«Το Αζερμπαϊτζάν είναι μέρος τόσο του ρωσικού όσο και του τουρκικού κόσμου, διαδραματίζοντας το ρόλο του μεσολαβητή μεταξύ της Ρωσίας και της Τουρκίας. Πιστεύω ότι έχει έρθει η ώρα να συγκροτήσουν ένα γεωπολιτικό τρίγωνο». Τα λόγια ανήκουν στον Σεργκέι Μαρκόφ, πολιτικό επιστήμονα, δημοσιογράφο και επίκουρο καθηγητή στο Κρατικό Πανεπιστήμιο της Μόσχας. Ελάχιστα γνωστός στην Ελλάδα, υπήρξε επί σειρά ετών στενός συνεργάτης του Βλαντιμίρ Πούτιν.
Το ενδιαφέρον με την άποψη αυτή του Σεργκέι Μαρκόφ είναι ότι την εξέφρασε το 2019, πριν ακόμη Μόσχα και Άγκυρα, σε αγαστή συνεργασία με το Μπακού, διαμορφώσουν τη νέα γεωπολιτική δομή στον νότιο Καύκασο και προτού διαμορφωθεί η ιδιαίτερη σχέση στον ρωσο-τουρκικό άξονα εξαιτίας του πολέμου στην Ουκρανία, τρία χρόνια αργότερα.
Η γεωπολιτική συμπόρευση μεταξύ της Ρωσίας, του Αζερμπαϊτζάν και της Τουρκίας, την οποία «εμπνεύστηκε», έγινε εξ ολοκλήρου πράξη μετά την ήττα των Αρμενίων από τους Αζέρους στον δεύτερο πόλεμο του Ναγκόρνο-Καραμπάχ -με την καθοριστική βοήθεια της Τουρκίας και τη Ρωσία στο ρόλο του «Πόντιου Πιλάτου», που οδήγησε τελικά το 2023 στον πλήρη έλεγχο του θύλακα από το Μπακού.
Οι εκλογές της περασμένης Τετάρτης στο Αζερμπαϊτζάν, που εδραιώνουν την αυταρχική εξουσία του Ιλχάμ Αλίεφ για άλλα επτά χρόνια και η πολυσυζητημένη αναμενόμενη επίσκεψη Πούτιν στην Άγκυρα -που παρά τις συνεχείς αναβολές είναι η μοναδική στο πρόγραμμα του Ρώσου προέδρου σε χώρα του ΝΑΤΟ μετά την εισβολή στην Ουκρανία- καθιστούν για μία ακόμη φορά επίκαιρες τις ζυμώσεις στο τρίγωνο Ρωσίας-Τουρκίας-Αζερμπαϊτζάν.
Ιστορικά, οι σχέσεις μεταξύ του Αζερμπαϊτζάν και της Ρωσίας ήταν ενίοτε αρκετά τεταμένες. Η πλέον ανοιχτή εκδήλωση εχθρότητας μεταξύ των δύο πλευρών -που άφησε και εθνικό τραύμα σε πολλούς Αζέρους- ήταν η βίαιη καταστολή των εθνικιστικών δυνάμεων του Αζερμπαϊτζάν από τον Κόκκινο Στρατό, την περίοδο της διάλυσης της ΕΣΣΔ τον Ιανουάριο του 1990, που κατεγράφη στην ιστορία των Αζέρων ως «Καρά Γιανβάρ» (Μαύρος Γενάρης). Για πολλές δεκαετίες, εξάλλου, το Μπακού αντιλαμβανόταν τη Μόσχα ως προστάτιδα δύναμη της Αρμενίας, τότε που η Ρωσία ήταν για το Γερεβάν ο βασικός σύμμαχος και μία δύναμη εξισορρόπησης έναντι της συμμαχίας μεταξύ της Τουρκίας και του Αζερμπαϊτζάν.
Ωστόσο, ο Χαϊντάρ Αλίεφ, πατέρας του σημερινού προέδρου, Ιλχάμ, και εκ των βασικών στελεχών της παλιάς σοβιετικής πολιτικής νομενκλατούρας που γνώριζε πρόσωπα και καταστάσεις στη Μόσχα, ξεκινώντας από τα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας του Αζερμπαϊτζάν μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, τηρούσε μία εξωτερική πολιτική ισορροπιών έναντι της Ρωσίας. Απέφευγε να θίξει τα συμφέροντά της στον Καύκασο και την Κασπία, στάση που του επέτρεψε να επικρατήσει πολιτικά στο εσωτερικό και να δημιουργήσει ένα πλούσιο κράτος, που μέχρι σήμερα στηρίζεται στην εξόρυξη υδρογονανθράκων από τα κοιτάσματα της Κασπίας.
Κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης του Χαϊντάρ Αλίεφ και την πρώτη δεκαετία της διακυβέρνησης του Ιλχάμ Αλίεφ, η «ισορροπημένη πολιτική» σήμαινε επίσης ότι το Αζερμπαϊτζάν δεν θα έπαιρνε θέση στις συγκρούσεις της Δύσης με τη Ρωσία.
Μετά τη νίκη του 2020 στο Καραμπάχ και σύμφωνα με την ειρηνευτική συμφωνία με ρωσική μεσολάβηση τόσο το Μπακού, όσο και το Ερεβάν, συμφώνησαν στην ανάπτυξη περίπου 2.000 Ρώσων στρατιωτών στα εδάφη του Ναγκόρνο-Καραμπάχ που παρέμεναν υπό αρμενικό έλεγχο. Για το Αζερμπαϊτζάν, η επιλογή αυτή ήταν προτιμότερη από οποιονδήποτε διεθνή έλεγχο ή παρατηρητές. Για τη Δύση, η ανάπτυξη του ρωσικού αποσπάσματος ήταν κάπως αποδεκτή -καλύτερη τουλάχιστον από την εθνοκάθαρση. Μακροπρόθεσμα, ήταν επίσης προφανές για το Αζερμπαϊτζάν ότι θα ήταν απλούστερο να διαπραγματευτεί με έναν άλλο αυταρχικό παράγοντα στην περιοχή παρά με τη συλλογική Δύση ή τον ΟΗΕ. Πράγματι, δύο ημέρες πριν από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, το Αζερμπαϊτζάν και η Ρωσία υπέγραψαν τη συμφωνία «συμμαχίας».
Στη συνέχεια, παρά τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι ρωσικές ειρηνευτικές δυνάμεις στο πεδίο με τη συνεχή προώθηση των αζερικών δυνάμεων και την κατάληψη τελικά, τον Σεπτέμβριο του 2023, ολόκληρου του Ναγκόρνο-Καραμπάχ, η Μόσχα έδειξε ανοχή. Αντιμετωπίζοντας απροσδόκητες δυσκολίες και δυτικές κυρώσεις εν μέσω της εισβολής στην Ουκρανία, η Ρωσία δεν θα μπορούσε να χάσει τον κύριο σύμμαχο της Τουρκίας στην περιοχή υπέρ μιας όλο και περισσότερο δυτικόφιλης και εύθραυστης Αρμενίας.
Οι σχέσεις του τουρκογενούς Αζερμπαϊτζάν με την Τουρκία από την άλλη έχει εδραιωθεί ως το αντίβαρο της «πολιτικής ισορροπιών» του Μπακού έναντι της Μόσχας και το ιστορικό τους βάθος ενσαρκώνεται στο σύνθημα: «Ένα έθνος, δύο κράτη».
Η κοινή εθνική ταυτότητα, ακρογωνιαίος λίθος στην οικοδόμηση μιας συλλογικής ταυτότητας, συμβάλλει και στην οικοδόμηση ενός αφηγήματος συλλογικής ασφάλειας. Έτσι, το 2021, το Αζερμπαϊτζάν και η Τουρκία αποφάσισαν να εδραιώσουν τη στρατηγική τους εταιρική σχέση με τη Διακήρυξη της Σούσα, η οποία πλαισιώνει τη στρατιωτική τους συμμαχία και την εμβάθυνση των οικονομικών δεσμών τους. Η διακήρυξη δίνει επίσης έμφαση στην οικονομική συνεργασία, ιδίως στον τομέα της ενέργειας, και τοποθετεί τα δύο έθνη ως βασικούς παράγοντες στη διαμόρφωση του οικονομικού τοπίου του Νοτίου Καυκάσου, με φιλόδοξα έργα υποδομής, όπως ο διάδρομος μεταφορών Ανατολής-Δύσης, από το Αιγαίο έως την Κίνα και ο σιδηρόδρομος Ναχιτσεβάν-Καρς.
