Ο Μαρκ Ρούτε δεν θα είναι πλέον πρωθυπουργός της Ολλανδίας. Και εδώ τελειώνουν οι βεβαιότητες για τη σημερινή εκλογική αναμέτρηση. Το 70% των ψηφοφόρων δηλώνει ότι θα αποφασίσει πάνω από την κάλπη ποιον θα ψηφίσει ανάμεσα σε διαφορετικά πρόσωπα και νέα κόμματα, καθώς και τον «βετεράνο» της Άκρας Δεξιάς Γκερτ Βίλντερς που ίσως και να βρίσκεται σε τροχιά να εισέλθει για πρώτη φορά σε κυβέρνηση συνασπισμού στη Χάγη.
Για πρώτη φορά εδώ και 13 χρόνια το όνομα του Μαρκ Ρούτε δεν θα βρίσκεται στα ψηφοδέλτια, γεγονός που από μόνο του σηματοδοτεί μία νέα εποχή στην ολλανδική πολιτική σκηνή, μόνο που είναι άγνωστο ποια θα είναι αυτή. Ούτε και η απάντηση θα δοθεί σύντομα. Ο απερχόμενος κυβερνητικός συνασπισμός συγκροτήθηκε έπειτα από εννέα μήνες διαπραγματεύσεων και κράτησε λιγότερο από δύο χρόνια. Αυτή τη φορά ίσως καταγραφεί νέο ρεκόρ.
Οι πρόωρες κάλπες προκηρύχθηκαν μετά την κατάρρευση του τέταρτου συνασπισμού υπό τον Ρούτε - δεύτερο μακροβιότερο ηγέτη στην Ευρωπαϊκή Ένωση μετά τον Βίκτορ Όρμπαν της Ουγγαρίας- εξαιτίας εσωτερικών διαφωνιών για την προωθούμενη αυστηροποίηση της νομοθεσίας για το άσυλο και τη μείωση του αριθμού των μεταναστών, περιλαμβανομένων ξένων εργαζομένων. Η παραίτηση Ρούτε, λόγω αδυναμίας να ξεπεράσει τις «αγεφύρωτες διαφορές», συνοδεύτηκε από την ανακοίνωση ότι εγκαταλείπει την πολιτική.
Το μεταναστευτικό μαζί με την οξεία στεγαστική κρίση, την αύξηση του κόστους ζωής, την κοινωνική πολιτική και την πράσινη μετάβαση -και συγκεκριμένα ποιος θα πληρώσει γι’ αυτήν- ήταν τα κυρίαρχα ζητήματα αυτών των εκλογών. Κυβερνητικά σκάνδαλα -καθυστερήσεις στην αποζημίωση των σεισμοπλήκτων που ζουν πάνω από το τεράστιο κοίτασμα φυσικού αερίου του Γκρόνινγκεν, καθώς και οι 20.000 οικογένειες που κατηγορήθηκαν άδικα ότι λάμβαναν παράνομα επίδομα παιδιού, συχνά με βάση την εθνικότητα- έχουν επίσης κλονίσει την εμπιστοσύνη των ψηφοφόρων στην πολιτική.
Το όριο εισόδου στο Κοινοβούλιο είναι τόσο χαμηλό (0,67%), που σχεδόν είναι ανύπαρκτο, και το εκλογικό σύστημα της απλής αναλογικής εκτιμάται πως θα επιτρέψουν να εισέλθουν στη Βουλή τουλάχιστον 17 από τα συνολικά 26 κόμματα που «κατεβαίνουν» στις εκλογές (στην απερχόμενη Βουλή ήταν 20). Το ολλανδικό Κοινοβούλιο συγκροτείται από 150 βουλευτές, γεγονός που σημαίνει ότι για την πλειοψηφία απαιτούνται 76 έδρες. Ποτέ κανένα κόμμα δεν έχει πετύχει την αυτοδυναμία και η Ολλανδία κυβερνάται από συνασπισμούς για περισσότερο από έναν αιώνα.
