Μία από τις πλέον ενδιαφέρουσες πτυχές του πολέμου που κήρυξε η Ρωσία στην Ουκρανία, είναι εκείνη που αφορά στην φιλορωσική μερίδα της ουκρανικής ελίτ πριν από την 24 Φεβρουαρίου 2022.
Η ιστορία, βέβαια, έχει πολύ παλιές ρίζες που ξεκινούν το 1991, με την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της Ουκρανίας, μετά τη διάλυση της Ε.Σ.Σ.Δ. και της δημιουργίας του νέου ουκρανικού κράτους, ωστόσο, θα επικεντρώσουμε το ενδιαφέρον μας, στα γεγονότα μετά την παράνομη προσάρτηση της Κριμαίας την άνοιξη του 2014 και την έναρξη της υβριδικής επιχειρήσεις στις ανατολικές περιοχές αυτής της χώρας, από μεταμφιεσμένες μονάδες της Γενικής Διεύθυνσης του ρωσικού Αρχηγείο Ενόπλων Δυνάμεων, γνωστής ως GRU, με επικεφαλής τον αυτοαποκαλούμενο συνταγματάρχη Ίγκορ Γκίρκιν, νυν φυλακισμένο στην Ρωσία και φυγόποινο του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου, για την κατάρριψη του μαλαισιανού Boeing.
Καταλαμβάνοντας βίαια τόσο την Κριμαία, όσο και τις περιοχές του Ντονιέτσκ και του Λουγκάνσκ, η Ρωσία μαζί τα εδάφη, «ενσωμάτωσε» το σύστημα εξουσίας και τις τοπικές ελίτ, οι οποίες είχαν από κληρονομικώ δικαίω εγκατασταθεί εκεί από την εποχή της Σοβιετικής Ένωσης. Στην πλειονότητά τους ήταν άνθρωποι που είχαν συνδέσει την μοίρα τους με την Μόσχα ως στελέχη των φιλορωσικών κομμάτων, πράκτορες επιρροής, επιχειρηματίες συνεργάτες Ρώσων ολιγαρχών.
Για όλους αυτούς, ο δρόμος της επιστροφής έκλεισε τα χαράματα εκείνης της παγωμένης νύχτας του Φεβρουαρίου του 2022. Στην Ουκρανία θεωρούνται ένοχοι εσχάτης προδοσίας, στη Δύση έχουν συμπεριληφθεί σε όλες τις λίστες των κυρώσεων ως συνεργάτες των δυνάμεων εισβολής και κατοχής.
Μοναδική ελπίδα επιβίωσής τους είναι η ένταξη και αφομοίωσή τους στο ρωσικό πολιτικό σύστημα και συγκεκριμένα σε κάποια από τις πολλές φατρίες του. Αυτή είναι η πιο δύσκολη αποστολή τους. Η φατριαστική δομή της ρωσικής ελίτ και του πολιτικού συστήματος, δεν επιτρέπει εύκολα την είσοδο νεοφώτιστων. Μπορεί η προπαγάνδα του Κρεμλίνου να ισχυρίζεται πως «Ρώσοι και Ουκρανοί είναι ένας λαός», ωστόσο οι προερχόμενοι από τις κατεχόμενες περιοχές της Ουκρανίας, γίνονται δεκτοί κάθε άλλο παρά με ενθουσιασμό και παραμένουν «ξενομερίτες».
Αυτό, μοιραία οδηγεί τους τελευταίους στη δημιουργία δικών τους φατριών, οι οποίες προσπαθούν να σχηματίζουν ομάδες πίεσης και προώθησης των συμφερόντων τους στην κεντρική πολιτική σκηνή.