Ένα από τα κύρια εμπόδια όμως για την υλοποίηση της Διακήρυξης είναι η αδυναμία σύναψης ειρηνευτικής συμφωνίας μεταξύ Αρμενίας και Αζερμπαϊτζάν εξαιτίας του ζητήματος του διαδρόμου Ζανγκεζούρ, που θα ενώνει τον αζερικό θύλακα του Ναχιτσεβάν με τον κύριο κορμό του Αζερμπαϊτζάν και θα διασφαλίζει τη γεωγραφική συνέχεια της Τουρκίας με το Αζερμπαϊτζάν μέχρι την Κασπία, όπως απαιτούν Άγκυρα και Μπακού. Ενσωματωμένο στη Διακήρυξη της Σούσα, το σχέδιο αυτού του διαδρόμου όχι μόνο θέτει σε κίνδυνο την κυριαρχία της Αρμενίας, αλλά έρχεται επίσης σε αντίθεση με τα συμφέροντα του Ιράν, ενώ σηματοδοτεί την αυξημένη γεωπολιτική επιρροή για την Τουρκία, η οποία θα ελέγχει από κοινού με τη Ρωσία τον διάδρομο.
Τουρκία και Αζερμπαϊτζάν από την άλλη συνάπτουν σχέσεις σε κρίσιμους τομείς με την Ουκρανία, που στηρίζουν την πολεμική της προσπάθεια, αγνοώντας τις ευαισθησίες της Μόσχας, η οποία εν προκειμένω δίνει τόπο, μέχρι στιγμής, στην οργή της.
Σε πρόσφατή ανάλυσή του το Ιταλικό Ινστιτούτο Διεθνών Πολιτικών Μελετών (ISPI) παρατηρεί ότι το Αζερμπαϊτζάν αποχώρησε από την Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης (PACE) μετά την κριτική που δέχθηκε σχετικά με την εκδίωξη των Αρμενίων από το Ναγκόρνο-Καραμπάχ και τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. «Στο μέλλον, το Αζερμπαϊτζάν ενδέχεται να εγκαταλείψει το Συμβούλιο της Ευρώπης. Ακολουθώντας την τύχη της Ρωσίας μετά την εισβολή στην Ουκρανία […] και τον μιλιταριστικό εθνικισμό σε μικρότερη κλίμακα, σε συνδυασμό πλέον με έντονο αντιδυτικισμό, το Αζερμπαϊτζάν είναι πιθανό να παγώσει την εποχή της 'ισορροπημένης εξωτερικής πολιτικής', υπέρ μιας στενότερης συνεργασίας με τη Ρωσία του Πούτιν», αναφέρει.
Η πρόσφατη δήλωση του Ιλχάμ Αλίεφ για τις «νέες κατευθύνσεις της εθνικής μας ιδεολογίας» θα πρέπει να διαβαστεί υπό το πρίσμα αυτών των μετατοπίσεων.
Όσον αφορά την Τουρκία, παίρνοντας σταθερά αποστάσεις από τη Δύση, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ασκεί μία πολύπλευρη πολιτική και, εκμεταλλευόμενος την ειδική σχέση του με τον Βλαντιμίρ Πούτιν, έχει λειτουργήσει έως τώρα σε όλα τα «καυτά» μέτωπα από τη Λιβύη και τη Συρία μέχρι το Αζερμπαϊτζάν.
Μόλις πριν από λίγες ημέρες, προαναγγέλλοντας την επίσκεψη Πούτιν στην Άγκυρα (που εν τω μεταξύ εκ νέου αναβλήθηκε), ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών, Χακάν Φιντάν, δήλωνε ότι υπάρχει συνεργασία μεταξύ Τουρκίας και Ρωσίας σε πολλούς τομείς, ιδιαίτερα στον ενεργειακό, και πως πρέπει να γίνουν διαβουλεύσεις σε θέματα που αφορούν «περιοχές αρμοδιότητας». Ως μία τέτοια περιοχή, μαζί με τη Συρία και τη Μέση Ανατολή, όριζε και τον Καύκασο. Όσο για την επίσκεψη Πούτιν, η αναβολή ήλθε λίγο αφότου γνωστοποιήθηκε νέα επένδυση της εταιρείας Baykar, ιδιοκτησίας του γαμπρού Ερντογάν, για την κατασκευή drone στην Ουκρανία.