Πολλοί αναρωτιούνται και πολλοί περισσότεροι σκέφτονται την ερώτηση: θα κρατήσει πολύ ο πόλεμος στην Ουκρανία; Φαίνεται κάποιος φως στην άκρη του τούνελ;
Διάφοροι ειδικοί, στρατιωτικοί και γεωπολιτικοί αναλυτές δίνουν ο καθένας τη δική του απάντηση, η οποία συνήθως είναι μία υπόθεση εργασίας που μένει να αποδειχτεί στην πράξη.
Αν όμως, κάποιος θα ήθελε να απαντήσει με σχετική βεβαιότητα πως ο πόλεμος θα κρατήσει πολύ και δεν φαίνεται κανένα φως στην άκρη του τούνελ, το επιχείρημα που θα κατέθετε στον δημόσιο διάλογο, δεν θα ήταν άλλο από τον προϋπολογισμό του ρωσικού κράτους, στοιχεία του οποίου είδαν τη δημοσιότητα πριν από λίγες ημέρες.
Με βασική παραδοχή πως οι πολεμικές δαπάνες θα φτάσουν στον 6% του ρωσικού ΑΕΠ και την πικρή διαπίστωση πως οι δαπάνες αυτές για πρώτη φορά στην μετακομμουνιστική Ρωσία ξεπερνούν το σύνολο των κοινωνικών δαπανών, γίνεται κατανοητό πως το Κρεμλίνο καθορίζει την εσωτερική και εξωτερική του πολιτική, προσανατολισμένο στη συνέχιση του πολέμου.
Το ύψος - ρεκόρ των πολεμικών δαπανών, υποδηλώνει απερίφραστα πως κατά το 2024 ο πόλεμος στην Ουκρανία θα συνεχίζεται. Ο πόλεμος μπορεί να είναι «θερμός» με επιθέσεις κι αντεπιθέσεις, μπορεί και να «παγώσει» για ένα διάστημα, κατά τη διάρκεια του οποίου η ρωσική βιομηχανία θα πρέπει να αναπληρώσει τους πόρους και τη δυναμική της.
Έμπειροι αναλυτές, επεσήμαναν πως ο προϋπολογισμός δημιουργεί «περιθώρια» για ένα νέο κύμα επιστράτευσης, είτε μερικής είτε γενικής, με παράλληλη κήρυξη στρατιωτικού νόμου τόσο σε περιφέρειες όσο και σε επίπεδο ομοσπονδίας, αν το Κρεμλίνο θεωρήσει πως θα προχωρήσει στην κλιμάκωση της σύγκρουσης.
Το προσχέδιο του κρατικού προϋπολογισμού, έχει εγκριθεί από το υπουργικό συμβούλιο και μένει να εγκριθεί από την Κάτω Δούμα, αλλά αυτό δεν ήταν ποτέ πρόβλημα για την κυβέρνηση.
Σύμφωνα με τις προβλέψεις της ρωσικής κυβέρνησης, τα έσοδα του προϋπολογισμού θα αυξηθούν τουλάχιστον κατά ένα τρίτο φέτος και θα φτάσουν τα 35 τρισεκατομμύρια ρούβλια, δηλαδή το 19.4% του ΑΕΠ. Από αυτά, τα 11,5 τρισεκατομμύρια θα είναι έσοδα από τις πωλήσεις πετρελαίου και φυσικού αερίου. Η κυβέρνηση σκοπεύει να δαπανήσει 36,6 τρισεκατομμύρια ρούβλια, δηλαδή 7,6 τρισεκατομμύρια περισσότερα από πέρσι ή κατά 26,2%.
Αυτό σημαίνει πως το έλλειμμα του προϋπολογισμού το 2024, κατά τον σχεδιασμό της ρωσικής κυβέρνησης, θα πρέπει να μειωθεί σημαντικά από 2% του ΑΕΠ που θα είναι το 2023 (2,9 τρισεκατομμύρια ρούβλια) σε 0,8% του ΑΕΠ (δηλαδή σε 1,6 τρισεκατομμύρια ρούβλια).