Η προερχόμενη από την Κριμαία φατρία, δείχνει να τα καταφέρνει καλύτερα μέχρι στιγμής, ενώ η θρυλική φατρία του Ντονμπάς, είναι αποδυναμωμένη, τόσο εξαιτίας της ρευστής κατάστασης που επικρατεί στα μέτωπα, όσο και λόγω των διαρκών «ανακατατάξεων» του «στελεχειακού δυναμικού» τους, μετά από μια σειρά περίεργες δολοφονίες των πρωταγωνιστών της πρώτης περιόδου. Οι προερχόμενοι από τις περιοχές της Χερσώνας και της Ζαπορίζια, οι οποίοι βλέπουν τις βλέπουν να απελευθερώνονται από τις ουκρανικές ένοπλες δυνάμεις, μάλλον δεν έχουν πολλές ελπίδες επιβίωσης στο ιδιαίτερα ανταγωνιστικό ρωσικό, φατριαστικό σύστημα.
Κοινό χαρακτηριστικό όλων αυτών των φατριών, είναι πως η τύχη και το μέλλον τους, εξαρτάται απολύτως από τις «επιτυχίες» των ρωσικών στρατευμάτων. Σε περίπτωση ήττας της Ρωσίας, το μέλλον τους είναι προδιαγεγραμμένο, γιατί σήμερα, εκ των πραγμάτων ανήκουν στους πλέον προβεβλημένους οπαδούς του «κόμματος του πολέμου μέχρι το νικηφόρο τέλος».
Οι φατρίες αυτές, θα πρέπει να σημειώσουμε, έχουν υιοθετήσει μια ιδιαίτερα σκληροπυρηνική ρητορική στο εσωτερικό της Ρωσίας, καλώντας το Κρεμλίνο να εντείνει τον αστυνομικό έλεγχο της ατομικής και κοινωνικής ζωής, μη διστάζοντας να φέρουν ως παράδειγμα τις σταλινικές διώξεις του 1938 - 1939, αντιλαμβανόμενες πολύ καλά, πως οποιαδήποτε αλλαγή του σημερινού status quo στο εσωτερικό, θα είναι θανάσιμη απειλή.
Ως εκ τούτου, η ταύτιση της τύχης τους με εκείνη του Βλαντίμιρ Πούτιν, αποτελεί μονόδρομο και ταυτόχρονα εμπόδιο στην αναζήτηση συμμάχων στο εσωτερικό της ιθαγενούς ρωσικής ελίτ. Λογική κατάληξη, αφού για τους μετριοπαθείς αλλά σιωπηλούς τεχνοκράτες - γραφειοκράτες, είναι οι πλέον επιθετικοί εκπρόσωποι του συστήματος, για τους «υπερπατριώτες», από την άλλη πλευρά, είναι αναξιόπιστοι, γιατί έχουν ήδη προδώσει μία φορά (την παλιά τους πατρίδα).
Η συμμορία της Κριμαίας
Κύριο χαρακτηριστικό αυτής της φατρίας είναι πως μέλη της είναι κάποιοι που στο παρελθόν συνομιλούσαν απευθείας με την Μόσχα, δηλαδή πολιτικά στελέχη του Κόμματος των Περιφερειών του Γιανουκόβις, άνθρωποι που αποτελούσαν το ρωσόφιλο τμήμα αυτού του πολιτικού σχηματισμού, καθώς επίσης και τοπικά στελέχη ακραίων φιλορωσικών οργανώσεων της χερσονήσου.
Ήταν η πρώτη φατρία, η οποία αμέσως μετά την παράνομη προσάρτηση της περιοχής, εντάχθηκαν στην ρωσική κυρίαρχη πολιτική τάξη και απέκτησαν εκπροσώπους τόσο στην Άνω όσο και στην Κάτω Δούμα. Οι διορισμένοι από την Μόσχα τοποτηρητές, βρήκαν αμέσως κοινή γλώσσα με τη διεφθαρμένη τοπική ελίτ, δημιουργώντας ένα ισχυρό λόμπι.
