Του Γιώργου Παυλόπουλου
Γιατί να ψηφίσει κάποιος πολίτης των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής τον υποψήφιο ή την υποψήφια των Δημοκρατικών ως πρόεδρο της χώρας, τον Νοέμβριο του 2020; Ένας λόγος θα μπορούσε να είναι η ισχυρή, πειστική και ελκυστική προσωπικότητά του. Και ένας ακόμη οι ιδέες του και το πολιτικό στίγμα που θα εκπέμπει προς την κοινωνία.
Υπάρχει σήμερα κάποιος ή κάποια από τους τους 20 οι οποίοι διεκδικούν το χρίσμα του κόμματος που να τα διαθέτει και τα δύο, σε βαθμό που να μπορεί να απειλήσει τον Ντόναλντ Τραμπ;
Την απάντηση στο παραπάνω ερώτημα καλούνται να δώσουν τα ίδια τα μέλη του κόμματος, τα οποία σε μερικούς μήνες θα κληθούν να λάβουν μέρος στις προκριματικές εκλογές. Μέχρι τότε, θα έχουν τη δυνατότητα να παρακολουθήσουν τους αλλεπάλληλους γύρους τηλεμαχιών ανάμεσα στους υποψηφίους – ο δεύτερος ολοκληρώθηκε χθες και ο τρίτος ακολουθεί τον Σεπτέμβριο – και να κρίνουν ποιοι τους εκφράζουν και ποιοι μπορούν να είναι πιο αποτελεσματικοί.
Υποψήφιοι τριών κατηγοριών
Ήδη, πάντως, οι περισσότεροι θα πρέπει να έχουν διαπιστώσει ότι συγκρούονται τρεις «κόσμοι» εντός του κόμματος: Ο ένας, των αποκαλούμενων «ρεαλιστών», ποντάρει στα σίγουρα, δεν επιφυλάσσει εκπλήξεις και προτείνει ένα διαφορετικό μοντέλο διαχείρισης, που θα συνοδεύεται από λιγότερες «εκρήξεις» και ανατροπές σε σύγκριση με τα όσα κάνει ο Τραμπ.
Ο δεύτερος, ο πιο φιλελεύθερος και ανατρεπτικός, προβάλει την άποψη ότι οι εκλογές δεν κερδίζονται με τις φανέλες, αλλά με τις ιδέες και τις καινοτόμες προτάσεις για σημαντικές αλλαγές. Όσο για τον τρίτο, πρακτικά δεν έχει να πει κάτι συγκροτημένο, καθώς εκπροσωπείται από εκείνους οι οποίοι συμμετέχουν τώρα στη διαδικασία μόνο για την εμπειρία και την τεχνογνωσία, εγγράφοντας πολιτική υποθήκη για το μέλλον.
Παρακάμπτοντας την τρίτη κατηγορία για ευνόητους λόγους (διότι, πρακτικά, δεν θα παίξει ουσιαστικό ρόλο σε αυτές τις εκλογές), θα περιοριστούμε στις άλλες δύο. Στην πρώτη, όπου αδιαμφισβήτητος κυρίαρχος είναι ο Τζο Μπάιντεν, ο πρώην αντιπρόεδρος του Μπαράκ Ομπάμα ο οποίος παρουσιάζεται ως δύναμη ευθύνης κξαι εμπειρίας. Και στη δεύτερη, όπου ξεχωρίζουν τρία αστέρια από τη Γερουσία: Ο παλαίμαχος αλλά ειθαλής Μπέρνι Σάντερς, η επίμονη και συγκροτημένη Ελίζαμπεθ Γουόρεν και η Καμάλα Χάρις, η οποία έχει κερδίσει πολλούς πόντους τόσο από την επίθεση που εξαπέλυσε εναντίον της ο Τραμπ όσο και από την επιθετική της στάση απέναντι στον Μπάιντεν, στον πρώτο γύρο των τηλεμαχιών.
«Ρεάλος» και «κρυφοκομμουνιστές»!
Η αλήθεια είναι δε ότι και οι δύο πλευρές αντιμετωπίζουν ένα θεμελιώδες πρόβλημα, που έχει να κάνει με τις εγγενείς αντιφάσεις τους. Ο μεν Μπάιντεν απαρνείται το μοντέλο των ρηξικέλευθων προτάσεων και δείχνει να ποντάρει απλώς στο «να φύγει ο Τραμπ». Έτσι, όμως, δείχνει να ξεχνά ότι το πρώην αφεντικό του, ο πρώτος Αφροαμερικανός πρόεδρος στην ιστορία των ΗΠΑ, ήρθε στην εξουσία και την κράτησε για οκτώ χρόνια προβάλλοντας τα συνθήματα «Ναι μπορούμε» και «Αλλαγή».
Οι δε Σάντερς, Γουόρεν και Χάρις γνωρίζουν πολύ καλά ότι το κατεστημένο των Δημοκρατικών και ένα μεγάλο μέρος της βάσης τους είναι πολύ συντηρητικό και τους θεωρεί ήδη επικίνδυνους... ακροαριστερούς ως και κρυφοκομμουνιστές! Ειδικά ο πρώτος, ο γερουσιαστής από το Βερμόντ, θα πρέπει να το γνωρίζει καλύτερα αφού ήταν αυτό το στοιχείο που του στέρησε το χρίσμα του υποψηφίου το 2016, το οποίο οι συνοδοιπόροι του στο κόμμα επέλεξαν να δώσουν στην Χίλαρι Κλίντον, έστω κι αν είχαν συνειδητοποιήσει από νωρίς ότι ήταν «κουτσό άλογο».
Τι σημαίνουν όλα αυτά; Ότι ενώ οι Δημοκρατικοί τσακώνονται για να ξεπεράσουν τις αντιφάσεις τους και – για την ώρα τουλάχιστον – προκαλούν μεγαλύτερη σύγχυση στους ψηφοφόρους τους, ο Τραμπ ράβει με την ησυχία του το νέο του κοστούμι για μια δεύτερη θητεία στον Λευκό Οίκο. Έστω κι αν ακόμη είναι πολύ νωρίς για να πει κανείς ότι η αναμέτρηση έχει κριθεί.
AP Photo/Paul Sancya