Η απόφαση του Τζο Μπάιντεν να απονείμει χάρη στον γιο του, Χάντερ, σηματοδοτεί ένα πρωτοφανές χαμηλό για την αμερικανική πολιτική και τη δημοκρατική διακυβέρνηση. Το δικαίωμα του προέδρου να απονέμει χάρη, αν και κατοχυρωμένο από το Σύνταγμα, σχεδιάστηκε για να διορθώνει αδικίες και να προσφέρει μια δεύτερη ευκαιρία σε όσους πραγματικά τη δικαιούνται. Ωστόσο, η χρήση του για να προστατεύσει ένα μέλος της δικής του οικογένειας από νομικές συνέπειες, ανατρέπει κάθε έννοια αμεροληψίας και ηθικής ευθύνης στην άσκηση εξουσίας.
Το Δημοκρατικό Κόμμα, που έχει διαρκώς κατηγορήσει τον Ντόναλντ Τραμπ για κατάχρηση εξουσίας, όταν χρησιμοποίησε το ίδιο δικαίωμα για να δώσει χάρη σε συμμάχους του, αποκαλύπτει τώρα την υποκρισία του. Ο Τραμπ, παρά τη σφοδρή κριτική που δέχθηκε, χρησιμοποίησε το δικαίωμα της χάρης λιγότερο συχνά από άλλους σύγχρονους προέδρους. Οι Δημοκρατικοί και τα μέσα ενημέρωσης έσπευσαν τότε να τον παρουσιάσουν ως πρόεδρο που εκμεταλλεύτηκε το Σύνταγμα για προσωπικό του όφελος. Τώρα, παρακολουθούν τον Μπάιντεν να αντιστρέφει πλήρως τις σχετικές δεσμεύσεις του και να χρησιμοποιεί το αξίωμα του προέδρου των ΗΠΑ για να γλιτώσει τον γιο του από διώξεις, για τις οποίες ελέγχεται από το 2020.
Αυτή η υπόθεση δεν είναι μια μεμονωμένη περίπτωση. Εντάσσεται σε ένα ευρύτερο μοτίβο διγλωσσίας και παραπλάνησης που χαρακτηρίζει την πολιτική πρακτική των Δημοκρατικών τα τελευταία χρόνια. Από τη μία μιλούσαν για την ανάγκη να ακούγονται διαφορετικές απόψεις, και από την άλλη χρησιμοποίησαν τις μυστικές υπηρεσίες και την εκτελεστική εξουσία για να πιέσουν πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης να φιμώσουν απόψεις που δεν συνάδουν με τις δικές τους. Κατά τη διάρκεια της πανδημίας, υπερασπίστηκαν το δικαίωμα του συναθροίζεσθαι για ακραίες ακτιβιστικές ομάδες όπως το BLM, και έστειλαν στα δικαστήρια υπερήλικες που πήγαιναν στην εκκλησία.
Προεκλογικά, ανέδειξαν τη Δημοκρατία και το μέλλον της ως το απόλυτο διακύβευμα της κάλπης, μέχρι που κατάλαβαν ότι ο Μπάιντεν θα έχανε από τον Τραμπ και χωρίς δισταγμό ή προκριματική διαδικασία έχρισαν τη Χάρις ως υποψήφια στη θέση του ταλαίπωρου Μπάιντεν. Το κόμμα που μας προειδοποιούσε ότι δεν πρέπει ένας υποψήφιος με τα χαρακτηριστικά του Τραμπ να ηγείται της παγκόσμιας υπερδύναμης, κατέληξε (εδώ και τουλάχιστον ένα χρόνο) να κρατάει στη θέση του έναν πρόεδρο, ο οποίος προφανώς δεν μπορεί να εκτελέσει τα καθήκοντά του λόγω άνοιας και χωρίς να μας αποκαλύπτει ποιος πραγματικά λάμβανε αποφάσεις στο Λευκό Οίκο όλο αυτό το διάστημα.
Η πράξη του Μπάιντεν αποδεικνύει ότι το Δημοκρατικό Κόμμα, που συχνά επικαλείται τη «δημοκρατία» και την «ηθική», είναι τελικά διατεθειμένο να καταπατήσει και τις δύο, όταν πρόκειται για την προστασία της δικής του εξουσίας. Οι Δημοκρατικοί έχουν επανειλημμένα διεκδικήσει το ηθικό πλεονέκτημα, αλλά η πραγματικότητα δείχνει ότι ενεργούν με τρόπο που ξεπερνά σε αδιαφάνεια και κυνισμό όσα κατηγορούσαν τους αντιπάλους τους ότι έκαναν.
Η χάρη που απένειμε ο Τζο Μπάιντεν στον γιο του, Χάντερ, αποτελεί τον επιθανάτιο ρόγχο ενός καταρρέοντος καθεστώτος που οι Δημοκρατικοί προσπάθησαν να δημιουργήσουν σταδιακά από το 2008. Το σύστημα αυτό αποτελούνταν ένα διαπλεκόμενο δίκτυο κυβερνητικών φορέων, μέσων μαζικής ενημέρωσης και ιδεολογικά καθοδηγούμενων οργανισμών, που είχαν αναλάβει τη χειραγώγηση του δημοσίου διαλόγου. Μέσω συνεργασίας με πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης, πρωτοβουλίες λογοκρισίας και χρηματοδότησης ακτιβιστικών ΜΚΟ, το σύστημα επιχείρησε τα τελευταία χρόνια να ελέγξει τη ροή της πληροφορίας παρακάμπτοντας νομικούς περιορισμούς και αποφεύγοντας τη διαφάνεια.
Ταυτόχρονα, χρησιμοποίησε την ιδεολογική ακαμψία της “woke” κουλτούρας για να φιμώσει αντίθετες φωνές. Αξιοποίησε την οικονομική ισχύ των μεγάλων χορηγών του Δημοκρατικού Κόμματος για να δημιουργήσει ένα ανθεκτικό αφήγημα όπου η μισή Αμερική ήταν πεφωτισμένη, ανεκτική, προοδευτική, και οι υπόλοιποι ήταν ρατσιστές, ομοφοβικοί και οπισθοδρομικοί. Με την κίνηση του Μπάιντεν, οι μάσκες αυτές έπεσαν οριστικά.