Η πιο εμβληματική μορφή, είναι ο επικεφαλής αυτής της περιοχής από το 2014, Σεργκέι Αξιόνοφ. Παρά τους αλλεπάλληλους κύκλους διαρροών και φημών για αντικατάστασή του, κατάφερε να επιβιώσει μέχρι σήμερα, έχοντας την προσωπική εύνοια του Πούτιν. Ο ίδιος φροντίζει να επιδεικνύει την πίστη και την αφοσίωση στο πρόσωπο του Ρώσου προέδρου, ενώ είναι χαρακτηριστικό το γεγονός πως πρώτος αυτός από τους επικεφαλής όλων των ρωσικών περιφερειών καταδίκασε την ανταρσία του Πριγκόζιν, παρά το γεγονός πως μέχρι τότε θεωρούνταν στενός του φίλος.
Ο Αξιόνοφ έχει ένα πλούσιο βιογραφικό με εγκληματικές δραστηριότητες από την δεκαετία του 1990, δαιμόνιος και έμπειρος στην ίντριγκα, από το 2010 τοποθετήθηκε ανοιχτά υπέρ της Ρωσίας ως ηγέτης του φιλορωσικού κόμματος «Ρωσική ενότητα» και κατάφερε να εκλεγεί βουλευτής στο τοπικό κοινοβούλιο της Αυτόνομης Δημοκρατίας της Κριμαίας.
Παρά τη γενναία χρηματοδότηση του ουκρανού ολιγάρχη Ντμίτρι Φιρτάς, κατέφερε να εκλέξει μόλις τρεις βουλευτές, ωστόσο, το 2014 έγινε ο εκλεκτός του Κρεμλίνου, παρά το πλούσιο βιογραφικό του.
Ο πρόεδρος της τοπικής βουλής Βλαντίμιρ Κωνσταντίνοφ, είναι ο δεύτερος πυλώνας της τοπικής ελίτ, επιφανές στέλεχος της προηγούμενης κομματικής νομενκλατούρας του Κόμματος των Περιφερειών. Εξελέγη για πρώτη φορά πρόεδρος του Ανωτάτου Σοβιέτ της Κριμαίας το 2010 κι έκτοτε παραμένει στη θέση αυτή.
Ο γερουσιαστής της Άνω Δούμας Σεργκέι Τσεκόφ, βετεράνος της ουκρανικής πολιτικής συμπληρώνει την «αγία τριάδα» της Κριμαίας, έχοντας στο βιογραφικό του τη σημείωση πως ήταν ένας από τους τρεις βουλευτές της ουκρανικής Βουλής το 1990 που ψήφισε κατά της διακήρυξης της ανεξαρτησίας της χώρας.
Ο «δήμαρχος» της Σεβαστούπολης Αλεξέι Τσάλι, υπέγραψε μαζί με τον Αξιόνοφ υπέγραψαν τη διακήρυξη προσάρτησης της Κριμαίας από την Ρωσία, διατέλεσε για ένα διάστημα κυβερνήτης της Σεβαστούπολης, μα σύντομα τον αντικατέστησε ο Σεργκέι Μενιάϊλο, από την «κεντρική υπηρεσία». Ο Τσάλι το διάστημα 2014 - 2016 ήταν πρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου, έμπλεξε σε μια διαμάχη με τον διάδοχο του στη θέση του
κυβερνήτη, έχασε και χάθηκε από την πολιτική. Το 2020 η Μόσχα διόριζε τον Μιχαήλ Ραζβοζάγιεφ στη θέση του, ο οποίος είναι ένας κλασσικός γραφειοκράτης και παρά τα διαρκή σκάνδαλα διαφθοράς που εντοπίζονται στο στενό του περιβάλλον, παραμένει ο εκλεκτός του Κρεμλίνου.
Γύρω από αυτούς, έχει δημιουργηθεί μια αρκετά μεγάλη ομάδα στελεχών του κόμματος του Γιανουκόβιτς, οι οποίοι μετά τα γεγονότα του Μεϊντάν στο Κίεβο το 2014, έφυγαν από την ουκρανική πρωτεύουσα αναζητώντας καταφύγιο στην κατεχόμενη χερσόνησο. Κάποιοι διορίστηκαν στον κρατικό μηχανισμό, κάποιοι άλλοι έγιναν επιχειρηματίες και κάποιοι άλλοι λομπίστες. Ενδεικτικές είναι οι περιπτώσεις του πρώην βουλευτή Ολέγκ Τσάρεφ, του επίσης πρώην βουλευτή Βαντίμ Κολεσνιτσένκο, οι οποίοι σήμερα κάνουν καριέρα συμβούλου και προπαγανδιστή στα τοπικά ΜΜΕ.
