Οργή και πικρία, αλληλοκατηγορίες και έριδες με φόντο τον βαμμένο στο ρεπουμπλικανικό «κόκκινο» χάρτη των Ηνωμένων Πολιτειών. Μπροστά στην οδυνηρή ήττα από τον Ντόναλντ Τραμπ, τα υφιστάμενα ιδεολογικά ρήγματα στο εσωτερικό των Δημοκρατικών βαθαίνουν και έρχεται στην επιφάνεια η πραγματικότητα ενός κόμματος που είναι αντιμέτωπο με κενό ηγεσίας.
Το μεγάλο στοίχημα των Δημοκρατικών είναι η ενότητα και η ανάπτυξη μίας συνεκτικής στρατηγικής για να διαχειριστούν τη νέα τετραετία Τραμπ και να επανασυνδεθούν με τους Αμερικανούς ψηφοφόρους στρέφοντας πλέον το βλέμμα στις ενδιάμεσες εκλογές του 2026 για το Κογκρέσο. Πρέπει, ωστόσο, πρώτα να κατανοήσουν -και να συμφωνήσουν μεταξύ τους- γιατί έχασαν τον Λευκό Οίκο, τη Γερουσία και ως φαίνεται και τη Βουλή των Αντιπροσώπων, από τον Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος απέσπασε δε και τη λαϊκή ψήφο.
Καθώς το αρχικό σοκ υποχωρεί και οι Δημοκρατικοί αρχίζουν να επεξεργάζονται την ήττα, οι αλληλοκατηγορίες για το «πώς φτάσαμε ως εδώ» περισσεύουν και παραμονεύει μία μεγάλη σύγκρουση μεταξύ αριστερής-προοδευτικής πτέρυγας και μετριοπαθών κεντρώων, από τη βάση του κόμματος έως τις αίθουσες του Καπιτωλίου, για τη στρατηγική της επόμενης ημέρας.
Οι μετριοπαθείς υποστηρίζουν ότι η κλίση του κόμματος προς τα αριστερά αποξένωσε βασικές δημογραφικές ομάδες ψηφοφόρων, συμπεριλαμβανομένων ισπανόφωνων, Αφροαμερικανών, Ασιατών και Εβραίων. Οι προοδευτικοί, με επικεφαλής προσωπικότητες όπως ο επανεκλεγείς ανεξάρτητος γερουσιαστής του Βερμόντ Μπέρνι Σάντερς, υποστηρίζουν ότι το κόμμα εγκατέλειψε τους ψηφοφόρους της εργατικής τάξης και απέτυχε να υιοθετήσει ένα πιο δυναμικό μήνυμα για την οικονομία.
Το Δημοκρατικό Κόμμα έχει αντιμετωπίσει κρίσεις και στο παρελθόν, πιο πρόσφατα μετά την ήττα της Χίλαρι Κλίντον το 2016. Αλλά εκείνη τη χρονιά, πολλοί Δημοκρατικοί -και ορισμένοι Ρεπουμπλικανοί- είχαν να αντιτείνουν ότι η νίκη Τραμπ στερούνταν λαϊκής εντολής, θυμίζει το Politico. Τώρα, δεν έχουν να αντιτείνουν τίποτα καθώς όχι μόνο κέρδισε τη λαϊκή ψήφο, αλλά το πέτυχε μετά από δύο παραπομπές, την εισβολή στο Καπιτώλιο και τις καταδίκες του για κακούργημα. Οι Δημοκρατικοί δεν βρίσκονται σε αμηχανία, αλλά σε απόλυτη σύγχυση, και με την εικόνα τους όχι τραυματισμένη, αλλά για πολλούς διαλυμένη.
Ο Σάντερς, ο οποίος στήριξε την εκστρατεία της Κάμαλα Χάρις, ήταν αμείλικτος στην κριτική του. «Θα πάρουν τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα και οι καλοπληρωμένοι σύμβουλοι που ελέγχουν το Δημοκρατικό Κόμμα κανένα πραγματικό μάθημα από αυτή την καταστροφική εκστρατεία; Μάλλον όχι», δήλωσε ο Σάντερς. Το κατεστημένο των Δημοκρατικών αντεπιτέθηκε, με τον πρόεδρο της Εθνικής Επιτροπής των Δημοκρατικών Χάιμι Χάρισον, καθώς και την Νάνσι Πελόσι, στην πρώτη γραμμή.
Ενόσω κοντράρονται οι απόψεις εάν ήταν η πολιτική και για την ακρίβεια η απουσία ενός ηχηρού μηνύματος για την οικονομία και τον πληθωρισμό ή η κουλτούρα της «πολιτικής ορθότητας» και της woke ατζέντας που «καταδίκασαν» τους Δημοκρατικούς, εκεί όπου επικρατεί συναίνεση είναι ότι ο Τζο Μπάιντεν έφερε σε δεινή θέση το κόμμα αρνούμενος να αποσυρθεί νωρίτερα από μία κούρσα στην οποία κατά πολλούς δεν θα έπρεπε να ήταν εξ αρχής παρών, δεδομένων των ανησυχιών για την ηλικία και την αντιδημοφιλία του. Χάριν της ενότητας, οι Δημοκρατικοί συντάχθηκαν με την επιλογή Μπάιντεν να προχωρήσει ουσιαστικά σε «στέψη» της αντιπροέδρου του Κάμαλα Χάρις, αφότου αποσύρθηκε εν τέλει τον περασμένο Ιούλιο μετά από το καταστροφικό ντιμπέιτ με τον Ντόναλντ Τραμπ.
