Λειτουργώντας ως το «φύλλο συκής» του εξτρεμισμού της εθνικολαϊκιστικής Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) σε ένα πολιτικό τοπίο που κουβαλά βαριά ιστορικά φορτία και σύγχρονες προκλήσεις, η Αλίς Βάιντελ, υποψήφια καγκελάριος της Άκρας Δεξιάς και προσωπικότητα αντιφατική και σύνθετη, κοιτά πολύ πέραν των ομοσπονδιακών εκλογών της 23ης Φεβρουαρίου.
Ο χαρακτηρισμός του πολιτικού χαμαιλέοντα που αποδίδεται στη συμπρόεδρο της AfD είναι ενδεικτικός των προσωπικών φιλοδοξιών και των ελιγμών της καθώς ένα κόμμα στο φάσμα του δεξιού εξτρεμισμού, που φέρει στο DNA του την ξενοφοβία, τον ρατσισμό και τον αντισημιτισμό, επιδιώκει να προβληθεί και να επιβληθεί ως πολιτική «κανονικότητα» βγάζοντας μπροστά το πιο «ευπαρουσίαστο» πρόσωπό του.
Το βιογραφικό της 45χρονης Βάιντελ δεν θεωρείται τυπικό για αρχηγό ακροδεξιού κόμματος. Γεννημένη στη Δυτική Γερμανία και ανοιχτά ομοφυλόφιλη, κατάφερε να επιβληθεί σε ένα κόμμα γνωστό για την ξενοφοβική και ομοφοβική ρητορική του, επιδεικνύοντας μία απαράμιλλη ικανότητα να αλλάζει τη στάση της ώστε να προσαρμόζεται παράλληλα με τη ριζοσπαστική ατζέντα της AfD. Αυτή η αντίφαση επιτρέπει στην AfD να παρουσιάζει την Αλίς Βάιντελ ως «φύλλο συκής». Να εξασφαλίζει, δηλαδή, τη συμμετοχή από διάφορες «αποχρώσεις» της πολύχρωμης γερμανικής κοινωνίας, υψώνοντας ένα προπέτασμα καπνού στις κατηγορίες για μισογυνισμό και μισαλλοδοξία, ενώ παράλληλα να ακολουθεί πολιτικές αποκλεισμού που βρίσκουν απήχηση στη σκληρή βάση των ακροδεξιών ψηφοφόρων του.
Το πρόσφατο συνέδριο της AfD στη Ρίζα της Σαξονίας εξέλεξε ομόφωνα την Αλίς Βάιντελ υποψήφια καγκελάριο, ταυτόχρονα όμως υιοθετήθηκαν πολιτικές που αποκλείουν οικογένειες όπως η δική της από τον ορισμό του «αποδεκτού». Το προεκλογικό πρόγραμμα που ψήφισαν οι σύνεδροι αναφέρει ότι «η οικογένεια, αποτελούμενη από πατέρα, μητέρα και παιδιά, είναι ο πυρήνας της κοινωνίας». Η κίνηση αυτή έρχεται σε άμεση σύγκρουση με την οικογενειακή ζωή της ίδιας της Βάιντελ, η οποία συμβιώνει με την γεννημένη στη Σρι Λάνκα Ελβετή παραγωγό ταινιών Σάρα Μπόσαρντ και έχουν μαζί δύο υιοθετημένα παιδιά.
Οικονομολόγος στο επάγγελμα, η Βάιντελ έχει ζήσει και εργαστεί σε όλο τον κόσμο. Από τον Καναδά και την Ιαπωνία μέχρι τη Σιγκαπούρη και την Κίνα. Εργάστηκε ως αναλύτρια στην Goldman Sachs στη Φρανκφούρτη, ενώ έζησε έξι χρόνια στο Πεκίνο, όπου τελειοποίησε τα μανδαρινικά που μάθαινε από 14 ετών και ερεύνησε το κινεζικό συνταξιοδοτικό σύστημα. Αυτοπροσδιορίζεται ως «συντηρητική φιλελεύθερη» και όχι ακροδεξιά· θαυμάζει την πρώην πρωθυπουργό της Βρετανίας Μάργκαρετ Θάτσερ για τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές και την ανθεκτικότητά της, αντανακλώντας παρόμοιες απόψεις στη δική της πλατφόρμα που υποστηρίζει περικοπές στην κοινωνική πρόνοια και ιδιωτικοποιήσεις.
Η ίδια άδραξε τη χρυσή ευκαιρία που της προσέφερε πρόσφατα ο Ίλον Μασκ να καλλιεργήσει το προφίλ της AfD στη διεθνή σκηνή ως μια σύγχρονη πολιτική οντότητα, που δεν έχει ιστορικούς δεσμούς με τον ναζισμό, και κατέχει πέραν της απόλυτης αλήθειας και το μαγικό χάρισμα να «σώσει τη Γερμανία». Η Βάιντελ αδιαμφισβήτητα πλέον πρωταγωνιστεί στη γερμανική πολιτική ζωή και συγκεντρώνει την προσοχή των μίντια τώρα περισσότερο από ποτέ, εναλλασσόμενη μεταξύ πιο μετριοπαθούς και ακραίου λόγου.
Στην ομιλία της στο συνέδριο της AfD ανέδειξε περισσότερο την εξτρεμιστική πλευρά της πολιτικής της ταυτότητας, κατακεραύνωσε τον «αριστερό όχλο» και αγκάλιασε τον εξαιρετικά φορτισμένο όρο «επαναμετανάστευση», καθώς υποσχόταν μαζικές απελάσεις μεταναστών ανεβάζοντας ακόμη περισσότερο τους τόνους στη σκιά των τελευταίων επιθέσεων που έχουν καταστήσει το μεταναστευτικό κυρίαρχο ζήτημα της προεκλογικής εκστρατείας.