Αξίζει να σημειώσουμε πως στην τοπική κυβέρνηση της κατεχόμενης Κριμαίας, συμμετέχουν μόνο επτά «απόστολοι» της Μόσχας, όλοι οι υπόλοιποι είναι ντόπιοι συνεργάτες των κατοχικών αρχών, οι οποίοι πριν την προσάρτηση ήταν πολιτικά στελέχη ήσσονος σημασίας. Κλασσικό παράδειγμα ο «πρωθυπουργός» της περιοχής Γιούρι Γοτσανιούκ, αγρονόμος, πρώην μεσαίο στέλεχος της τοπικής αυτοδιοίκησης, γνωστός «περιηγητής» πολιτικών σχηματισμών, μέχρι την ένταξη του στο αμαρτωλό Κόμμα των περιφερειών.
Όλοι αυτοί έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό στη ψυχοσύνθεσή τους: θεωρούν εαυτούς ηττημένους του Μαϊντάν και επιζητούν την ρεβάνς στο πόλεμο της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας. Αυτός είναι και ο λόγος της σκληρής στάσης που κρατούν στο θέμα του πολέμου και μιας πιθανής ή απίθανης ειρηνευτικής συμφωνίας.
Η γκρίζα ζώνη - ελίτ του Ντονμπάς
Τα πράγματα δεν είναι τόσο ευχάριστα, ωστόσο, για τη δεύτερη μεγάλη φατρία της πρώην ουκρανικής ελίτ που ενσωματώθηκε στο ρωσικό πολιτικό σύστημα και, φυσικά, λόγος γίνεται για τους προερχόμενους από την Λεκάνη του Ντονμπάς.
Μπορεί μετά το 2014 τα τοπικά ηγετικά στελέχη του Κόμματος των περιφερειών, να διαμοίρασαν μεταξύ τους διάφορα περιουσιακά στοιχεία της περιοχής, αλλά αυτό δεν στάθηκε ικανό να σταματήσει έναν πόλεμο συμμοριών με δολοφονίες και ανατροπές στην ηγετική πυραμίδα. Όλοι τους είχαν σχέσεις με διάφορα κέντρα εξουσίας και λήψης αποφάσεων στην Μόσχα, πράγμα που τους μετέτρεψε σε πιόνια ενός ακήρυχτου πολέμου για τη διεύρυνση της επιρροής των ρωσικών φατριών στην περιοχής.
Το Κρεμλίνο, θέλοντας να διατηρήσει τον απόλυτο έλεγχο στην περιοχή, αρχικά επέλεξε ως εκλεκτούς διάφορα περιθωριακά στοιχεία, απομακρύνοντας τα στελέχη του πανίσχυρου κατά το παρελθόν Κόμματος των περιφερειών. Πολλοί ουκρανοί ολιγάρχες, έστω και τυπικά, επέδειξαν αφοσίωση στο Κίεβο, ο καθένας για δικούς του λόγους και συμφέροντα, με αποτέλεσμα να μείνουν στην «αγορά» δευτεροκλασσάτα και περιθωριακά στοιχεία.
Ο αναπληρωτής προσωπάρχης του Κρεμλίνου, Σεργκέι Κιριένκο, στον οποίο έχει «χρεωθεί» η περιοχή, άρχισε να στέλνει διάφορα στελέχη του κεντρικού μηχανισμού, μετατρέποντας το Ντονιέτσκ σε ένα ιδιόμορφο τραμπολίνο για την άνοδο στην ιεραρχία των ρώσων αξιωματούχων. Αρχικά, κυβερνήτης της περιοχής διορίστηκε ένας νεαρός αξιωματούχος, ο Βιτάλι Χοτσένκο, προστατευόμενος του Κιριένκο, μα μετά από ένα διάστημα τον αντικατέστησε ένα πρώην ανώτατο στέλεχος των Ρωσικών Σιδηροδρόμων, ο Γιεγκένι Σόλντσεφ.
Αυτός έφερε μαζί τους, διάφορους συνεργάτες από την προηγούμενη δουλειά του, όπως τον Ρουστάμ Μιβγκάζοφ, αλλά γενικά από τα 24 μέλη της τοπικής «κυβέρνησης» μόνο τα 10 προέρχονται από την Μόσχα, κατέχοντας, όμως, τις θέσεις κλειδιά στον τοπικό μηχανισμό. Μοναδική εξαίρεση οι υπηρεσίες ασφαλείας, όπου κυριαρχούν οι ντόπιοι μιας και γνωρίζουν καλύτερα την ανθρωπογεωγραφία της περιοχής. Πρόκειται για πρώην στελέχη των ουκρανικών υπηρεσιών ασφαλείας, απόφοιτους της «μεγάλης σχολής της ΚΑ.ΓΚΕ.ΜΠΕ» αλλά και εν ενεργεία στελέχη της FSB.
Ανάλογη είναι η κατάσταση και στο Λουγκάσνκ, πρωτεύουσα της ομώνυμης «Λαϊκής Δημοκρατίας». Εκεί κουμάντο κάνει ο Σεργκέι Κοζλόφ, πρώην αξιωματικός της Υπηρεσίας Εκτάκτων Περιστατικών της Ουκρανίας μέχρι το 2014 και επιτελάρχης του τάγματος «Ζαριά», διοικητής του οποίου ήταν ο Ίγκορ Πλοτίνσκι. Μετά τη δύσης της καριέρας του τελευταίου ο Κοζλόφ κατάφερε να διατηρήσει τη θέση του και με τον νέο επικεφαλής, ένα πρώην στέλεχος της Υπηρεσίας Ασφαλείας της Ουκρανίας, τον Λεονίντ Πεσάτσνικ.
Κύριο χαρακτηριστικό των δύο αυτών φατριών, είναι πως θεωρούνται από την Μόσχα υπάκουες μαριονέτες, πράγμα που όπως είναι φυσικό, καθιστά πολύ δύσκολη την ενσωμάτωσή τους σε κάποια από τις φατρίες της ρωσικής ελίτ.
Τα μέλη τους, ακολουθούν πιστά τη γραμμή του «κόμματος» που καθορίζει προσωπικά ο Πούτιν, αποφεύγοντας με κάθε τρόπο να έρθουν σε σύγκρουση με τους «αποστόλους» του Κρεμλίνου. Είναι, παρόλα αυτά, χαρακτηριστική η σιωπή τους κατά τη διάρκεια της ανταρσίας του Πριγκόζιν, αφού γνώριζαν πολύ καλά πως η τύχη τους εξαρτάται από το Υπουργείο Άμυνας και όχι από τον επικεφαλής της Βάγκνερ.
Εξάλλου, αν κάτι έμαθαν καλά όλα αυτά τα χρόνια, είναι πως το Κρεμλίνο δεν θα διστάσει να κάνει έναν ακόμη «κύκλο» διορισμών δικών του εκπροσώπων, σε περίπτωση που θα διαπιστωθεί έστω και η παραμικρή υποψία αμφισβήτησης της πολιτικής που αυτό καθορίζει.
Τα αποπαίδια της Χερσώνας και της Ζαπορίζια
Μπορεί στις αρχές του 2022 τα ρωσικά στρατεύματα εισβολής να κατέλαβαν τμήματα αυτών των περιοχών, ωστόσο οι Ουκρανοί κατάφεραν να επανακτήσουν μεγάλο τμήμα τους. Η τοπική, φιλορωσική ελίτ έκανε, μάλλον, «ατυχή» επιλογή. Καθ’ όλη τη διάρκεια της κατοχής, η δράση ομάδων δολιοφθοράς και λαϊκών τιμωρών, δεν την άφησε, κυριολεκτικά, σε χλωρό κλαρί. Πολλοί έχασαν τη ζωή τους, όταν τα αυτοκίνητά τους έπαιρναν ξαφνικά φωτιά, άλλοι έπεφταν θύματα περίεργων αυτοκινητιστικών ατυχημάτων σε δρόμους όπου δεν υπήρχε άλλο αυτοκίνητο.
