Η πρώτη σημαντική πολιτική αναμέτρηση στην Ευρώπη μετά την έξοδο από την καραντίνα της πανδημίας διεξάγεται στην Πολωνία, όπου οι (εξ' αναβολής) προεδρικές εκλογές ορίστηκαν για τις 28 Ιουνίου. Είναι δε γεγονός ότι για το κυβερνόν λαϊκιστικό Κόμμα του Νόμου και της Δικαιοσύνης (PiS), θα πρόκειται για μια σημαντική δοκιμασία, καθώς η επανεκλογή του νυν προέδρου, Αντρέι Ντούντα, δεν θεωρείται πλέον δεδομένη.
Αυτό, όμως, δεν είναι το μοναδικό μέτωπο που ανησυχεί σήμερα την ευρωπαϊκή Ακροδεξιά, με την οποία το PiS συγγενεύει πολιτικά. Απόδειξη το γεγονός ότι την ίδια στιγμή βρίσκεται σε εξέλιξη ένας άτυπος «εμφύλιος» στην Ιταλία, ανάμεσα στον μέχρι σήμερα αδιαμφισβήτητο κυρίαρχο του χώρου Ματέο Σαλβίνι και την φιλόδοξη Τζόρτζια Μελόνι, η οποία έχει δει τις «μετοχές» της να ενισχύονται σημαντικά τους τελευταίους μήνες.
Οι δημοσκοπήσεις είναι αυτές που, ανάμεσα στα άλλα, αποτυπώνουν εύγλωττα την αλλαγή που μοιάζει να συντελείται στους συσχετισμούς στο πλαίσιο του δεξιού άκρου του ιταλικού πολιτικού σκηνικού. Μια αλλαγή η οποία είναι φανερό ότι προκαλεί εκνευρισμό στον Σαλβίνι, ο οποίος θα προσπαθήσει να ξαναβρεθεί στην επικαιρότητα με κάθε τρόπο.
Βαρόμετρο οι δημοσκοπήσεις
Σύμφωνα με τα ευρήματα των δημοσκόπων, λοιπόν, η επιρροή της Λίγκας του Βορρά (με βάση την πρόθεση ψήφου) διαμορφώνεται στα επίπεδα του 27%. Εμφανίζεται, δηλαδή, μειωμένη τόσο σε σύγκριση με τις αρχές του έτους (κατά 4 μονάδες) όσο και, κυρίως, έναντι του περασμένου καλοκαιριού, όταν είχε φτάσει στο απόγειό της (κοντά στο 40%), κάνοντας ορισμένους να κάνουν λόγο ακόμη και για ενδεχόμενη αυτοδυναμία της εάν γίνονταν εκλογές εκείνη τη χρονική στιγμή – όπως, άλλωστε, επεδίωκε ο Σαλβίνι.
Αντιθέτως, η Μελόνι βλέπει το ποσοστό του δικού της κόμματος, του νεοφασιστικού Αδέλφια της Ιταλίας, να έχει ενισχυθεί σημαντικά και να διαμορφώνεται σήμερα στο 15%, έναντι του 10% στις αρχές του 2020. Είναι φυσικό και αναμενόμενο, λοιπόν, να έχει ανεβάσει τον πήχη των προσδοκιών της, ευελπιστώντας σε ένα σαφώς πιο αναβαθμισμένο ρόλο στο πλαίσιο μιας ενδεχόμενης (και πιθανής) μελλοντικής συγκυβέρνησής τους.
