Του Νίκου Μελέτη
«Ανήκομεν εις την Δύσιν», έλεγε πριν από σχεδόν τέσσερις δεκαετίες ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και ουδέποτε αμφισβητήθηκε αυτή η στρατηγική επιλογή της χώρας το διάστημα που ακολούθησε.
Εκτός ίσως μιας φοράς. Όταν, λίγο πριν και λίγο μετά τις εκλογές του 2015, η ηγεσία του επερχόμενου αντισυστημικού τότε ΣΥΡΙΖΑ, θεωρούσε ότι η Κίνα και η Ρωσία θα ανταμείψουν, την ανατρεπτική πολιτική της που απειλούσε το ευρωατλαντική «συντηρητικό» οικοδόμημα, με μερικά δισεκατομμύρια δολάρια για τους δύσκολους πρώτους μήνες (το πετρέλαιο θα το έβαζε ο Μαδούρο), ώστε να αρχίσει μια νέα επανάσταση στην Γηραιά Ήπειρο, στην καρδιά της Δύσης.
Από τότε κύλησε αρκετό νερό στο αυλάκι. Οι δυο επισκέψεις-προσκύνημα στο Κρεμλίνο, δεν είχαν αποτέλεσμα καθώς φυσικά ο Β. Πούτιν ελάχιστη σχέση έχει πια με το σοβιετικό κομμουνιστικό παρελθόν (εκτός ίσως του αυταρχικού χαρακτήρα του καθεστώτος) και ακόμη λιγότερη σχέση θέλει να έχει με απολειφάδια των κομμουνιστών κινημάτων που συντηρούσε η χώρα του πριν την κατάρρευση του Σοβιετικού Στρατοπέδου, σε όλες τις χώρες της Δύσης.
Τα δισεκατομμύρια δεν ήρθαν ποτέ από την Ρωσία, ενώ οι πρώτες επαφές με τους Κινέζους ήταν αρκετές για να αντιληφθούν ότι ο προλεταριακός διεθνισμός δεν αφορά την χορήγηση ενισχύσεων μερικών δισεκατομμυρίων δολαρίων τιμής ένεκεν. Και ότι οι κινέζοι εκπρόσωποι του υβριδικού αυτού καπιταλιστικού μοντέλου στην κομμουνιστική Κίνα, είναι οι πιο σκληροί και αδίστακτοι διαπραγματευτές.
Έτσι, χωρίς τα αναμενόμενα συντροφικά δισεκατομμύρια άρχισε σιγά σιγά να σβήνει το όραμα της Ανατροπής, και η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ στράφηκε σε πιο ρεαλιστικές μορφές χρηματοδότησης με το Τρίτο Μνημόνιο, της κ. Μέρκελ με την σφραγίδα του κ. Ομπάμα.
Ήταν το νέο σύνθημα: ότι ναι, είμαστε με την Δύση και την Ευρώπη, αλλά όχι αυτήν που έχουμε, αλλά την άλλη την οποία φανταζόμαστε!
Η κυβέρνηση θέλησε να κάνει το δικό της στρατηγικό παιγνίδι, και βλέποντας την ανάδειξη στην Ουάσιγκτον ενός πραγματικά αλλοπρόσαλλου ηγέτη θεωρήθηκε ότι είναι η μεγάλη ευκαιρία για να ενταχθεί στις δυνάμεις εκείνες που θα μπορούσαν να του φανούν χρήσιμες ανά τον κόσμο.
Κομβικό σημείο ήταν η επίσκεψη του Αλέξη Τσίπρα το περασμένο φθινόπωρο στον Λευκό Οίκο. Είχε προηγηθεί η επίσημη εγκατάλειψη από την Ελλάδα του Σχεδίου για την επέκταση του ρωσοτουρκικού αγωγού Turkish Stream προς την Ελλάδα (τον αγωγό τώρα διεκδικεί η Βουλγαρία), ένα ακόμη ρωσικό ενεργειακό σχέδιο που «κόλλαγε» μετά από εκείνο του Μπουργκάς -Αλεξανδρούπολης.
