Το Κογκρέσο έχει προνοήσει από τα τέλη Δεκεμβρίου να ψηφίσει «φωτογραφική» νομοθεσία που απαγορεύει σε οποιονδήποτε πρόεδρο να διατάξει μονομερώς την απόσυρση των Ηνωμένων Πολιτειών από το ΝΑΤΟ. Όμως, εάν ο Ντόναλντ Τραμπ επανεκλεγεί μπορεί να αποδυναμώσει τη Συμμαχία και την πυρηνική ασπίδα της Ευρώπης, δίχως να εγκαταλείψει επίσημα τη Συνθήκη του Βόρειου Ατλαντικού. Αρκεί η σχετικοποίηση της αλληλεγγύης.
Αυτό πράττει ο Ντόναλντ Τραμπ συναρτώντας τις αμυντικές δαπάνες των κρατών-μελών του ΝΑΤΟ με το εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες θα τιμήσουν τη δέσμευσή τους που απορρέει από το Άρθρο 5, τον ακρογωνιαίο λίθο της συλλογικής άμυνας που μεταφράζεται στο «ένας για όλους και όλοι για έναν». Σχετικοποιεί την αλληλεγγύη όπως ουδείς το έχει πράξει ποτέ στα 75 χρόνια της Συμμαχίας, ακριβώς τη στιγμή που επί ευρωπαϊκού εδάφους μαίνεται πόλεμος εδώ και δύο ολόκληρα χρόνια, και χωρίς ορατή λήξη στον ορίζοντα.
Η ανεύθυνη και επικίνδυνη ρητορική Τραμπ, που φθάνει έως και να «ενθαρρύνει» τη Ρωσία «να κάνει ό,τι διάολο θέλει σε χώρες που δεν πληρώνουν τους λογαριασμούς τους» για το ΝΑΤΟ, θέτει εν αμφιβόλω την αμερικανική ομπρέλα προστασίας στην Ευρώπη και επαναφέρει με τη μορφή του κατεπείγοντος τη συζήτηση για την κοινή άμυνα και τη στρατηγική αυτονομία της ΕΕ.
Οι Ευρωπαίοι ηγέτες βρίσκονται τώρα ενώπιον μίας δυνητικά ραγδαίας μεταστροφής της στάσης των Ηνωμένων Πολιτειών στο διεθνές γεωπολιτικό περιβάλλον. Ακόμη κι εάν δεν είναι ο Τραμπ ο επόμενος ένοικος του Λευκού Οίκου, έχει καταστεί ήδη σαφές από το πολύμηνο θρίλερ στο αμερικανικό Κογκρέσο ότι η περίοδος της απρόσκοπτης ροής οικονομικής και στρατιωτικής βοήθειας των ΗΠΑ προς την εμπόλεμη Ουκρανία έχει παρέλθει, και το βάρος που θα κληθεί να σηκώσει η Ευρώπη θα είναι κατά πολύ μεγαλύτερο.
Τη δεδομένη στιγμή, κατά την Κλάουντια Μάγιορ, ειδική σε θέματα άμυνας στο Γερμανικό Ινστιτούτο Διεθνών Υποθέσεων και Ασφάλειας, η Ευρώπη δεν θα μπορούσε να υπερασπιστεί τον εαυτό της έναντι της Ρωσίας σε μια συμβατική σύγκρουση χωρίς τη βοήθεια των Ηνωμένων Πολιτειών. Για να είναι πραγματικά έτοιμη να πολεμήσει τη Ρωσία, η Ευρώπη θα χρειαστεί δέκα χρόνια προκειμένου να ανασυγκροτήσει τους στρατούς που ατρόφησαν κατά τη διάρκεια της μεταψυχροπολεμικής περιόδου και των οποίων τα οπλοστάσια εξαντλήθηκαν για τη στήριξη της Ουκρανίας, αναφέρει παράλληλα ο Άρμιν Πάπεργκερ, διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας που έχει αναλάβει την κατασκευή ενός νέου εργοστασίου πυρομαχικών στη Γερμανία. Ακόμη και για έναν σχετικά επαρκή βαθμό προετοιμασίας, θα απαιτηθούν τρία ή τέσσερα χρόνια ενισχυμένων στρατιωτικών δαπανών και παραγωγής, επισημαίνει μιλώντας στο BBC.