Πώς μπορούν, όμως, να ερμηνευθούν αυτές οι ανακατατάξεις; Μία από τις αιτίες φαίνεται να είναι η πανδημία, ο τρόπος που έπληξε την Ιταλία και η διαχείρισή της. Με απλά λόγια: Η εμφάνισή της στις πλούσιες περιφέρειες του Βορρά, όπου βρίσκεται το προπύργιο της Λίγκας, σε συνδυασμό με την προσπάθεια πολλών κατοίκων του να «διαφύγουν» στον Νότο, όπου τα Αδέλφια είναι σαφώς ισχυρότερα σε σύγκριση με την υπόλοιπη χώρα, φαίνεται πως έχει παίξει καθοριστικό ρόλο στη μετατόπιση ψηφοφόρων του συγκεκριμένου πολιτικού χώρου από το ένα κόμμα στο άλλο.
Ψάχνει στήριγμα ο Σαλβίνι
Την ίδια στιγμή, είναι γεγονός ότι ο Σαλβίνι δεν έχει καταφέρει να βρει ένα καλό «πάτημα» για να ανακτήσει την πρωτοβουλία των κινήσεων από την κυβέρνηση. Από τη μία, το προσφιλές του θέμα – η ΕΕ, η έλλειψη αλληλεγγύης και ο κυνισμός του γαλλογερμανικού «διευθυντηρίου» – δεν προσφέρεται για εκμετάλλευση, ειδικά μετά τα βήματα που έχουν γίνει (έστω κι αν δεν υπάρχει συμφωνία) προς την κατεύθυνση της συγκρότησης ενός Ταμείου Ανάκαμψης, με δύναμη πυρός 750 δισ. ευρώ, όπως προβλέπει τουλάχιστον η πρόταση της Κομισιόν.
Από την άλλη, οι απογοητευτικές έως προκλητικά ανεπαρκείς επιδόσεις των τοπικών περιφερειακών και δημοτικών αρχών του Βορρά – που σε μεγάλο ποσοστό ελέγχονται από τη Λίγκα – στη διαχείριση της πανδημίας αφήνει έκθετο τον Σαλβίνι, ο οποίος γνωρίζει ότι εάν εξαπολύσει επίθεση στην κυβέρνηση συνεργασίας των Δημοκρατικών και του Κινήματος Πέντε Αστέρων του Τζουζέπε Κόντε, αυτή μπορεί να μετατραπεί σε μπούμερανγκ και να στραφεί εναντίον του.
Προφανώς, είναι ακόμη πρόωρο για να προβλέψουμε το πολιτικό αποτύπωμα που θα αφήσει η δίδυμη υγειονομική και οικονομική κρίση η οποία έπληξε σφοδρά την Ιταλία. Σίγουρα, πάντως, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι η Ακροδεξιά, τόσο στην «λάιτ» όσο και στη «σκληρή» μορφή της, προετοιμάζεται για να πάρει το πάνω χέρι όταν έρθει η στιγμή των εκλογών, προσπαθώντας παράλληλα να αφήσει σε δεύτερη μοίρα τις εσωτερικές της έριδες. Η προχθεσινή δημόσια συγκέντρωση στη Ρώμη, στην οποία συμμετείχαν και ο Σαλβίνι και η Μελόνι – έχοντας, μάλιστα, στο πλευρό τους τον εκπρόσωπο της μπερλουσκονικής Φόρτσα Ιτάλια και πρώην πρόεδρο της Ευρωβουλής, Αντόνιο Ταγιάνι... – μαρτυρά του λόγου το αληθές.
Όσο για την ευθύνη αποτροπής αυτού του σεναρίου, πέφτει σε μεγάλο βαθμό στους ώμους της ΕΕ, η οποία πρέπει να αποδείξει ότι οι δεσμεύσεις της έχουν αντίκρυσμα και οι κατηγορίες του Σαλβίνι και της Μελόνι δεν είναι παρά ένα «αδειανό πουκάμισο». Η πρόβλεψη ότι το ΑΕΠ της Ιταλίας ίσως συρρικνωθεί φέτος κατά σχεδόν 11% (σύμφωνα με το Economist Intelligence Unit) καθιστά την πρόκληση ακόμη μεγαλύτερη.
AP Photo/Alessandra Tarantino