Η κυβέρνηση έκανε μια σημαντική επιλογή, παρουσίασε στους Αμερικανούς ένα σημαντικό πρόγραμμα αμυντικής συνεργασίας, την χρηματοδότηση της αμερικανικής αμυντικής βιομηχανίας με τον εκσυγχρονισμό των F16, πρόβαλε την εικόνα της χώρας ως έτοιμης να προσφέρει στην περιοχή, με πρώτο βήμα το κλείσιμό των ανοικτών θεμάτων με την Αλβανία και την ΠΓΔΜ, προβάλλοντας τον ρόλο που πραγματικά μπορεί να παίξει η χώρα στην Ανατολική Μεσόγειο. Το να βρίσκεται και στο στόχαστρο του Πούτιν, ανέβαζε τις μετοχές της.
Μένει βεβαίως να αποδειχθεί ότι αυτή η εξόφθαλμη πρόσδεση στο «άρμα» Τραμπ έχει και ουσιαστικό περιεχόμενο, δηλαδή συγκεκριμένα ανταλλάγματα τα οποία θωρακίζουν την εθνική ασφάλεια και προσφέρουν νέες δυνατότητες στην χώρα. Διότι το παλιότερο κίνητρο, εκείνο του αντιπερισπασμού στην Γερμανία της Μέρκελ και του Σοίμπλε έχει πλέον εκλείψει, μετά τον εναγκαλισμό της ελληνικής κυβέρνησης με την Γερμανίδα Καγκελάριο
Το πάγωμα, αν όχι ακύρωση του ρωσικού αγωγού φυσικού αερίου, έγινε με την παράλληλη υπόσχεση των Αμερικάνων ότι θα καλύψουν με αποστολή δικού τους LNG την Καβάλα και την Αλεξανδρούπολη και θα τροφοδοτούν οι ίδιοι τον διασυνδετήριο αγωγό με την Βουλγαρία. Αυτά είναι ακόμη στα χαρτιά, ενώ το ρωσικό αέριο μέσω του νέου αγωγού φθάνει ήδη το 2019 στην Ευρωπαϊκή ακτή της Τουρκίας.
Υπήρχε προσδοκία για παραχώρηση σοβαρής βοήθειας σε αμυντικό υλικό και εξοπλισμούς, η οποία παραμένει ακόμη σε επίπεδο δημοσιευμάτων.
Όσο για την προσδοκία ότι ο Ντ. Τράμπ, θα κάνει πέρα τον Τ. Ερντογάν και την Τουρκία και θα ανακηρύξει την Ελλάδα προπύργιο της Δύσης, μάλλον κινείται στην σφαίρα της φαντασίας. Ειδικά μάλιστα μετά την προχθεσινή παρέμβαση του λευκού Οίκου που επιχειρεί να ανατρέψει την απόφαση του Κογκρέσου για περιορισμούς στην πώληση των F35 στην Τουρκία.
Μια Τουρκία που έχει περισσότερο από άριστες, άσο κι αν είναι συγκυριακές οι σχέσεις με την Ρωσία.
Η δράση Ρώσων πρακτόρων στην Ελλάδα είναι παλιά υπόθεση και δεν ξεκίνησε με την Συμφωνία των Πρεσπών.
Από την μεταπολίτευση και μετά στήθηκε ένα ολόκληρο δίκτυο χρηματοδοτούμενο από την ΕΣΣΔ και κατόπιν από την Ρωσία, για την δημιουργία Συλλόγων, «φιλειρηνικών» οργανώσεων, πολιτιστικών ομίλων, εκδοτικών οίκων. Παράλληλα υπήρχε διείσδυση σε πολλά σωματεία παλλινοστούντων ομογενών και σε δήμους με μεγάλη παρουσία ρωσοπόντιων και πρώην πολιτικών προσφύγων.
Το Άγιο Όρος αποτελούσε διαχρονικά τον στόχο των Μυστικών Υπηρεσιών της Ρωσίας με ορμητήριο την Ρωσική Μονή και με ισχυρή επιρροή και σε άλλες Μονές. Πρόσφατα με αφορμή την ιδιωτικοποίηση του Λιμένος Θεσσαλονίκης και την συμμετοχή στον διαγωνισμό του ομογενούς επιχειρηματία Ιβάν Σαββίδη ασκήθηκαν έντονες πιέσεις από αμερικανικής πλευράς…
Η Αθήνα επέλεξε την συγκεκριμένη στιγμή να κλιμακώσει και να μετατρέψει την καχυποψία και την ένταση στις ελληνορωσικές σχέσεις, σε κρίση, με την απέλαση των Ρώσων διπλωματών.