Εκτός από τις πολεμικές δαπάνες, η ρωσική κυβέρνηση σχεδιάζει να αυξήσει τις κοινωνικές δαπάνες κατά 1 τρισεκατομμύρια ρούβλια και πάντως όχι περισσότερα από 7,5 τρισεκατομμύρια. Προφανώς σε αυτόν τον κωδικό περιλαμβάνονται οι συντάξεις και τα επιδόματα των «νέων Ρώσων» που ζουν στις κατεχόμενες περιοχές της Ουκρανίας. Οι δαπάνες για την εθνική άμυνα, οι οποίες αφορούν την Ρωσικής Φρουρά, την Υπηρεσία εκτέλεσης ποινών και άλλες υπηρεσίες επιβολής του νόμου, θα αυξηθούν από 3,2 τρισεκατομμύρια ρούβλια σε 3,5. Απεναντίας, οι δαπάνες για την εθνική οικονομία θα μειωθούν από 4,1 τρισεκατομμύρια σε 3,9. Οι δαπάνες για την παιδεία και την υγεία θα παραμείνουν ονομαστικά στα ίδια επίπεδα, πράγμα που σημαίνει πως θα μειωθούν λόγω του πληθωρισμού το 2024.
Ενδιαφέρον έχουν και οι προβλέψεις της ρωσικής κυβέρνησης σχετικά με την αύξηση των τιμών μόλις κατά 4,5%. Η αύξηση του ΑΕΠ προβλέπεται από το υπουργείο Οικονομίας 2,3% και πάντως όχι κάτω του 2% για το 2025 και 2026. Ως παραδοχή για αυτές τις προβλέψεις θεωρούν πως η τιμή του αργού πετρελαίου Urals θα κινηθεί στα 71,3 δολάρια το βαρέλι, παρά την επιβολή του πλαφόν των 60 δολαρίων.
Αναφορικά με την ισοτιμία του εθνικού νομίσματος, η ρωσική κυβέρνηση θεωρεί πως αυτή θα κυμανθεί για το 2024 σε 1 δολάριο έναντι 90,1 ρουβλίων. Είναι προφανές πως το Κρεμλίνο σχεδιάζει να χρηματοδοτήσει τις δαπάνες αξιοποιώντας το «εργαλείο» της διολίσθησης της τιμής του εθνικού νομίσματος, η οποία έχει ήδη ξεκινήσει από τις αρχές του φετινού καλοκαιριού. Πόσο μπορεί, όμως, να συγκρατηθεί ο πληθωρισμός, όταν σχεδιάζεται ο εσωτερικός δανεισμός για κάλυψη των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού. Οι οικονομολόγοι του Κρεμλίνου, ισχυρίζονται πως αυτό θα γίνει από τα έσοδα των πωλήσεων πετρελαίου και φυσικού αερίου σε τιμές άνω του πλαφόν των 60 δολαρίων, τα οποία και θα αποτελέσουν τα πολύτιμα αποθεματικά τους.
Το θέμα των κυρώσεων και της αποτελεσματικότητάς τους, ωστόσο, παραμένει στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας εντός και εκτός της Ρωσίας. Οι παραδοχές για την κατάρτιση και εκτέλεση του προϋπολογισμού, συνδέεται αναπόφευκτα με τις κυρώσεις. Αν οι τιμές του πετρελαίου πέσουν ξαφνικά για κάποιο λόγο (πχ. Εξαιτίας των προβλημάτων της κινεζικής οικονομίας) ή αν η Δύση αποφασίσει να σκληρύνει κι άλλο τη στάση της και αναζητήσει τρόπους να κλείσει τις «μαύρες τρύπες» μέσω των οποίων η Ρωσία πουλάει πρώτες ύλες στο εξωτερικό, τότε δύσκολα θα επιτευχθούν οι φιλόδοξοι στόχοι των οικονομολόγων του Κρεμλίνου.
Επιπλέον, εφόσον υπάρχει η παραδοχή πως τόσο οι πολεμικές όσο και οι κοινωνικές δαπάνες θα χρηματοδοτηθούν από τις εξαγωγές των ενεργειακών πρώτων υλών, η πιθανότερη εξέλιξη είναι η κυβέρνηση να αναγκαστεί να απομυζήσει κυριολεκτικά μέσω φόρων και απαλλοτριώσεων την εθνική της οικονομία.
