Του Γιώργου Παυλόπουλου
Αν οι δείκτες της Wall Street αποτυπώνουν την αντίδραση των αγορών στις πολιτικές εξελίξεις, τότε από το μίνι ράλι που σημειώθηκε χθες πρέπει να συμπεράνουμε πως αυτές όχι απλώς δεν ανησύχησαν, αλλά ικανοποιήθηκαν από το αποτέλεσμα των ενδιάμεσων εκλογών της Τρίτης. Προφανώς, επειδή θεωρούν ότι η πολιτική «ισοπαλία» που σημειώθηκε στη μονομαχία του Ντόναλντ Τραμπ με τους Δημοκρατικούς -ο πρώτος έχει ακόμη πιο καθαρή πλειοψηφία στη Γερουσία και οι δεύτεροι πήραν τον έλεγχο της Βουλής- μεταφράζεται σε ένα ακόμη πιο ευνοϊκό περιβάλλον για τους επενδυτές, μιας και η ισορροπία τρόμου στο Κογκρέσο θα αναγκάζει διαρκώς και τις δύο πλευρές να αναζητούν την εύνοιά τους.
Συμπέρασμα πρώτο, λοιπόν: Το νέο πολιτικό σκηνικό στην Ουάσινγκτον ήταν περίπου αναμενόμενο και προεξοφλημένο και δεν συνιστά έκπληξη. Όσο για τη συνύπαρξη του Τραμπ με την πλειοψηφία των Δημοκρατικών στη Βουλή, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν μεγάλη εμπειρία από τέτοιες και ακόμη πιο ακραίες καταστάσεις δυαρχίας (και πρόσφατα, επί Ομπάμα), οι οποίες έχει αποδειχθεί στην πράξη ότι δεν οδηγούν κατ'' ανάγκη ούτε σε αδιέξοδα ούτε σε εθνικές και παγκόσμιες τραγωδίες.
Συμπέρασμα δεύτερο: Παρά τα αλλεπάλληλα πλήγματα που έχει δεχθεί στα δύο προηγούμενα χρόνια, ο πρόεδρος των ΗΠΑ παραμένει ένας sui generis πολιτικός και διατηρεί τον δυναμισμό του και ισχυρή επιρροή σε ευρύτατα τμήματα της αμερικανικής κοινωνίας. Εκτός αυτού δε, έχει καταφέρει να περιορίσει σημαντικά τους αντιπάλους και επικριτές του στις τάξεις των Ρεπουμπλικάνων, με αποτέλεσμα να μην κινδυνεύει πλέον -τουλάχιστον όχι άμεσα- με ένα αντάρτικο. Με βάση αυτό το σκεπτικό, άλλωστε, επέλεξε η πρώτη του ενέργεια μετά τις εκλογές να είναι η απόλυση του υπουργού Δικαιοσύνης, Τζεφ Σέσιονς, ο οποίος του είχε κυριολεκτικά... καθίσει στον λαιμό αρνούμενος να καταργήσει την επιτροπή Μάλερ. Με άλλα λόγια, ο Τραμπ ήρθε για να μείνει και όχι για να αποτελέσει μια «παρένθεση», όπως θα εύχονταν ή θα επιθυμούσαν ορισμένοι.
Συμπέρασμα τρίτο: Οι Δημοκρατικοί έδειξαν σημάδια ζωής και κατάφεραν να ξεφύγουν από το καναβάτσο όπου είχαν βρεθεί μετά το σοκ των προηγούμενων εκλογών. Έστω κι αν χρειάστηκαν γι'' αυτό τη βοήθεια του Μπαράκ Ομπάμα, μιας και δεν έχει αναδεχθεί ακόμη από τις γραμμές τους κάποιο «αστέρι» που θα σηκώσει το βάρος της αντεπίθεσης, είναι φανερό ότι βρίσκονται σε φάση ανασυγκρότησης και διεκδίκησης του μεριδίου που εκτιμούν ότι τους ανήκει από το πολιτικό παιχνίδι.
Συμπέρασμα τέταρτο: Από τον συνδυασμό των δύο παραπάνω, μπορούμε ήδη να συνάγουμε το συμπέρασμα ότι η μάχη των προεδρικών εκλογών του 2020 θα είναι ιδιαιτέρως σκληρή και εξαιρετικά αμφίρροπη. Κι αυτό διότι ο μεν Τραμπ, ενισχυμένος και στο εσωτερικό του κόμματός του, είναι πολύ πιθανό (αν όχι σχεδόν βέβαιο) ότι θα διεκδικήσει μια δεύτερη θητεία, ενώ οι Δημοκρατικοί ψάχνουν ήδη αυτό που θεωρούν ότι τους λείπει για να πάρουν το αίμα τους πίσω -ένα πρόσωπο που θα μπορεί να σταθεί στα ίσια απέναντι στον Τραμπ, να δώσει την εικόνα της ανανέωσης και να τον κερδίσει.
Συμπέρασμα πέμπτο: Μέχρι τότε, πάντως και για τα επόμενα δύο χρόνια, οι εταίροι των ΗΠΑ ανά τον πλανήτη, συμπεριλαμβανομένων των Ευρωπαίων, δεν θα πρέπει να αναμένουν θεαματικές αλλαγές. Το αντίθετο: Ο Τραμπ θα επιχειρήσει να συνεχίσει και μάλιστα με πιο γοργούς ρυθμούς την πολιτική που εκτιμά (και δεν έχει λάθος...) ότι τον έβγαλε ασπροπρόσωπο και του έχει χαρίσει μια φανατισμένη και «μπετοναρισμένη» βάση, χωρίς να τον απασχολεί εάν θα είναι «πρόεδρος όλων των Αμερικανών» ή «ηγέτης του δυτικού κόσμου» και «πλανητάρχης».
Το «Πρώτα η Αμερική» θα ζει και θα βασιλεύει τα επόμενα χρόνια και οι πάντες καλά θα κάνουν να προσαρμόσουν τη στάση και τις πολιτικές τους σε αυτό. Και ας μην ποντάρουν όλα τους τα λεφτά και τις ελπίδες στους Δημοκρατικούς και τα σενάρια αποπομπής του Τραμπ από τον Λευκό Οίκο...