Οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών της Ουγγαρίας κατηγορούν εν χορώ τον πρωθυπουργό Βίκτορ Όρμπαν ότι επιχειρεί να «φιμώσει όλες τις επικριτικές φωνές» στη χώρα, μέσω της εισαγωγής νομοθεσίας για τη δημιουργία ενός «γραφείου προστασίας της κυριαρχίας» που θα ερευνά την ξένη επιρροή.
Εδώ και χρόνια, ο Ούγγρος πρωθυπουργός προωθεί το αφήγημα ότι εξωτερικές δυνάμεις προσπαθούν να υπονομεύσουν την κυβέρνησή του και να στηρίξουν τους αντιπάλους του.
Σε ομιλία του αυτόν τον μήνα, ο ακροδεξιός ηγέτης δήλωσε ότι «σκοτεινές δυνάμεις θα συνεχίσουν να πολιορκούν τις γραμμές άμυνας της [εθνικής] κυριαρχίας, συμπεριλαμβανομένων εκείνων της Ουγγαρίας».
Πολέμιοι του Βίκτορ Όρμπαν καταγγέλλουν ότι η ρητορική του έχει σχεδιαστεί για να υπονομεύσει τους αντιπάλους του και ότι, ενόψει των ευρωεκλογών και των δημοτικών εκλογών του επόμενου έτους, η κυβέρνηση εντείνει τις προσπάθειες για να δημιουργήσει φανταστικούς εχθρούς και να αποσπάσει την προσοχή των ψηφοφόρων.
Επτά οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών προειδοποιούν σε ανακοίνωσή τους ότι τα σχέδια για ένα «γραφείο προστασίας της κυριαρχίας» αποτελούν μέρος των ευρύτερων προσπαθειών της κυβέρνησης να καταστείλει τη διαφωνία, μεταδίδει ο Guardian.
Στις οργανώσεις, στις οποίες περιλαμβάνονται η Διεθνής Διαφάνεια Ουγγαρίας και η Ουγγρική Ένωση Πολιτικών Ελευθεριών, τονίζουν ότι η προτεινόμενη νομοθεσία δεν συνάδει με τις συνταγματικές και ευρωπαϊκές υποχρεώσεις της Ουγγαρίας και, ως εκ τούτου, θα αποτύχει.
Κατά το σχέδιο νόμου, το υπό σύσταση Γραφείο θα διερευνά δραστηριότητες συνηγορίας, δραστηριότητες που αποσκοπούν στον επηρεασμό του δημοκρατικού διαλόγου και οργανώσεις που χρησιμοποιούν ξένη χρηματοδότηση για να επηρεάσουν τους ψηφοφόρους. Το νομοσχέδιο προβλέπει ποινές έως και τριετούς φυλάκισης για απαγορευμένη ξένη χρηματοδότηση ομάδων που κατεβαίνουν στις εκλογές.
Η ευρεία διατύπωση έχει εντείνει τις ανησυχίες ότι το γραφείο θα μπορούσε να στοχοποιήσει αυθαίρετα δημοσιογράφους, συνδικάτα, εκκλησίες και εταιρείες.
Η Ουγγρική Επιτροπή Ελσίνκι, ομάδα προάσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, σημείωσε ότι το νομοσχέδιο είναι σκόπιμα ασαφές και γεμάτο με αόριστες έννοιες. «Αυτή η εσκεμμένη ασάφεια επιτρέπει στη νέα αρχή να θεωρεί αυθαίρετα οποιαδήποτε δραστηριότητα που σχετίζεται με δημόσιες υποθέσεις ως εξυπηρέτηση ξένων συμφερόντων».
Σφοδρή είναι επίσης η κριτική της αντιπολίτευσης. Η Κάταλιν Κες, μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου από το αντιπολιτευόμενο κόμμα Momentum, δήλωσε ότι η πρόταση αποτελεί «άλλο ένα σκοτεινό ορόσημο για την Ουγγαρία».
«Ένα ξεκάθαρο αυταρχικό εργαλείο για τη συντριβή της διαφωνίας, τον εκφοβισμό και την τιμωρία των επικριτικών φωνών έχει ως στόχο να στραγγαλίσει τα εναπομείναντα ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης, τις μη κυβερνητικός οργανώσεις και τα κόμματα της αντιπολίτευσης, που ήδη αντιμετωπίζουν ανελέητες επιθέσεις, υπογράμμισε.
Κυβερνητικός αξιωματούχος τη ίδια στιγμή υποστήριζε πως η νομοθεσία «αποσκοπεί στο να αποτρέψει τους εγχώριους πολιτικούς φορείς από το να δέχονται ξένα κεφάλαια».
Η παρουσίαση του νομοσχεδίου έρχεται λίγες ημέρες αφότου η ουγγρική κυβέρνηση παρουσίασε μια αμφιλεγόμενη διαφημιστική καμπάνια που απεικονίζει την πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, και τον πρόεδρο του Open Society Foundations, Άλεξ Σόρος, με το σύνθημα: «Ας μην χορεύουμε στο ρυθμό τους». Η κυβέρνηση αποστέλλει επίσης σε όλους τους πολίτες ένα ερωτηματολόγιο που περιέχει ευρεία κριτική για τις Βρυξέλλες.
Η εκστρατεία αναζωπύρωσε τις ανησυχίες ότι οι ουγγρικές αρχές προωθούν αντισημιτικά αφηγήματα στο εσωτερικό της χώρας -κάτι που η ουγγρική κυβέρνηση αρνείται σθεναρά- και ότι το Fidesz, το κόμμα του Βίκτορ Όρμπαν, χρησιμοποιεί κρατικούς πόρους για να υπονομεύσει την αξιοπιστία των θεσμικών οργάνων της ΕΕ.
Εκπρόσωπος του Open Society Foundations, δήλωσε: «Τα χρήματα των Ούγγρων φορολογουμένων χρησιμοποιούνται και πάλι για την πληρωμή πολιτικής προπαγάνδας που είναι βαθιά αμαυρωμένη από αντισημιτισμό -μια ακόμη απόδειξη του πόσο πολύ έχουν διολισθήσει τα πρότυπα της πολιτικής ευπρέπειας σε ένα κράτος-μέλος της ΕΕ».
«Πρόκειται για μια πάγια τακτική της ουγγρικής κυβέρνησης -η δημιουργία μιας ασαφούς ξένης απειλής για να αποσπάσει την προσοχή των ψηφοφόρων από τα πραγματικά εγχώρια ζητήματα, όπως η ποιότητα της δημόσιας εκπαίδευσης και της υγειονομικής περίθαλψης», σημείωσε.