Αξίζει να σημειώσουμε πως η επιβολή δασμών στις εξαγωγές, ανεξάρτητα από την ισοτιμία του ρουβλιού, ύψους 10% για τους παραγωγούς λιπασμάτων και 4/% με 7% για όλους τους υπόλοιπους, οι οποίοι κατά τον σχεδιασμό, προορίζονταν να καλύψουν ελλείμματα του προϋπολογισμού και να στηρίξουν την ισοτιμία του εθνικού νομίσματος, μάλλον θα μετατραπεί από προσωρινό σε μόνιμο μέτρο. Αυτό, προοικονομεί και την αύξηση των φόρων για επιχειρήσεις και πολίτες.
Έκτακτος πολεμικός προϋπολογισμός;
Οι στρατιωτικές δαπάνες για το 2024 αυξάνονται κατά 1,7 φορές. Αυτό σημαίνει πως είναι μειωμένες κατά 12% με 17% του ΑΕΠ των αντίστοιχων σοβιετικών δαπανών. Είναι, όμως, αντίστοιχες με τις αμερικανικές στρατιωτικές δαπάνες της δεκαετίας του ’80 του 20ού αιώνα. Αρκεί να θυμίσουμε πως στην Ρωσία, η αύξηση των στρατιωτικών δαπανών ξεκίνησε με γοργούς ρυθμούς το 2011, όταν ανακοινώθηκε το 9ετές πρόγραμμα επανεξοπλισμού ύψους 20 τρισεκατομμυρίων ρουβλίων.
Οι δαπάνες για τις ένοπλες δυνάμεις και το οικοσύστημα των μυστικών υπηρεσιών το 2022 - 2023 είναι κατά πολύ ανώτερες των αντίστοιχων του διαστήματος 2011 - 2021. Το 2024 οι στρατιωτικές δαπάνες της Ρωσίας θα είναι αντίστοιχες των ποσών που δαπάνησε η χώρα το διάστημα 2015 - 2021. Αυτή η αύξηση των δαπανών δεν μπορεί να εξηγηθεί μόνο με την αύξηση του αριθμού των μελών των ενόπλων δυνάμεων που έφτασαν πλέον το ενάμισι εκατομμύριο. Θα πρέπει να συνυπολογιστούν και οι δαπάνες για την επικείμενες απώλειες.
Το μεγαλύτερο μέρος των δαπανών προορίζεται για πληρωμές στο στρατιωτικό - βιομηχανικό σύμπλεγμα και στις αποζημιώσεις για τους νεκρούς και τραυματίες. Δεν πρέπει να λησμονούμε τόσο την αντιπαραγωγική δομή αυτού του συμπλέγματος, το οποίο έχει φτάσει στα όριά του, αλλά και στην μακρόχρονη ασθένειά του να λειτουργεί ζημιογόνα. Ο πόλεμος με την Ουκρανία, απλά έφερε στην επιφάνεια όλα τα δομικά προβλήματα που ήταν κρυμμένα κάτω από το χαλί τα τελευταία τριάντα χρόνια.
Για να γίνει κατανοητό: το διάστημα 2016 - 2017 η ρωσική κυβέρνηση δαπάνησε περίπου 1 τρισεκατομμύριο ρούβλια για τα δάνεια που πήραν με δική της εγγύηση διάφορες στρατιωτικές επιχειρήσεις και δεν τα αποπλήρωσαν. Το 2019, το ποσό αυτό έφτασε τα 700 δισεκατομμύρια ρούβλια, ενώ το σύνολο των δανειακών υποχρεώσεων του κλάδου άγγιξε τα 2 τρισεκατομμύρια. Μπορεί τα ποσά αυτά, συγκριμένα με το σύνολο των δανειακών υποχρεώσεων πολιτών και επιχειρήσεων, να δείχνουν μικρά, ωστόσο, πρέπει να επισημάνουμε πως χρηματοδοτούν τις γραμμές παραγωγής, τις εισαγωγές εξαρτημάτων και ανταλλακτικών, αλλά και βιομηχανικού εξοπλισμού. Είναι γνωστό πως για την κατασκευή ενός εξοπλισμού, συμμετέχουν δεκάδες επιχειρήσεις.