Προφανώς κανείς δεν αποδέχεται την ρωσική κατηγορία ότι η Ελλάδα αντέδρασε κατ'' εντολή των Αμερικανών.
Πάντως η ένταση την συγκεκριμένη στιγμή ταιριάζει στην αμερικάνικη πολιτική, ενώ έρχεται να επιβεβαιώσει το βασικό επιχείρημα για την ενσωμάτωση των Δυτικών Βαλκανίων στο ΝΑΤΟ: την απειλή της ρωσικής διείσδυσης και επιρροής.
Η Ελλάδα θεωρεί ότι όχι απλώς μπορεί να διαχειρισθεί αυτό το ασαφές και ρευστό πεδίο γεωπολιτικών συγκρούσεων και ανακατατάξεων, άλλα μπορεί κιόλας να πρωταγωνιστήσει σε αυτό.
Η Ρωσία θέλει να έχει λόγο και ρόλο στα Βαλκάνια και ο μόνος φραγμός σε αυτό είναι η ευρωατλαντική ενσωμάτωση και εξάρτηση πλέον και οικονομική των Δυτικών Βαλκανίων από την Δύση. Χωρίς αυτό φυσικά να μπορεί να αποκλείσει ότι σύντομα λαϊκιστές ηγέτες που παραδοσιακά στρέφονται προς την Ρωσία δεν θα καταλάβουν την εξουσία στις έτσι κι αλλιώς επιρρεπείς στον «εθνολαϊκισμό» Βαλκανικές χώρες.
Οι επιλογές που κάνει η κυβέρνηση είναι στρατηγικής σημασίας για την χώρα.
Η μετατροπή της Ελλάδας σε χώρα πρώτης γραμμής έναντι της ρωσικής πολιτικής διείσδυσης στα Βαλκάνια, είναι μια πολύ δύσκολη επιλογή, αλλά θα πρέπει να μετρηθούν τα οφέλη και οι κίνδυνοι για την χώρα καθώς η ρήξη στις σχέσεις με τον έναν από τους δυο σημαντικότερους πόλους του παγκόσμιου συστήματος δεν είναι χωρίς συνέπειες.
Αν το «Ανήκομεν εις την Δύσιν» είναι το νέο δόγμα της κυβέρνησης, τουλάχιστον ας αντιληφθεί ότι δεν μπορεί να το αλλάζει κάθε φορά που θα αλλάζει και πρόεδρος των ΗΠΑ και ούτε επιβάλλεται να είναι αυτή που θα κάνει τον «πόλεμο» στην Μόσχα, όταν και ο ίδιος ο κ. Τραμπ συναγελάζεται με τον Πούτιν .
Και επίσης θα πρέπει να γνωρίζει ότι η Μόσχα «δεν ξεχνά».
ΥΓ. Σε σχέση με την Συμφωνία των Πρεσπών, αυτή δεν κινδυνεύει ούτε από την KGB ούτε από ξένες συνωμοσίες, αλλά πρωτίστως από την απουσία κυβερνητικής πλειοψηφίας στην Ελληνική Βουλή για να στηρίξει την Συμφωνία.
Και πάντως εάν το κριτήριο της επιλογής για την απέλαση των Ρώσων ήταν η υπονόμευση της Συμφωνίας των Πρεσπών, προφανώς η προστασία των Εθνικών Συμφερόντων και της Εθνικής Ασφάλειας απαιτεί την απέλαση καμιάς ντουζίνας πρακτόρων της τουρκικής ΜΙΤ που ανενόχλητοι και με πακτωλό χρημάτων αλωνίζουν πια όχι μόνο την Θράκη, αλλά και την Θεσσαλονίκη και την Αττική, υπονομεύοντας πραγματικά και προκλητικά τα εθνικά συμφέροντα.