Για πρώτη φορά, δε, στην ολλανδική Ιστορία είναι πιθανό κανένα κόμμα να μην φθάσει τον αριθμό των 30 εδρών. Τα παραδοσιακά κόμματα κεντροδεξιάς και αριστεράς έχουν υποστεί καθίζηση τις τελευταίες δεκαετίες, με το μερίδιο των ψήφων που λαμβάνουν να έχει συρρικνωθεί από πάνω από 80% τη δεκαετία του 1980 σε λίγο πάνω από 40% σήμερα.
Τέσσερα είναι τα κόμματα που βγαίνουν «μπροστά» στη σημερινή αναμέτρηση και δύο οι υποψήφιοι που διαφαίνεται πως θα κονταροχτυπηθούν για την πρωθυπουργία: Η Ντιλάν Γεσιλγκιόζ, διάδοχος του Μαρκ Ρούτε στα ηνία του συντηρητικού-φιλελεύθερου Λαϊκού Κόμματος για την Ελευθερία και τη Δημοκρατία (VVD) και ο πρώην Χριστιανοδημοκράτης Πίτερ Ομτσιχτ με «όχημα» το Νέο Κοινωνικό Συμβόλαιο (NSC) (NSC) που ίδρυσε μόλις τρεις μήνες πριν.
Αμφότεροι συμφωνούν σε σκληρή γραμμή κατά της μετανάστευσης -παρόλο που η Γεσιλγκιόζ είναι κόρη Κούρδων προσφύγων και η σύζυγος του Ομτσιχτ πρόσφυγας από τη Συρία- αλλά η νέα αρχηγός του VVD έχει αφήσει ανοιχτό (σε αντίθεση με τον Μαρκ Ρούτε) το ενδεχόμενο συνεργασίας σε κυβέρνηση συνασπισμού με την Άκρα Δεξιά, ενώ ο Πίτερ Ομτσιχτ το αποκλείει. Το πρόσωπο της ακροδεξιάς είναι γνώριμο: Ο λαϊκιστής Γκερτ Βίλντερς του αντιισλαμικού Κόμματος της Ελευθερίας (PVV). Η τετράδα συμπληρώνεται με την αριστερή Συμμαχία Πρασίνων-Εργατικών υπό τον πρώην κοινοτικό επίτροπο Φρανς Τίμερμανς, ο οποίος παραιτήθηκε από την Κομισιόν για να αναλάβει τα ηνία.
Σε απόσταση αναπνοής από τις εκλογές δημοσκόπηση του ινστιτούτου Maurice de Hond -που είχε υπερεκτιμήσει το ποσοστό του Γκερτ Βίλντερς κατά πέντε μονάδες στις τελευταίες εκλογές- εμφάνισε την Άκρα Δεξιά στήθος με στήθος με το Λαϊκό Κόμμα για την Ελευθερία και τη Δημοκρατία.
Μπροστά στα δημοσκοπικά ευρήματα ήλθαν διά στόματος Βίλντερς δηλώσεις του τύπου ότι προφανώς υπάρχουν πιο πιεστικές προτεραιότητες και κάποιες από τις προτάσεις του μπορούν να περιμένουν ώστε να προλειάνει το έδαφος μίας πιθανής συμμετοχής του σε κυβερνητικό σχήμα. Το μανιφέστο Βίλντερς περιλαμβάνει πλήρη κατάργηση του ασύλου και την αποχώρηση της Ολλανδίας από τις συνθήκες της ΕΕ και του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες, καθώς και την απαγόρευση ισλαμικών σχολείων, τεμενών και του Κορανίου.
Αριστερά και φιλελεύθεροι κάλεσαν τους προοδευτικούς ψηφοφόρους να ψηφίσουν στρατηγικά τα κόμματα του κέντρου ως ανάχωμα στον Γκερτ Βίλντερς. Παρότι έχει αναδειχθεί σε προηγούμενες εκλογές δεύτερη ή τρίτη κοινοβουλευτική δύναμη, η ακροδεξιά δεν έχει εισέλθει σε κυβέρνηση αν και για κάποιους μήνες το 2010 είχε υποστηρίξει την τότε κυβέρνηση Ρούτε.