Ουσιαστικά, τα ανεξόφλητα δάνεια τους στρατιωτικού - βιομηχανικού συμπλέγματος δεν είναι τίποτα άλλο από ένα μηχανισμό απόκρυψης των τεραστίων ζημιών. Δεν είναι λίγο τα εργοστάσια - ζόμπι αυτού του κλάδου, συμπεριλαμβανομένων των παλιών δοξασμένων επιχειρήσεων της σοβιετικής εποχής, τα οποία απορρόφησε ένας γιγαντιαίος και παντελώς ανεξέλεγκτος δημόσιος οργανισμός γνωστός ως Ροστέχ του γνωστούς ολιγάρχη Σεργκέι Τσεμέζοφ.
Το 2020 οι τράπεζες, με εντολή της κυβέρνησης διέγραψαν 350 από τα 700 δισεκατομμύρια ρούβλια και αναδιάρθρωσαν τα υπόλοιπα. Παρόλα αυτά, στα τέλη του 2020 το σύνολο των δανειακών υποχρεώσεων του στρατιωτικού - βιομηχανικού συμπλέγματος ήταν 3 τρισεκατομμύρια ρούβλια. Είναι απορίας άξιον πως το Κρεμλίνο αποφάσισε να κηρύξει τον πόλεμο, έχοντας πίσω του μία βιομηχανία σε αυτή την κατάσταση.
Η λύση που επέλεξε για να διασώσει ό,τι ήταν δυνατόν, ήταν η αύξηση των κρατικών παραγγελιών κατά 700 δισεκατομμύρια ρούβλια και έτσι από 1,8 τρισεκατομμύρια, οι παραγγελίες έφτασαν τα 2,5 τρισεκατομμύρια. Αυτό απλά έκλεισε μερικές τρύπες στους ισολογισμούς ορισμένων επιχειρήσεων, μα ήρθε η άνοδος του πληθωρισμού και το πρόβλημα αντί να επιλυθεί παρέμεινε ως πληγή που δεν κλείνει.
Είναι κάτι παραπάνω από οφθαλμοφανές πως το Κρεμλίνο προσπαθεί να αξιοποιήσει τον πόλεμο με την Ουκρανία για να συντηρήσει και να δώσει ώθηση στη πραγματική, βαριά βιομηχανία της χώρας που δεν είναι άλλη από το στρατιωτικό και βιομηχανικό σύμπλεγμα. Μόνο που αυτό νοσεί χρόνια και δύσκολα θα μπορέσει λόγω των δομικών του προβλημάτων να ανταπεξέλθει στις απαιτήσεις των καιρών.
Για την ιστορία μόνο αναφέρουμε τα παρακάτω.
Τα κέρδη από τις πωλήσεις εξοπλιστικών συστημάτων και άλλου πολεμικού υλικού της Ρόστεχ για το 2022 ήταν μικρότερα από τα αντίστοιχα του 2020: 1,174 τρισεκατομμύρια ρούβλια έναντι 1,2 τρισεκατομμύρια. Αυτό εξηγείται από την μεγάλη πτώση των εξαγωγή ύψους περίπου 8 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Αντίστοιχα η Ρωσική Υπηρεσία Διαστήματος έκλεισε το 2022 με ζημιές ύψους 50 δισεκατομμυρίων δολαρίων, έναντι ζημιών 31 δισεκατομμυρίων το 2021.
Ο κλάδος των ναυπηγικής έκλεισε το 2021 με ζημιές ύψους 21 δισεκατομμυρίων ρουβλίων, έναντι 508 εκατομμυρίων κερδών το 2019.
Κοντολογίς, η κυβέρνηση καταβάλει μία αγωνιώδη προσπάθεια να σταματήσει τις ζημιογόνες χρήσεις, αλλά το φαινόμενο αυτό θα συνεχιστεί και το 2024, δεδομένης της εξάρτησης του ρωσικού ΑΕΠ από την εξαγωγική δραστηριότητα. Οι κυρώσεις, η διολίσθηση του ρουβλίου και η προσπάθεια αντικατάστασης των δυτικών προϊόντων από άλλες πηγές, αυξάνουν δραματικά το κόστος των στρατιωτικών εξοπλισμών.