Πολλοί θεώρησαν την εμπρηστική της ρητορική ως παραχώρηση προς τον διαβόητο Μπιορν Χέκε, κομιστή του ναζιστικού συνθήματος «Alles für Deutschland», ο οποίος οδήγησε το κόμμα σε νίκη στις περιφερειακές εκλογές στο ανατολικό κρατίδιο της Θουριγγίας τον Σεπτέμβριο. Ο λόγος του Χέκε είναι γεμάτος με άμεσες ή έμμεσες αναφορές στη ναζιστική περίοδο και έχει καταδικαστεί δύο φορές για την επίκληση της εθνικιστικής γλώσσας των ταγμάτων εφόδου του Αδόλφου Χίτλερ. Όταν στο συνέδριο ακούγονταν φωνές «Alice für Deutschland» -σε παραπομπή στο απαγορευμένο ναζιστικό σύνθημα- η «φιλελεύθερη-συντηρητική» Βάιντελ δεν φάνηκε να ενοχλείται.
Η σχέση της Αλίς Βάιντελ με τον Μπιορν Χέκε είναι ενδεικτική των εσωτερικών εντάσεων που χαρακτηρίζουν την Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD). Αρχικά, η Βάιντελ ήταν επικριτική απέναντι στην εξτρεμιστική ρητορική του, ωστόσο, καθώς επεδίωκε ευρύτερη υποστήριξη και εδραίωση εντός του κόμματος, σταδιακά άμβλυνε την κριτική της. Πολιτικοί αναλυτές εντοπίζουν στη συμπεριφορά της την επιθυμία να ενοποιήσει τις συνιστώσες του κόμματος και ταυτόχρονα να αποστασιοποιηθεί από τα πιο φανερά ριζοσπαστικά στοιχεία του.
Σε αντίθεση με άλλους στο κόμμα της, η Βάιντελ έδειξε πάντοτε την πολιτική οξύνοια να ισορροπεί ανάμεσα σε πολιτικές που θα της λειάνουν το δρόμο προς την εξουσία και την ιδεολογική καθαρότητα. Από την άλλη ενώ στοχεύει να παρουσιάσει ένα πιο «εύπεπτο», μετριοπαθές, πολιτικά «κανονικό» πρόσωπο της AfD, η ίδια κινδυνεύει να αποξενώσει τους ψηφοφόρους που έλκονται από τον εξτρεμισμό του Χέκε.
Η AfD εμφανίζεται διχασμένη μεταξύ εκείνων που επιθυμούν να μετριάσουν την εικόνα του κόμματος και εκείνων που ασπάζονται αναφανδόν τις πλέον ριζοσπαστικές πολιτικές θέσεις του που επιβεβαιώνουν τον αντισυστημικό του χαρακτήρα σε ένα κοινό που λειτουργεί με οργή και θυμικό, καθοδηγούμενο από την οικονομική απογοήτευση και τη δυσαρέσκεια για τις μεταναστευτικές πολιτικές των προηγούμενων κυβερνήσεων. Αυτό το κοινό ανέδειξε την AfD μέσα σε λίγα χρόνια σε δεύτερη πολιτική δύναμη, με ένα ποσοστό που οι δημοσκοπήσεις εκτιμούν ότι θα κινηθεί περί του 20% στις 23 Φεβρουαρίου.
Η συμφιλίωση με τον Χέκε, η αποδοχή δηλαδή του εξτρεμισμού του, έχει επιτρέψει στην Αλίς Βάιντελ να παραμένει στην κορυφή της AfD και να κρατήσει ενωμένο το κόμμα στην ανοδική του πορεία. Σε αντάλλαγμα, η εσωκομματική πτέρυγα του Χέκε υποστηρίζει την ηγεσία της.
Ζητούμενο για την Αλίς Βάιντελ είναι να διαρρήξει το «τείχος ασφαλείας» των δημοκρατικών δυνάμεων έναντι της της Άκρας Δεξιάς. Εντός της περασμένης εβδομάδας με «όχημα» το μεταναστευτικό και την... ώθηση του επικεφαλής των Χριστιανοδημοκρατών (CDU), Φρίντριχ Μερτς, η AfD βρέθηκε για πρώτη φορά να διαμορφώνει κοινοβουλευτική πλειοψηφία στη Μπούντεσταγκ υπερψηφίζοντας δέσμη προτάσεων για ριζική στροφή στη μεταναστευτική πολιτική. Σε επόμενη ψηφοφορία, επί νομοσχεδίου αυτή τη φορά, η Άκρα Δεξιά προσέκρουσε στο «τείχος» που υψώθηκε με τη διαφοροποίηση βουλευτών των Χριστιανοδημοκρατών και Φιλελεύθερων από την κομματική γραμμή και δεν βρέθηκε η εξτρεμιστική AfD να πανηγυρίζει τον πρώτο νόμο της Γερμανίας με πλειοψηφία που διασφάλισε η ίδια.
Η Αλίς Βάιντελ ευθυγραμμίζεται με τις ευρύτερες τάσεις που παρατηρούνται σε ολόκληρη την Ευρώπη, όπου τα ακροδεξιά κόμματα επιδιώκουν όλο και περισσότερο να εξομαλύνουν την παρουσία τους στην κυρίαρχη πολιτική. Έχει από τώρα στραμμένο το βλέμμα της στο 2029 με τη φιλοδοξία ότι έως τότε θα έχει μετασχηματιστεί τόσο ριζικά το πολιτικό τοπίο της Γερμανίας που η AfD θα είναι «νομιμοποιημένη» να σχηματίζει ή να συμμετέχει σε συνασπισμούς με άλλα δεξιά κόμματα.