«Είναι σαφές ότι η κα Γεσιλγκιόζ άνοιξε την πόρτα για τον Βίλντερς στην κυβέρνηση. Αυτό θα σήμαινε ότι συμμετέχει στη διακυβέρνηση της χώρας κάποιος που απορρίπτει ένα εκατομμύριο Ολλανδούς [μουσουλμάνους] ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας», δήλωσε ο Φρανς Τίμερμανς.
Ο επικεφαλής των Φιλελεύθερων Δημοκρατών του D66, Ρομπ Γέτεν, προειδοποίησε ότι υπάρχει «μεγάλος κίνδυνος» μιας ακροδεξιάς κυβέρνησης. «Το VVD, γνωρίζοντας πολύ καλά τι έκανε, άφησε την κυβέρνηση να πέσει [τον Ιούλιο], ενώ θα μπορούσε να οδηγήσει τη μετανάστευση σε έναν καλύτερο δρόμο, στη συνέχεια η Γεσιλγκιόζ άνοιξε διάπλατα την πόρτα στον Βίλντερς, οπότε δημιούργησε αυτή τη δυναμική», δήλωσε.
Όσο για τον Πίτερ Ομτσιχτ, που επίσης αρνείται να βρεθεί κάτω από την ίδια στέγη με την ακροδεξιά, απολαμβάνει ένα κύμα δημοτικότητας στην ολλανδική πολιτική, έχοντας διαδραματίσει κεντρικό ρόλο το 2019 στην αποκάλυψη του σκανδάλου με τις 20.000 οικογένειες που κατηγορήθηκαν λανθασμένα για απάτη από τη φορολογική διοίκηση για τα επιδόματα παιδιού. Το σκάνδαλο «έριξε» τελικά την τρίτη κυβέρνηση υπό την ηγεσία του Ρούτε το 2021. Στις εκλογές που ακολούθησαν ο Όμτσιχτ αναδείχθηκε πρώτος σε ψήφους βουλευτής. Μήνες αργότερα ο Ομτσιχτ εγκατέλειψε τους Χριστιανοδημοκράτες και πήρε για αρκετούς μήνες αναρρωτική άδεια λόγω εξάντλησης.
«Σημαία» της εκστρατείας του κατέστησε τη βελτίωση της κοινωνικο-οικονομικής ασφάλειας των νοικοκυριών (εισάγοντας τον όρο bestaanszekerheid που σημαίνει «βεβαιότητα της ύπαρξης»)- και την αλλαγή στην κουλτούρα διαχείρισης της πολιτικής (bestuurscultuur). Κατά το παρελθόν ο ίδιος έχει εκφράσει έντονα ευρωσκεπτικιστές θέσεις.
Στις βουλευτικές εκλογές κατεβαίνει και το κόμμα Αγροτών-Πολιτών (BBB), το οποίο προς έκπληξη όλων αναδείχθηκε προ μηνών στον μεγάλο νικητή των ολλανδικών τοπικών εκλογών που καθορίζουν τη σύνθεση της Γερουσίας.
Η «εφόρμηση» στην κεντρική σκηνή ενός λαϊκιστικού κινήματος, που συγκροτήθηκε στη σκιά των μαζικών διαδηλώσεων αγροτών και κτηνοτρόφων κόντρα στις περιβαλλοντικές πολιτικές της κυβέρνησης Ρούτε, προκάλεσε πολιτικό «σεισμό» στην Ολλανδία ωστόσο η δυναμική του έκτοτε έχει ξεφουσκώσει και εκείνοι που ψήφισαν το BBB έχουν στραφεί κυρίως στον Πίτερ Ομτσιχτ. Ο τελευταίος μέχρι πρότινος δήλωνε ότι δεν τον ενδιέφερε να αναλάβει την πρωθυπουργία και θα προτιμούσε να παραμείνει βουλευτής, αλλά έχει αλλάξει γραμμή.
Ο απερχόμενος κυβερνητικός συνασπισμός, που άντεξε δύο χρόνια και ήταν εξ αρχής αντιδημοφιλής, περιλάμβανε το Λαϊκό Κόμμα για την Ελευθερία και τη Δημοκρατία (VVD), τους Δημοκράτες (D66), το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα (CDA) και τη Χριστιανική Ένωση (CU).