Ριπές αυτομάτων όπλων ακούστηκαν τις πρώτες πρωινές ώρες στο κέντρο της Ουαγκαντούγκου, της πρωτεύουσας της Μπουρκίνα Φάσο, κοντά σε αεροπορική βάση, σύμφωνα με δημοσιογράφο του Γαλλικού Πρακτορείου. Τα πυρά άρχισαν να ακούγονται περί τις 00:45 [σ.σ. τοπική ώρα· στις 03:45 ώρα Ελλάδας] στην καρδιά της πρωτεύουσας, προτού τα όπλα σιγήσουν περίπου 40 λεπτά αργότερα.
Είναι αδύνατο, τουλάχιστον σε αυτό το στάδιο, να εξακριβωθεί ποιοι ήταν οι λόγοι που ακούστηκαν πυρά στην Ουαγκαντούγκου, δέκα μήνες μετά το δεύτερο στρατιωτικό πραξικόπημα μέσα σε έναν χρόνο στη χώρα της Αφρικής, η οποία παραμένει αντιμέτωπη με συχνές, αιματηρές επιθέσεις τζιχαντιστών.
Το συμβάν καταγράφεται έξι ημέρες μετά το πραξικόπημα στον γειτονικό Νίγηρα, όπου στρατιωτικοί ανέτρεψαν τον εκλεγμένο πρόεδρο Μοαμέντ Μπαζούμ.
Την 30ή Σεπτεμβρίου 2022, πραξικόπημα έφερε στην εξουσία τον λοχαγό Ιμπραήμ Τραορέ, ο οποίος ανέτρεψε τον αντισυνταγματάρχη Πολ Ανρί Νταμιμπά. Ο αντισυνταγματάρχης ήταν ο επικεφαλής του πραξικοπήματος που ανέτρεψε την 24η Ιανουαρίου της ίδιας χρονιάς τον εκλεγμένο πρόεδρο Ροκ Μαρκ Κριστιάν Καμπορέ.
Και στα δύο πραξικοπήματα, ως αιτία προβλήθηκε η αδυναμία του κράτους να διαχειριστεί αποτελεσματικά τον αγώνα εναντίον τζιχαντιστικών οργανώσεων που ορκίζονται πίστη είτε στην Αλ Κάιντα ή στο Ισλαμικό Κράτος και αιματοκυλίζουν την Μπουρκίνα Φάσο από το 2015.
Η βία των τζιχαντιστών έχει στοιχίσει τη ζωή σε πάνω από 16.000 ανθρώπους, πολίτες και στρατιωτικούς, τα τελευταία οκτώ χρόνια, σύμφωνα με την πιο πρόσφατη εκτίμηση της ΜΚΟ Armed Conflict Location and Event Data Project (ACLED). Μόνο το 2023, έχουν σκοτωθεί πάνω από 5.000 άνθρωποι.
Η δράση των οργανώσεων αυτών εξάλλου έχει προκαλέσει τον εκτοπισμό περίπου δύο εκατομμυρίων πολιτών.
Προειδοποιήσεις για τον Νίγηρα
Οποιαδήποτε στρατιωτική επέμβαση στον Νίγηρα για να αποκατασταθεί στην εξουσία ο εκλεγμένος πρόεδρος Μοαμέντ Μπαζούμ, ανατραπείς με πραξικόπημα την περασμένη εβδομάδα, θα εκλαμβανόταν ως «κήρυξη πολέμου εναντίον της Μπουρκίνα Φάσο και του Μαλί», διεμήνυσαν χθες Δευτέρα με κοινή ανακοίνωσή τους τα στρατιωτικά καθεστώτα στην Ουαγκαντούγκου και στην Μπαμακό.
Οι δυο χούντες «προειδοποιούν ότι οποιαδήποτε στρατιωτική επέμβαση εναντίον του Νίγηρα θα ισοδυναμούσε με κήρυξη πολέμου εναντίον της Μπουρκίνα Φάσο και του Μαλί», την επομένη της απειλής περί καταφυγής «στη βία» από τους ηγέτες δυτικοαφρικανικών κρατών που συνεδρίασαν στην Αμπούτζα, την πρωτεύουσα της Νιγηρίας.
Τα δυο καθεστώτα «προειδοποιούν πως οποιαδήποτε στρατιωτική επέμβαση εναντίον του Νίγηρα θα οδηγούσε στην αποχώρηση της Μπουρκίνα Φάσο και του Μαλί από τη CEDEAO [σ.σ. την οικονομική κοινότητα των κρατών της δυτικής Αφρικής], καθώς και στην υιοθέτηση μέτρων νόμιμης άμυνας προς υποστήριξη των ενόπλων δυνάμεων και του λαού του Νίγηρα».
Διαμηνύουν πως κάθε τέτοια επέμβαση θα είχε «καταστροφικές συνέπειες» και θα μπορούσε να «αποσταθεροποιήσει το σύνολο της περιοχής».
Προσθέτουν πως «αρνούνται να εφαρμόσουν» τις «παράνομες, αθέμιτες και απάνθρωπες κυρώσεις εναντίον του λαού και των αρχών» του Νίγηρα, που αποφασίστηκαν στην Αμπούτζα.
Την Κυριακή, οι ηγέτες της CEDEAO απηύθυναν τελεσίγραφο μιας εβδομάδας στη στρατιωτική χούντα στον Νίγηρα για την «πλήρη επιστροφή στη συνταγματική τάξη», προσθέτοντας πως δεν αποκλείουν την «καταφυγή στη βία» εάν δεν συμβεί αυτό.
Αποφάσισαν επίσης την «αναστολή όλων των εμπορικών και χρηματοοικονομικών συναλλαγών» ανάμεσα στα κράτη μέλη και τον Νίγηρα και το πάγωμα τυχόν πόρων των στρατιωτικών που ενέχονται στο πραξικόπημα στις δικαιοδοσίες τους.
Με χωριστή ανακοίνωση, η Γουινέα –όπου κυβερνά επίσης στρατιωτική χούντα– «εκφράζει τη διαφωνία της όσον αφορά τις αποφάσεις (...) της CEDEAO, συμπεριλαμβανομένης [αυτής περί] της στρατιωτικής επέμβασης» και τονίζει πως «αποφάσισε να μην εφαρμόσει τις κυρώσεις διότι τις θεωρεί «παράνομες και απάνθρωπες». Η Κονακρί «καλεί τη CEDEAO να επανεξετάσει τη θέση της».