Οι εκπρόσωποι αυτών των φατριών, ήλπιζαν πως θα έχουν την τύχη των αντίστοιχων της Κριμαίας και θα στηρίζονται στις ρωσικές λόγχες. Οι υπολογισμοί τους αποδείχτηκαν λανθασμένοι. Στις περιοχές, οι οποίες δεν έχουν απελευθερωθεί, ακόμη, από τις ουκρανικές δυνάμεις, η εγγύτητά του με το μέτωπο των πολεμικών επιχειρήσεων, δεν ενδείκνυται για την ανάπτυξη επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, ενώ για «επενδύσεις» ούτε λόγος. Εξάλλου, είναι γνωστό τοις πάσι πως ο πραγματικός ιδιοκτήτης αυτών των περιοχών είναι η FSB.
Τα πλέον προβεβλημένα μέλη αυτής της φατρίας είναι ο Γιεβγκένοι Μπαλίτσκι στη Ζαπορίζια και ο Βλαντίμιρ Σαλντό στην Χερσώνα. Αμφότεροι έχουν πλούσιο «βιογραφικό» είπε ως δήμαρχοι, είτε ως βουλευτές.
Γύρω τους, έχουν συσπειρωθεί διάφοροι «πρώην», όπως ο πρώην υπουργός Παιδείας της κυβέρνησης Γιανουκόβιτς, Ντμίτρι Ταμπάτσνικ και πρώην επικεφαλής του Συμβουλίου Ασφαλείας της Ουκρανίας, Αλεξάντερ Γιακιμένκο.
Είναι σίγουρο, πως μετά την απελευθέρωση των περιοχών από τις ουκρανικές ένοπλες δυνάμεις, η εισαγγελία της Ουκρανίας, θα έχει μεγάλο φόρτο εργασίας, διερευνώντας τα έργα και τις ημέρες όλων αυτών.
Τι επιφυλάσσει το μέλλον;
Οι ουκρανοί συνεργάτες των ρωσικών κατοχικών δυνάμεων, έχουν ταυτίσει τη μοίρα τους με την Ρωσία. Η πιθανή ήττα της τελευταίας ή έστω μια επώδυνη συνθήκη ειρήνης, θα διαταράξει τις ισορροπίες μεταξύ των φατριών της ρωσικής ελίτ, πράγμα που θα συμπαρασύρει και τις «μικρές αδελφές» της από την Ουκρανία.
Στο βαθμό που θα αλλάξουν οι προτεραιότητες του Κρεμλίνου, οι ουκρανικές φατρίες θα νιώσουν την «καυτή ανάσα» της μοίρας στο σβέρκο τους. Δεν είναι, άλλωστε η πρώτη φορά που θα συμβεί αυτό. Υπάρχουν τα παραδείγματα «αλλαγής των ελίτ» στην Τσετσενία, την Οσετία, την Ινγκουσετία, αλλά και σε πολλές άλλες περιφέρειες της Ρωσικής Ομοσπονδίας.
Το άλλο σενάριο είναι να αντιμετωπιστούν από την Ουκρανία ως συνεργάτες των κατοχικών δυνάμεων και θα υποστούν τα επίχειρα των επιλογών τους, μετά από μία δίκαιη δίκη, σύμφωνα με το κεκτημένο του δυτικού πολιτισμού.
Κάποιοι, ίσως ενσωματωθούν σε δευτεροκλασάτους ρόλους και θέσεις του ρωσικού κρατικού μηχανισμού, πράγμα που πολλοί άλλοι θα θεωρήσουν ως μεγάλη εύνοια της τύχης.