Τα 18 από τα 31 μέλη του ΝΑΤΟ δεν ανταποκρίνονται στον στόχο της Συμμαχίας να δαπανούν τουλάχιστον το 2% του ΑΕΠ για την άμυνα (ο στόχος είναι κατευθυντήρια γραμμή, και όχι υποχρέωση και δεν δημιουργεί «χρέη» κατά τη διαστρεβλωμένη εικόνα που παρουσιάζει ο Τραμπ). Οι δαπάνες αποτελούν μόνιμο «αγκάθι» στο ΝΑΤΟ και το ζήτημα έχει τεθεί και από προκατόχους του Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ -όχι σαφώς σε αυτό το πλαίσιο των απειλών. Ωστόσο, τα ποσοστά δεν δίνουν τη μεγάλη εικόνα, υπογραμμίζει ο Πίτερ Μπέικερ των New York Times. Η έσχατη γραμμή άμυνας της Ευρώπης είναι το αμερικανικό πυρηνικό οπλοστάσιο, συμπεριλαμβανομένων των όπλων που είναι αποθηκευμένα σε διάφορες συμμαχικές χώρες, αλλά η αποτρεπτική τους ισχύς εξαϋλώνεται εάν υπάρχουν αμφιβολίες ότι οι ΗΠΑ θα σπεύσουν πράγματι σε βοήθεια ακόμη και του μικρότερου ή του πιο ευάλωτου κράτους-μέλους του ΝΑΤΟ.
Υπό αυτά τα δεδομένα, ο Κρίστιαν Λίντνερ, υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας και ηγέτης του κόμματος των Ελεύθερων Δημοκρατών, θέτει στο «τραπέζι» μία νέα ευρωπαϊκή πυρηνική ασπίδα, που θα μπορούσε να περιλαμβάνει τα βρετανικά και γαλλικά πυρηνικά όπλα. Σε άρθρο του στην Frankfurter Allgemeine Zeitung έγραψε ότι «οι στρατηγικές πυρηνικές δυνάμεις της Γαλλίας και της Βρετανίας συμβάλλουν ήδη στην ασφάλεια της συμμαχίας». Το ερώτημα, σημειώνει, είναι υπό ποιες πολιτικές και οικονομικές συνθήκες το Παρίσι και το Λονδίνο θα ήταν διατεθειμένα να προσφέρουν τις στρατηγικές τους δυνατότητες στη συλλογική ασφάλεια.
Ο Γάλλος πρόεδρος, Εμανουέλ Μακρόν, παρόλο που η χώρα του διατηρεί το πυρηνικό της οπλοστάσιο εκτός ΝΑΤΟϊκών δομών, έχει προσφερθεί να συνεργαστεί με την Ευρώπη σε θέματα πυρηνικής άμυνας. Από το 2020 έχει καλέσει σε διάλογο για τον ρόλο της πυρηνικής αποτροπής της Γαλλίας στη συλλογική ασφάλεια της Ευρώπης.
Ο υπουργός Άμυνας της Γερμανίας, Μπόρις Πιστόριους, απευθύνει έκκληση για ψυχραιμία, καθώς ο Τραμπ προς το παρόν δεν είναι καν υποψήφιος, ωστόσο συντηρητικός Γερμανός πολιτικός Μάνφρεντ Βέμπερ, επικεφαλής της ομάδας του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, λέει ότι θα πρέπει να επιτέλους να ξεκινήσει ένα νέο κεφάλαιο συνεργασίας με το Λονδίνο μετά το Brexit, όσον αφορά τη δημιουργία μιας πυρηνικής ομπρέλας στην Ευρώπη. Στην άλλη άκρη της Μάγχης, ο σκιώδης υπουργός Άμυνας των Βρετανών Εργατικών, Τζον Χίλι, υπόσχεται αμυντική συνεργασία με την Ευρώπη και τη σύναψη συμφωνίας με τη Γερμανία εντός έξι μηνών αν το κόμμα του έρθει στην εξουσία, χωρίς όμως να διευκρινίζει, κατά τον Guardian, αν η συμφωνία αυτή θα συμπεριλαμβάνει και την πυρηνική αποτροπή της Βρετανίας.