Οι πολιτικές ελευθερίες σε κίνδυνο και η Γεωργία σε κρίσιμο σταυτοδρόμι. Ο αμφιλεγόμενος νόμος περί «ξένης επιρροής», βγαλμένος απευθείας από το «εγχειρίδιο» καταστολής του Βλαντιμίρ Πούτιν, τορπιλίζει την προσέγγιση με τη Δύση κλιμακώνοντας τις (γεω)πολιτικές εντάσεις. Η Τιφλίδα σείεται από διαδηλώσεις· ΕΕ, ΗΠΑ και ΝΑΤΟ ζητούν την απόσυρση του επίμαχου νόμου και το διακύβευμα των βουλευτικών εκλογών του Οκτωβρίου καθίσταται ιστορικής σημασίας.
Η προώθηση του νόμου «περί διαφάνειας της ξένης επιρροής» από την κυβέρνηση του πρωθυπουργού Ιρακλί Κομπαχίτζε ήλθε ακριβώς για να φιμώσει την αντιπολίτευση εν όψει της κάλπης του Οκτωβρίου, και να περάσει «θηλιά» στην κοινωνία των πολιτών, τα μέσα ενημέρωσης και μη κυβερνητικές οργανώσεις.
Ακολουθώντας τα χνάρια του καθεστώτος Πούτιν για την καταστολή της διαφωνίας, η κυβέρνηση του Γεωργιανού Ονείρου (GD) γυρίζει τη Γεωργία στο παρελθόν, και «βγάζει» τις δυνάμεις καταστολής απέναντι στους πολίτες που διαδηλώνουν φοβούμενοι ότι θα δουν τη χώρα τους να μετατρέπεται σε νέα Λευκορωσία.
Ο «ρωσικός νόμος» όπως τον αποκαλεί η αντιπολίτευση, καθώς παραπέμπει ευθέως στο νόμο Πούτιν του 2012, εγκρίθηκε σε τελική ανάγνωση εντός της εβδομάδας εν μέσω μαζικών διαδηλώσεων έξω από το Κοινοβούλιο. Οι μαζικές διαμαρτυρίες δεν υποχωρούν· εξίσου ανυποχώρητη παραμένει, ωστόσο, η κυβέρνηση παρά τη σφοδρή καταδίκη εκ μέρους Ευρωπαϊκής Ένωσης και Ηνωμένων Πολιτειών.
Πριν την κοινοβουλευτική ψηφοφορία, ο Ιρακλί Κομπαχίτζε είχε δηλώσει ότι εάν η κυβέρνηση υποχωρήσει κατά την τρίτη ανάγνωση του νομοσχεδίου, η Γεωργία θα χάσει την κυριαρχία της και «εύκολα θα μοιραστεί τη μοίρα της Ουκρανίας» -χωρίς να διευκρινίσει τι εννοεί.
Στον πενθήμερο πόλεμο του 2008, το Κρεμλίνο απέσπασε το στρατιωτικό έλεγχο του ενός πέμπτου της επικράτειας της Γεωργίας, διατηρώντας έως και σήμερα τα ρωσικά στρατεύματα στις αποσχισθείσες επαρχίες της Αμπχαζίας και της Νότιας Οσετίας. Μέλη της γεωργιανής αντιπολίτευσης τονίζουν ότι η Τιφλίδα μπορεί να κάνει περισσότερα γα να υποστηρίξει την Ουκρανία στην απόκρουση του επιθετικού πολέμου που εξαπέλυσε εναντίον της ο Βλαντιμίρ Πούτιν, ωστόσο η κυβέρνηση έχει αποφύγει να προχωρήσει σε κυρώσεις κατά της Μόσχας, γεγονός που έχει προβάλλει (και) ως στρατηγική προς αποφυγή πολέμου επί του δικού της εδάφους.
Οι σκηνές με τους χιλιάδες Γεωργιανούς που υψώνουν τη σημαία της ΕΕ φέρνει στη μνήμη ανάλογες εικόνες από το Κίεβο και την εξέγερση της πλατείας Μαΐντάν που πυροδότησε το 2013 η απόφαση του τότε προσκείμενου στη Μόσχα προέδρου Βίκτορ Γιανουκόβιτς να αναστείλει τις συνομιλίες για τη σύμφωνα σύνδεσης ΕΕ-Ουκρανίας.
Η μαζική αντίθεση στη νομοθεσία αντανακλά την εσωτερική σύγκρουση που μαίνεται στη Γεωργία ως προς τον γεωπολιτικό προσανατολισμό της χώρας, με πολιτικούς αναλυτές να προειδοποιούν πως όσο κερδίζει έδαφος η Ρωσία στο μέτωπο της Ουκρανίας, καλλιεργείται μεγαλύτερη δυναμική υπέρ του Βλαντιμίρ Πούτιν και πολιτικές, όχι μόνο στη Γεωργία, μετατοπίζονται προς πιο φιλορωσική κατεύθυνση.