Πέραν των δομικών προβλημάτων αυτού του κλάδου, αναμένεται μεγάλη αύξηση στις δαπάνες για τις αποζημιώσεις των οικογενειών εκείνων που σκοτώνονται και τραυματίζονται σε μέτωπα των μαχών. Το 2024 η ρωσική κυβέρνηση θα πρέπει να καταβάλει 2 με 3 τρισεκατομμύρια ρούβλια για τον σκοπό αυτό.
Στο συμπέρασμα αυτό κατέληξαν αναλυτές, διαβάζοντας την προκήρυξη για την προμήθεια εντός των προσεχών μηνών 230.000 ταυτοτήτων για τα μέλη των νεκρών και για τους αναπήρους πολέμου.
Ο πόλεμος ως καύσιμο της οικονομίας
Η παλιά, δοκιμασμένη συνταγή πως ένας πόλεμος λειτουργεί ως κίνητρο και ώθηση για την ανάπτυξη της οικονομίας, φαίνεται πως πρυτάνευσε στη λογική των οικονομολόγων, των στρατιωτικών και των πολιτικών που αποφάσισαν την κήρυξη του πολέμου. Το Κρεμλίνο σχεδιάζει μακροχρόνια συνέχιση του πολέμου, θέλοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο όχι μόνο να συντηρήσει, αλλά και να αναπτύξει την οικονομία της χώρας.
Η στρατιωτικοποίηση της οικονομίας, είναι ανάμεσα στις πρώτες προτεραιότητες της ρωσικής κυβέρνησης, η οποία θεωρεί πως έτσι θα αναπτυχθεί η χειμαζόμενη εδώ και μία πλέον δεκαετία οικονομική ζωή.
Οι πολεμικοί εξοπλισμοί λειτουργούν ως εμβρυουλκό ανάπτυξης για πολλούς κλάδους. Το πρόβλημα είναι πως ανάπτυξη καταγράφουν μόνο ή σχεδόν μόνο οι κλάδοι που εξυπηρετούν τις πολεμικές ανάγκες. Για παράδειγμα, φέτος καταγράφηκε ανάπτυξη της τάξης του 66,7% στον κλάδο κατασκευής μεταφορικών μέσων, 42% στον κλάδο της πληροφορικής και των συστημάτων πλοήγησης, των ηλεκτρικών συσκευών κατά 29,5%. Ανάλογη αύξηση κατέγραψαν και κλάδοι όπως η επισκευή και η συναρμολόγηση εξοπλισμών κατά 8,5% και η βιομηχανία τροφίμων κατά 11,3%.
Τέλος, η ανεργία στη χώρα, κινείται στα επίπεδα του 3% και αυτό εξηγείται από την έλλειψη εργατικών χεριών λόγω της επιστράτευσης, της στρατολόγησης μισθοφόρων και της αυτοεξορίας περίπου ενός εκατομμυρίων πολιτών.
Παρά τις οχλήσεις δημοσιογράφων και οικονομολόγων, ούτε το Υπουργείο Οικονομίας, ούτε το Κρεμλίνο έχουν ανοίξει τα χαρτιά τους για το πως βλέπουν το μέλλον μετά το 2024. Αυτή η σιωπή προβληματίζει.
Παρά τις προσπάθειες της ρωσικής ηγεσίας, οι στρατιωτικές δαπάνες είναι, σε τελική ανάλυση, εκείνες που θα καθορίσουν την πορεία της οικονομίας της χώρας. Και αυτό γιατί, το κράτος θα δυσκολεύεται ολοένα και πιο πολύ να χρηματοδοτεί τον πόλεμο γιατί αυτό θα σημαίνει υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου του πληθυσμού, πράγμα που μπορεί να έχει απρόβλεπτες και τραγικές συνέπειες. Από την άλλη πλευρά, αν αποφασίσει να περιορίσει τις στρατιωτικές δαπάνες, αυτό θα προκαλέσει δομικό σοκ στην οικονομία, η οποία έτσι κι αλλιώς δεν διάγει τις καλύτερες των ημερών της. Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα.