα επέλεγαν κάποια μορφή διαμαρτυρίας.
Ο κομφορμισμός του ρωσικού πληθυσμού
Είναι άξιο μελέτης το φαινόμενο του κομφορμισμού του ρωσικού πληθυσμού, ο οποίος προσαρμόζεται ταχύτατα στις αλλαγές που επιβάλει άνωθεν η εξουσία. Αυτό σημαίνει, όμως, πως παραμένει παντελώς αδιάφορος και για τις διεργασίες που συντελούνται στις φατρίες της ελίτ, μη κατανοώντας πως έτσι, ουσιαστικά, παρέχει υποστήριξη σε αυτές.
Με βάση τα παραπάνω δεν είναι δύσκολο το συμπέρασμα που ακολουθεί: ο μέσος Ρώσος πολίτης αδιάφορος για την πολιτική κατάσταση και τον πόλεμο, με μεγάλη ευκολία όχι μόνο θα αποδεχτεί τον διάδοχο, αλλά θα υποταγεί οικειοθελώς σε αυτόν, αρκεί να έχει μία νομιμοφανή κάλυψη, έστω και μέσω των οπερετικών εκλογών που συνηθίζονται στη Ρωσία. Αυτό γινόταν πάντα στην ιστορία αυτής της χώρας, γιατί να μην ξαναγίνει και τώρα;
Μιας κι αναφερθήκαμε στην ιστορία, αξίζει να αναφέρουμε πως κάθε φορά η εναλλαγή των ηγετών της, συνοδεύτηκε από κάποια μορφή φιλελευθερισμού. Μπορεί να ήταν επιφυλακτική αυτή η μορφή, ελλιπής ή αντιφατική. Ποτέ, όμως, η διαπάλη στα ανώτατα κλιμάκια για την εξουσία, δεν οδήγησε σε χάος και διάλυση. Το τελευταίο παράδειγμα, είναι η κατάρρευση του κομμουνιστικού καθεστώτος και η διάλυση της Ε.Σ.Σ.Δ.
Είναι πιθανή η διάλυση της Ρωσίας;
Ένα από τα σενάρια που προβάλουν πολλοί είναι πως σε περίπτωση ήττας της Ρωσίας και μίας βίαιης αλλαγής στην εξουσία, θα οδηγήσει στη διάλυση της Ρωσίας; Είναι πιθανόν κάτι τέτοιο; Αρκεί κανείς να ρίξει μια ματιά στον χάρτη της σημερινής Ρωσικής Ομοσπονδίας και να δει πού βρίσκονται και με ποιον συνορεύουν τα υποκείμενα αυτής της Ομοσπονδίας, για να καταλάβει πως αν αποφασίσουν να φύγουν, δεν έχουν πού να πάνε.
Επιπλέον, οι περισσότερες από αυτές τις περιοχές, αγροτικές κατά βάση, εξαρτώνται πλήρως από τις ροές χρήματος του ομοσπονδιακού προϋπολογισμού, πράγμα που τις καθιστά ομήρους της κεντρικής εξουσίας της Μόσχας. Αρκεί και μόνο να αναφέρουμε πως οι κρατικές ενισχύσεις σε αυτές τις φτωχές περιοχές, μόνο το πρώτο εξάμηνο του 2023 αυξήθηκαν κατά 1205,3%, ποσοστό που αν μη τι άλλο εντυπωσιάζει, αλλά και εξηγεί την αφοσίωση των τοπικών, διεφθαρμένων ελίτ και του πληθυσμού στη μία και αδιαμφισβήτητη αρχή, τον Πούτιν και την ομάδα του.
Εκτός από αυτό, ωστόσο, υπάρχει και κάτι πολύ πιο ουσιαστικό. Κατά τα τελευταία είκοσι και πλέον χρόνια της βασιλείας του Πούτιν, ο ίδιος και το σύστημα του, κατάφεραν να δημιουργήσουν μία νέα γενιά τοπικών γραφειοκρατών - τεχνοκρατών, οι οποίοι οφείλουν σε αυτόν την ανακάλυψη, την ανάδειξη και τη σταδιοδρομία τους. Συνεπώς, δεν έχουν κανένα λόγο να δαγκώσουν το χέρι που τους ταΐζει.
Επιμύθιο
Με βάση τα παραπάνω και με την παραδοχή πως η συνέχιση του πολέμου θα συνεχίσει να εξαντλεί τη Ρωσία από πόρους - υλικούς και ανθρώπινους - ενώ η μακροχρόνια επίδραση των δυτικών κυρώσεων θα οδηγήσει σε οικονομικά και κοινωνικά αδιέξοδα, δεν είναι δύσκολο να διατυπώσουμε την εικασία, σύμφωνα με την οποία, η διάδοχη κατάσταση θα πρέπει να συγκεντρώνει εκτός από την αποδοχή των Δυτικών ως αξιόπιστη συνομιλήτρια, αλλά και την ικανότητα ρύθμισης των αντιθέσεων των διαφόρων φατριών της ελίτ.
Συνεπώς, ο υποψήφιος θα πρέπει να εγγυηθεί, έστω και ως ενδιάμεσος, τη μετάβαση από το πουτινικό καθεστώς σε ένα άλλο λιγότερο αυταρχικό, ώστε να μπορέσει και τις πληγές του πολέμου να επουλώσει, αλλά και να αποκαταστήσει διαύλους επικοινωνίας με τη Δύση.