Οι Βρυξέλλες έχουν προειδοποιήσει ξεκάθαρα ότι η υιοθέτηση του αμφιλεγόμενου νόμου απειλεί να τινάξει στον αέρα την πορεία της Γεωργίας προς τους κόλπους της ΕΕ, μόλις επτά μήνες αφότου έλαβε το πολυπόθητο καθεστώς υποψήφιας προς ένταξη χώρας. «Η υιοθέτηση του νόμου επηρεάζει αρνητικά την πρόοδο της Γεωργίας στην πορεία προς την ΕΕ», αναφέρει κοινή δήλωση του επικεφαλής της ευρωπαϊκής διπλωματίας, Ζοζέπ Μπορέλ, και του Επιτρόπου Διεύρυνσης Όλιβερ Βάρχελι.
Η διακυβέρνηση Μπάιντεν ταυτόχρονα καλεί την Γεωργία να μην συμπαραταχθεί με τη Μόσχα κατά της Δύσης, με τον Αμερικανό υφυπουργό Εξωτερικών Τζέιμς Ο’ Μπράιεν να προειδοποιεί την γεωργιανή κυβέρνηση ότι «θα χάσει εκατομμύρια δολάρια σε στρατιωτική και οικονομική βοήθεια εφόσον από σύμμαχος γίνει «αντίπαλος».
Σε μία ασυνήθιστη πρωτοβουλία δεδομένης της διαίρεσης που επικρατεί στο αμερικανικό Κογκρέσο, δικομματική επιτροπή προειδοποιεί με την επιβολή κυρώσεων στη Γεωργία. Αμερικανοί αξιωματούχοι «δείχνουν» σε στοχευμένες κυρώσεις κατά Γεωργιανών πολιτικών, περιλαμβανομένων ταξιδιωτικών περιορισμών. Ανακοίνωση έχει εκδώσει και το ΝΑΤΟ, λέγοντας ότι η Γεωργία κινείται στη λάθος κατεύθυνση και απομακρύνεται από την ευρωπαϊκή και ευρωατλαντική ολοκλήρωση.
H πρόεδρος της Γεωργίας, Σαλομέ Ζουραμπισβίλι, έχει καταγγείλει ότι ο νόμος εισήχθη στη Βουλή «καθ’ υπαγόρευση» της Μόσχας. Κατόπιν της κοινοβουλευτικής έγκρισης, δήλωσε σε συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε από κοινού με τους υπουργούς Εξωτερικών της Λιθουανίας, της Λετονίας, της Εσθονίας και της Ισλανδίας, ότι το κυβερνών κόμμα θέλει να γυρίσει τη Γεωργία στο παρελθόν, αλλά οι διαδηλώσεις στην Τιφλίδα αποδεικνύουν ότι οι Γεωργιανοί «δεν θα επιστρέψουν ποτέ στη ρωσική πίεση».
Ωστόσο, το βέτο που θα ασκήσει στο νόμο, η Σαλομέ Ζουραμπισβίλι μπορεί να παρακαμφθεί από το Κοινοβούλιο με απλή πλειοψηφία, και οι επικείμενες εκλογές του Οκτωβρίου προβάλλουν ως ο μόνος δρόμος για τη θωράκιση της ευρωπαϊκής πορείας της χώρας εφόσον καταψηφιστεί η κυβέρνηση.
Αν και ο κυβερνητικός συνασπισμός υπό το κόμμα Γεωργιανό Όνειρο κέρδισε τις προηγούμενες εκλογές στη βάση πλατφόρμας υπέρ της Δύσης, σήμερα αποπειράται απροκάλυπτα να ωθήσει τη Γεωργία στη ζώνη επιρροής του Κρεμλίνου. Ο επίμαχος νόμος είχε εισαχθεί για πρώτη φορά πέρυσι, ωστόσο η κυβέρνηση τον απέσυρε υπό το βάρος των μαζικών διαδηλώσεων για να τον επαναφέρει ξανά εν όψει των εκλογών του Οκτωβρίου.
Αφαιρέθηκαν τα περί «ξένων πρακτόρων» και αντικαταστάθηκαν με τα περί «ξένης επιρροής»-, αλλά η ουσία είναι η ίδια. Απαιτείται από μη κυβερνητικές οργανώσεις, φορείς της κοινωνίας των πολιτών και μέσα ενημέρωσης που λαμβάνουν πάνω από το 20% της χρηματοδότησης από το εξωτερικό, να εγγραφούν και να χαρακτηριστούν ως «οργανισμοί που επιδιώκουν τα συμφέροντα ξένης δύναμης». Θα υπόκεινται σε αυθαίρετες έρευνες και θα καλούνται να υποβάλλουν λεπτομερείς εκθέσεις. Η μη συμμόρφωση οδηγεί κυρώσεις και βαριά πρόστιμα.
Ο νόμος που εφαρμόζεται… επιτυχώς στη Ρωσία από το 2012 (και έχει επίσης υιοθετηθεί από τη Λευκορωσία και το Κιργιστάν), και διευρύνθηκε για να φιμώσει και τη διαφωνία για την απρόκλητη εισβολή στο έδαφος της Ουκρανίας, πασιφανώς αντιβαίνει στις αρχές ενός σύγχρονου δημοκρατικού κράτους και αναπόφευκτα «τορπιλίζει» την ευρωπαϊκή προοπτική της πρώην σοβιετικής δημοκρατίας που βρίσκεται σε στρατηγική θέση στον Καύκασο, περιοχή που έχει υπάρξει επί αιώνες «αρένα» γεωπολιτικής διελκυστίνδας μεταξύ Ρωσίας, Τουρκίας, κρατών της Δύσης και Ιράν.