Η γερμανική προεδρία της ΕΕ πλησιάζει στο τέλος της. Τον Ιανουάριο παίρνει τη σκυτάλη η Πορτογαλία.
Η αληθινή επιρροή μιας προεδρίας δεν βρίσκεται απαραίτητα στις πρωτοβουλίες που ολοκληρώνονται. Αυτές είναι συχνά το αποτέλεσμα πολλαπλών προεδριών και δουλειά άλλων θεσμικών οργάνων, όπως της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Η αληθινή επιρροή εν τέλει βρίσκεται συχνά σ’ αυτά που δεν έγιναν και στις προτεραιότητες που προωθήθηκαν.
Η ευθύνη, αλλά και το προνόμιο που λαμβάνει κάθε φορά η χώρα που προεδρεύει, είναι ότι μπορεί να επηρεάζει ακόμα περισσότερο την πολιτική της ΕΕ. Η Μέρκελ, αντί να είναι μια φθαρμένη καγκελάριος στο τέλος της 15χρονης καριέρας της, καθόταν πάνω σε ένα «βουνό» πολιτικού κεφαλαίου, που αποκτήθηκε (και) από την επιτυχημένη διαχείριση του πρώτου κύματος της πανδημίας. Η Γερμανία είχε τα μέσα να αλλάξει την Ευρώπη. Αν το επέλεγε...
Παρ’όλα αυτά, η Γερμανία απογοήτευσε. Σε καυτά μέτωπα που προέκυψαν αποδείχτηκε άτολμη κι εν τέλει «λίγη».
1. Το ουγγροπολωνικό βέτο
Το καλοκαίρι οι Ευρωπαίοι ηγέτες συμφώνησαν να εκδώσουν κοινό χρέος για πρώτη φορά, ύψους 750 δις ευρώ. Χρειάστηκε μια πανδημία και μια πρωτοφανής ύφεση για να πειστεί τελικά η Γερμανία. Μετά από πέντε ημέρες διαβουλεύσεων, συμφώνησαν και οι 27 ηγέτες ότι όποια χώρα ξοδεύει χρήματα της ΕΕ θα πρέπει να συμμορφώνεται με κάποιους κανόνες δικαίου.
Όμως, Ουγγαρία και Πολωνία αρνήθηκαν να υπογράψουν τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό και μπλόκαραν το Ταμείο Ανάκαμψης, έως ότου οι υπόλοιποι δεχτούν να «νερώσουν» το σχέδιο περί κράτους δικαίου. Το συνολικό πακέτο ύψους 1,8 τρις ευρώ συνεχίζει να παραμένει όμηρος των δυο χωρών, την ίδια στιγμή που οι οικονομίες, ιδίως στην Νότια Ευρώπη, περιμένουν επειγόντως τα χρήματα.
Η Γερμανία δεν έχει ακόμη τολμήσει ούτε να λύσει τον εκβιασμό, ούτε να απειλήσει με κυρώσεις τις δυο χώρες για την ναρκοθέτηση της ευρωπαϊκής νομοθεσίας. Το Βερολίνο έχει έτσι κι αλλιώς επιτρέψει σε πολιτικές συμμαχίες να κάμψουν ευρωπαϊκές αξίες. Τα τελευταία δέκα χρόνια ο Όρμπαν έχει ποδοπατήσει τους δημοκρατικούς θεσμούς της χώρας του μέσα από την άνεση του Ευρωπαικού Λαϊκού Κόμματος, στο οποίο ανήκουν και οι Χριστιανοδημοκράτες της Μέρκελ.
2. Λιβύη
Η Γερμανία είχε αναλάβει τον ρόλο του μεσολαβητή και ξεκίνησε τη «διαδικασία του Βερολίνου», μια πρωτοβουλία με σκοπό την επίλυση του εμφυλίου πολέμου στη Λιβύη. Κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, η Γερμανία δεν φάνηκε να διαθέτει το απαραίτητο ανάστημα για να το κάνει.
Ο επικεφαλής του τομέα Μ. Ανατολής και Αφρικής στο Γερμανικό Ινστιτούτο για τις Διεθνείς Σχέσεις και την Ασφάλεια, Στέφαν Ρολ, είχε δηλώσει το καλοκαίρι: «Κοιτάξτε τη διαδικασία του Βερολίνου, την πρωτοβουλία που ξεκίνησε η Γερμανία για την επίλυση του εμφυλίου πολέμου στη Λιβύη. Δεν μπόρεσε να υποχρεώσει τα μέρη να ακολουθήσουν τη συμφωνία. Η Γερμανία δεν είναι αρκετά ισχυρή. Προς το παρόν μπορεί να βοηθήσει μόνο βραχυπρόθεσμα σε μια επείγουσα κατάσταση, όπως για παράδειγμα ένα τηλεφώνημα της Μέρκελ με τον Ερντογάν».
Μάλιστα, στη διαδικασία του Βερολίνου ο Ερντογάν περιφρόνησε κραυγαλέα το Βερολίνο και ακύρωσε κάθε γερμανική πρωτοβουλία αλλάζοντας τις ισορροπίες στη Λιβύη.
Η περίπτωση της Λιβύης ήταν χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτυχίας: Οι ευρωπαϊκές χώρες κατάφεραν να βρεθούν σε αντίπαλα στρατόπεδα ενός εμφυλίου πολέμου, ενώ την ίδια στιγμή Τουρκία και Ρωσία απέκτησαν πάτημα στο νότιο μαλακό υπογάστριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
3. Τουρκία
Η Τουρκία του Ερντογάν αποτελεί υπαρξιακή απειλή για Ελλάδα και Κύπρο, όμως το Βερολίνο αγωνιά να μην ενεργοποιηθούν ουσιαστικές κυρώσεις και να μην δυσαρεστήσει την χώρα που, όπως θεωρεί, συγκρατεί τις μεταναστευτικές ροές. Αν και η Ελλάδα ήταν αυτή που τις συγκράτησε τον Μάρτιο, εν μέσω μιας οργανωμένης «υβριδικής εκστρατείας» από την Τουρκία...
Το «παιχνίδι» της Γερμανίας στο θέμα της Τουρκίας είναι ίσως το πιο χτυπητό παράδειγμα της «κλασικής» τακτικής της Μέρκελ: Οι κρίσεις που διαχειρίστηκε σφυροκόπησαν την Ευρώπη αλλά σπάνια διατάραξαν την σταθερότητα στο εσωτερικό της Γερμανίας.
Η Γερμανία απέτυχε να φρενάρει την τουρκική συμπεριφορά, απέτυχε να συμπλεύσει με την Γαλλία σε μια ευκαιρία να αναδείξουν το γεωπολιτικό ανάστημα της Ευρώπης και απέτυχε να καταδείξει στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις ότι είναι προς το συμφέρον τους να υπερασπιστούν με ενιαία στάση για την εδαφική ακεραιότητα της ΕΕ.
Αντίθετα, συνεχίζει να βάζει τα εμπορικά, και συνολικά τα «δικά της», συμφέροντα πάνω από τα γεωπολιτικά κι ευρωπαϊκά.
Εν κατακλείδι, η εξωτερική πολιτική της Ευρώπης δεν αναβαθμίστηκε μετά από μια γερμανική προεδρία, που εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να χαρακτηριστεί επιτυχημένη…