Τα ελάχιστα χρονικά περιθώρια που έμεναν έως την κάλπη και η ανάγκη να οδηγηθεί συντεταγμένα το κόμμα σε μία αναμέτρηση με ιστορικό διακύβευμα σίγησαν τις φωνές που πρόκριναν την οδό των προκριματικών εκλογών. Σήμερα, μετά την εκλογική συντριβή μεγάλο μέρος των Δημοκρατικών βουλευτών και γερουσιαστών «χρεώνουν» ανοιχτά στον Τζο Μπάιντεν τη νέα τετραετία Τραμπ.
Η ίδια η πρώην πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων Νάνσι Πελόσι -η οποία πίεσε εν τέλει έντονα τον Μπάιντεν να παραιτηθεί, αλλά και η ίδια κινήθηκε αργά- τώρα λέει πως το κόμμα έπρεπε να είχε διεξάγει ανοιχτές προκριματικές εκλογές. «Αν ο πρόεδρος είχε αποσυρθεί νωρίτερα, μπορεί να υπήρχαν και άλλοι υποψήφιοι στην κούρσα. [..] Και επειδή ο πρόεδρος υποστήριξε αμέσως την Καμάλα Χάρις, αυτό έκανε πραγματικά σχεδόν αδύνατη την πραγματοποίηση προκριματικών εκείνη τη στιγμή. Αν είχε γίνει πολύ νωρίτερα, θα ήταν διαφορετικά τα πράγματα», ανέφερε.
Από την άλλη, ορισμένοι είναι της άποψης ότι δεν έχει σημασία τι έκανε ο Τζο Μπάιντεν: Η μπράντα των Δημοκρατικών είναι τοξική, επειδή συνδέεται -δίκαια ή άδικα- με υπεροπτικές ελίτ και ακτιβιστές των οποίων η γλώσσα αποξενώνει τους Αμερικανούς της εργατικής τάξης, γράφει το Axios. Δημοσκόπηση της ομάδας στρατηγικής των Δημοκρατικών Blueprint διαπίστωσε ότι ο κυριότερος λόγος για τον οποίο οι ψηφοφόροι στις αμφίρροπες πολιτείες δεν επέλεξαν τη Χάρις ήταν η πεποίθηση ότι «επικεντρώθηκε περισσότερο σε ζητήματα όπως των τρανσέξουαλ παρά στη βοήθεια της μεσαίας τάξης».
Η Χάρις και οι Δημοκρατικοί ελάχιστα μίλησαν γι' αυτά τα ζητήματα κατά τη διάρκεια της εκστρατείας -αλλά οι Ρεπουμπλικανοί δαπάνησαν σχεδόν 123 εκατ. δολάρια σε τηλεοπτικές διαφημίσεις για τη συμμετοχή διεμφυλικών σε γυναικεία αθλήματα.
Η συζήτηση για την επόμενη ημέρα στους Δημοκρατικούς προδιαγράφεται μακρά και δύσκολη. Πέραν όμως από τις διαφορετικές γραμμές και τις διαιρέσεις στο κόμμα, ένα ερώτημα είναι και ποιος θα ηγηθεί των συνομιλιών. Ο Τζο Μπάιντεν θα είναι 82 ετών όταν λήξει τον Ιανουάριο η προεδρική θητεία του. Ο μέχρι πρότινος επικεφαλής της Γερουσίας Τσακ Σούμερ είναι 73 ετών. Η Πελόσι διανύει τα 84 χρόνια της. O Μπέρνι Σάντερς είναι 83 ετών. Σύσσωμοι θα έπρεπε να είχαν κάνει προ πολλού χώρο σε μία νέα γενιά ηγετών.
Ο Χακίμ Τζέφρις, επικεφαλής της μειοψηφίας των Δημοκρατικών στη Βουλή των Αντιπροσώπων, εκτιμάται ότι θα μπορούσε να δείξει το δρόμο. Οι προοδευτικοί Δημοκρατικοί θα στραφούν σε δημοφιλείς βουλευτές όπως η Αλεξάντρια Οκάσιο-Κορτέζ για να διαμορφώσουν το μέλλον του κόμματος. Άλλα μέλη της βάσης έχουν «δείξει» τον Γκάβιν Νιούσομ, τον κυβερνήτη της Καλιφόρνια, ο οποίος ήδη προσπαθεί να «θωρακίσει» την πολιτεία του έναντι του Τραμπ. Στο προσκήνιο βρίσκεται σαφώς και ο δημοφιλής κυβερνήτης της Πενσιλβάνια Τζος Σαπίρο, που δεν επελέγη τελικώς ως αντιπρόεδρος της Κάμαλα Χάρις σε μία απόφαση που επίσης μετεκλογικά στηλιτεύεται. Παρούσα είναι επίσης η κυβερνήτης του Μίσιγκαν Γκρέτσεν Ουίτμερ, ενώ ισχυρή είναι και η παρουσία του κυβερνήτη του Ιλινόι Τζέι Ρόμπερτ Πρίτσκερ.